Ψαρόβαρκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ψαρόβαρκα < γενική ενικού του αρσενικού Ψαρόβαρκας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ψαρόβαρκα θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Ψαρόβαρκας
Δείτε επίσης : ψαρόβαρκα |
Ψαρόβαρκα θηλυκό άκλιτο