Ωκυπέτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ωκυπέτη | οι | Ωκυπέτες |
γενική | της | Ωκυπέτης | — | |
αιτιατική | την | Ωκυπέτη | τις | Ωκυπέτες |
κλητική | Ωκυπέτη | Ωκυπέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ωκυπέτη < αρχαία ελληνική Ὠκυπέτη < ὠκυπέτης < ὠκύς + πούς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ωκυπέτη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του Δαναού ή μια από τις Άρπυιες
- γυναικείο όνομα