Ψαχαρόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ψαχαρόπουλος | οι | Ψαχαρόπουλοι & Ψαχαροπουλαίοι1 |
γενική | του | Ψαχαρόπουλου & Ψαχαροπούλου |
των | Ψαχαρόπουλων2 & Ψαχαροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ψαχαρόπουλο | τους | Ψαχαρόπουλους3 & Ψαχαροπουλαίους |
κλητική | Ψαχαρόπουλε | Ψαχαρόπουλοι & Ψαχαροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ψαχαροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ψαχαροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ψαχαρόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ψαχαρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ψαχαροπούλου)