Δείτε επίσης: Ὠκυπέτη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ωκυπέτη οι Ωκυπέτες
      γενική της Ωκυπέτης
    αιτιατική την Ωκυπέτη τις Ωκυπέτες
     κλητική Ωκυπέτη Ωκυπέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ωκυπέτη < αρχαία ελληνική  Ὠκυπέτη < ὠκυπέτης < ὠκύς + πούς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ωκυπέτη θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του Δαναού ή μια από τις Άρπυιες
  2. γυναικείο όνομα

  Μεταφράσεις επεξεργασία