Ορολογία από το ΟROSSIMO άδεια CC - BY

επεξεργασία
ελληνικός όροςσυνώνυμοαγγλικός όροςσυνώνυμοτομέας
αγαθόresourceΠληροφορική
αδιέξοδοdead enddeadlockΠληροφορική
άθροισμαsumΠληροφορική
αισθητήραςαισθητήριο όργανοsensorsensing deviceΠληροφορική
αίτησηrequestΠληροφορική
αιτιολόγησηjustificationΠληροφορική
ακμήedgeΠληροφορική
ακολουθιακόςsequentialΠληροφορική
ακτίναradiusΠληροφορική
άκυκλοςacyclicΠληροφορική
αλγόριθμοςalgorithmΠληροφορική
αληθήςtrueΠληροφορική
αλληλεπίδρασηinteractionΠληροφορική
αλώνισμαthrashingΠληροφορική
ανάγνωσηreadΠληροφορική
αναδρομήrecursionΠληροφορική
ανεξάρτητοςindependentΠληροφορική
ανταλλαγήswappinginterchangeΠληροφορική
αντιγραφήcopyΠληροφορική
αντιγράφωcopyΠληροφορική
αντικατάστασηreplacementΠληροφορική
αντικείμενοobjectΠληροφορική
αντικειμενοστραφήςobject orientedΠληροφορική
αντιπρόσωποςagentΠληροφορική
αντιστοίχισηmatchingΠληροφορική
αντιστροφήinversionΠληροφορική
αντισυμμετρικόςantisymmetricΠληροφορική
αντίφασηcontradictionΠληροφορική
αξιολόγησηevaluationΠληροφορική
απαρίθμησηenumerationΠληροφορική
απαριθμητήςcounterΠληροφορική
άπειροςinfiniteΠληροφορική
απλόςsimpleΠληροφορική
αποθήκευσηstoreΠληροφορική
αποκωδικοποιητήςdecoderΠληροφορική
απομονωμένοςisolatedΠληροφορική
απομονωτήςbufferΠληροφορική
αποπλέκτηςdemultiplexerΠληροφορική
απόστασηdistanceΠληροφορική
αποτιμητήςevaluatorΠληροφορική
αραιόςsparseΠληροφορική
αρπάγηgripperΠληροφορική
αρχείοfileΠληροφορική
αρχήoriginΠληροφορική
αρχικοποίησηinitialisationΠληροφορική
αρχιτεκτονικήarchitectureΠληροφορική
ασήμαντοςtrivialΠληροφορική
ασυμμετρικόςasymmetricΠληροφορική
αυτοματισμόςautomationΠληροφορική
αφαίρεσηabstractionΠληροφορική
βαθμόςdegreeΠληροφορική
βάροςweightΠληροφορική
βάσηradixΠληροφορική
βιβλιοθήκηlibraryΠληροφορική
γεγονόςfactΠληροφορική
γειτονιάneighborhoodΠληροφορική
γέμισμαfillerΠληροφορική
γενικόςuniversalΠληροφορική
γένοςgenusΠληροφορική
γέφυραbridgeΠληροφορική
γλώσσαlanguageΠληροφορική
γραμμήlineΠληροφορική
γραμμικόςlinearΠληροφορική
γράφοςγράφημαgraphΠληροφορική
γράφωwriteΠληροφορική
δεδομέναdataΠληροφορική
δείκτηςpointerΠληροφορική
δένδροtreeΠληροφορική
διαβάζωreadΠληροφορική
διαγραφήdeletionΠληροφορική
διαδικασίαprocedureΠληροφορική
διακλάδωσηνήμα διεργασίαςthreadΠληροφορική
διάμετροςdiameterΠληροφορική
διαπροσωπείαμονάδα διαπροσωπείαςinterfaceΠληροφορική
διάσπασηsplittingΠληροφορική
διάστημαspaceΠληροφορική
δίαυλοςδιάδρομοςbusΠληροφορική
διαχείρισηmanagementΠληροφορική
διγράφοςbigraphΠληροφορική
διεργασίαprocessΠληροφορική
διερμηνέαςinterpreterΠληροφορική
διεύθυνσηaddressΠληροφορική
δίκτυοnetworkΠληροφορική
δισκέταdisketteΠληροφορική
δίσκοςdiskΠληροφορική
δισυνδεδεμένοςbiconnectedΠληροφορική
δισυνιστώσαbicomponentΠληροφορική
δομήstructureΠληροφορική
δυαδικόςdualΠληροφορική
δυϊσμόςdualityΠληροφορική
εγγραφήεγγράφημαrecordwriteΠληροφορική
εγχειρίδιοmanualΠληροφορική
εικονοστοιχείοimage pixelΠληροφορική
είσοδοςinputΠληροφορική
εκθέτηςexponentΠληροφορική
εκκεντρικότηταeccentricityΠληροφορική
εκκρεμήςpendantΠληροφορική
εκτέλεσηexecutionΠληροφορική
εκτύπωσηprintΠληροφορική
εκτυπωτήςprinterΠληροφορική
έκφρασηexpressionΠληροφορική
εκχώρησηassignmentΠληροφορική
ελεγκτήςcontrollerΠληροφορική
έλλειμμαdeficiencyΠληροφορική
εναλλαγήswitchingΠληροφορική
ενδιάμεσοςintermediateΠληροφορική
ενοποιητήςunifierΠληροφορική
ενότηταblockΠληροφορική
εντολήinstructioncommandΠληροφορική
έξοδοςoutputΠληροφορική
εξυπηρετητήςserverΠληροφορική
έξω-βαθμόςout-degreeΠληροφορική
επαναληψιμότηταrepeatabilityΠληροφορική
επανεγγραφήwrite-backΠληροφορική
επέκτασηextensionΠληροφορική
επεξεργασίαprocessionΠληροφορική
επεξεργαστήςprocessorΠληροφορική
επηρεασμένοςinducedΠληροφορική
επίβλεψηsupervisionΠληροφορική
επιγραφήετικέταlabelΠληροφορική
επικάλυψηoverlayΠληροφορική
επικοινωνίαcommunicationΠληροφορική
επιπεδικόςplanarΠληροφορική
επίπεδοςplaneΠληροφορική
επιστρέφωreturnΠληροφορική
επιστροφήεπιστροφή σε προηγούμενη κατάστασηbacktrackingΠληροφορική
επιτάχυνσηaccelerationΠληροφορική
εργαλείοtoolΠληροφορική
εργαλειομηχανήmachine toolΠληροφορική
έσω-βαθμόςin-degreeΠληροφορική
εσωτερικόςinternalΠληροφορική
ευθυγράμμισηalignmentΠληροφορική
ευστάθειαstabilityΠληροφορική
εφαρμογήapplicationΠληροφορική
ζευγνύωνspanningΠληροφορική
ζυγισμένοςweightedΠληροφορική
ημιαθροιστήςhalf adderΠληροφορική
θήκηcaseΠληροφορική
ιδιοδιάνυσμαeigenvectorΠληροφορική
ιδιότηταattributepropertyΠληροφορική
ιδιοτιμήeigenvalueΠληροφορική
ισθμόςisthmusΠληροφορική
ισογράφοςisographΠληροφορική
ισομορφικόςisomorphicΠληροφορική
ισομορφισμόςisomorphismΠληροφορική
ισορροπημένοςbalancedΠληροφορική
ιστόγραμμαhistogramΠληροφορική
ίχνοςtrailΠληροφορική
κάλυμμαcoverΠληροφορική
κανάλιchannelΠληροφορική
κανόναςruleΠληροφορική
καρπόςwristΠληροφορική
κάρταcardΠληροφορική
κατακερματισμόςfragmentationΠληροφορική
κατάτμησηsegmentationΠληροφορική
καταχωρητήςregisterΠληροφορική
κατηγόρημαpredicateΠληροφορική
κατώφλιthresholdΠληροφορική
κατωφλίωσηthresholdingΠληροφορική
κενόςemptyΠληροφορική
κέντροcenterΠληροφορική
κεφαλήheadΠληροφορική
κινηματικήkinematicsΠληροφορική
κινητήραςmotorΠληροφορική
κλαδίbranchΠληροφορική
κλείσιμοclosureΠληροφορική
κλήσηcallΠληροφορική
κλίκαcliqueΠληροφορική
κλωβόςcageΠληροφορική
κόμβοςnodeΠληροφορική
κορυφήvertexΠληροφορική
κουμπίbuttonΠληροφορική
κρίσιμοςcriticalΠληροφορική
κρυσταλλοτρίοδοςtransistorΠληροφορική
κυβικόςcubicΠληροφορική
κυκλικόςcyclicΠληροφορική
κύκλοςcycleΠληροφορική
κύκλωμαcircuitΠληροφορική
κώδικαςcodeΠληροφορική
κωδικοποίησηencodingΠληροφορική
κωδικοποιητήςencoderΠληροφορική
λαβήhandleΠληροφορική
λειτουργίαoperationΠληροφορική
λίσταlistΠληροφορική
λογισμικόsoftwareΠληροφορική
μαγικόςmagicΠληροφορική
μέγεθοςsizeΠληροφορική
μέγιστοςmaximalΠληροφορική
μέθοδοςmethodΠληροφορική
μέλοςmemberΠληροφορική
μέσοmedianΠληροφορική
μεταβατικόςtransitiveΠληροφορική
μεταβλητήvariableΠληροφορική
μεταγλωττιστήςcompilerΠληροφορική
μεταφερσιμότηταportabilityΠληροφορική
μεταφοράfetchΠληροφορική
μέτρησηcountingΠληροφορική
μηδενικόςnullΠληροφορική
μηδενικότηταnullityΠληροφορική
μήκοςlengthΠληροφορική
μνήμηmemoryΠληροφορική
μονοπάτιpathΠληροφορική
μοντέλοmodelΠληροφορική
νεροχύτηςsinkΠληροφορική
οθόνηscreenΠληροφορική
οκτάδεντροoctreeΠληροφορική
ομοιομορφικόςhomeomorphicΠληροφορική
όρισμαargumentΠληροφορική
ουράqueuetailΠληροφορική
όψηfaceΠληροφορική
παράγονταςfactorΠληροφορική
παραγοντοποίησηfactorizationΠληροφορική
παραγωγικότηταproductivityΠληροφορική
παράθυροwindowΠληροφορική
παραλληλισμόςparallelismΠληροφορική
παράλληλοςparallelΠληροφορική
παράμετροςparameterΠληροφορική
παρέμβασηδιακοπήinterruptΠληροφορική
πεδίοfieldΠληροφορική
πελάτηςclientΠληροφορική
πεπερασμένοςfiniteΠληροφορική
περιβάλλονenvironmentΠληροφορική
περιθώριοboundaryΠληροφορική
περιοχήregionΠληροφορική
περίπατοςwalkΠληροφορική
περιστατικόinstanceΠληροφορική
περιφέρειαgirthΠληροφορική
πηγήsourceΠληροφορική
πίνακαςπίνακας στοιχείωνarrayΠληροφορική
πλαίσιοframeΠληροφορική
πλατφόρμαplatformΠληροφορική
πλατωνικόςplatonicΠληροφορική
πλήκτροkeyΠληροφορική
πληκτρολόγιοkeyboardΠληροφορική
πλήρηςcompleteΠληροφορική
πληροφορίαinformationΠληροφορική
ΠληροφορικήInformation TechnologyComputer ScienceΠληροφορική
πολυγράφοςmultigraphΠληροφορική
πολυεπεξεργασίαmultiprocessingΠληροφορική
πολυμέσαmultimediaΠληροφορική
πολυπλέκτηςmultiplexerΠληροφορική
πολυπρογραμματισμόςmultiprogrammingΠληροφορική
πόλωσηbiasΠληροφορική
ποντίκιmouseΠληροφορική
ποσοδείκτηςquantifierΠληροφορική
πρόγραμμαprogramΠληροφορική
προγραμματίζωprogramΠληροφορική
προγραμματισμόςprogrammingΠληροφορική
προγραμματιστήςprogrammerΠληροφορική
προσανατολίσιμοςorientableΠληροφορική
προσανατολισμένοςorientedΠληροφορική
πρόσημοsignΠληροφορική
προσθήκηappendΠληροφορική
προσπελαύνωaccessΠληροφορική
προσπίπτουσαincidentΠληροφορική
προσυνθήκηpreconditionΠληροφορική
προτεραιότηταpriorityΠληροφορική
πυρήναςkernelΠληροφορική
ροήflowstreamΠληροφορική
ρομπότrobotΠληροφορική
ρυθμιστήςregulatorcompensatorΠληροφορική
σαμπρέλαtorusΠληροφορική
σειράrankΠληροφορική
σειριακόςserialΠληροφορική
σελίδαpageΠληροφορική
σενάριοscenarioΠληροφορική
σήμαsignalΠληροφορική
σημαίαflagΠληροφορική
σηματοφορέαςsemaphoreΠληροφορική
σημείοpointΠληροφορική
σθένοςvalencyΠληροφορική
σκαλωσιάscaffoldingΠληροφορική
σκελετόςskeletonΠληροφορική
σταθεράconstantΠληροφορική
στιγμιότυποinstanceΠληροφορική
στοίβαstackΠληροφορική
συγκεκριμενοποίησηinstantiationΠληροφορική
συγκόλλησηweldingΠληροφορική
συγχρονισμόςsynchronisationΠληροφορική
συγχώνευσηfusionmergeΠληροφορική
συμβατότηταcompatibilityΠληροφορική
σύμβολοsymbolΠληροφορική
συμβολομεταφραστήςassemblerΠληροφορική
συμβολοσειράsymbol sequenceΠληροφορική
συμμετρικόςsymmetricΠληροφορική
συμπαράγονταςcofactorΠληροφορική
συμπλήρωμαcomplementΠληροφορική
συναρμολόγησηassemblyΠληροφορική
συνάρτησηfunctionΠληροφορική
συνδεδεμένοςconnectedΠληροφορική
σύνδενδροcotreeΠληροφορική
σύνδεσηjoinΠληροφορική
συνδεσμικότηταconnectivityΠληροφορική
σύνδεσμοςlinkΠληροφορική
σύνθεσηcompositionΠληροφορική
συνθήκηconditionΠληροφορική
συνιστώσαcomponentΠληροφορική
συνολοθεωρίαset theoryΠληροφορική
συντελεστήςmantissaΠληροφορική
συντονισμόςresonanceΠληροφορική
συρρουτίναcoroutineΠληροφορική
συσσωρευτήςaccumulatorΠληροφορική
σχισμήslotΠληροφορική
σωρόςheapΠληροφορική
τακτικόςregularΠληροφορική
τάξηorderΠληροφορική
ταξινόμησηsortingΠληροφορική
ταυτότηταidentityΠληροφορική
ταχύτηταvelocityspeedΠληροφορική
τελεστήςoperatorΠληροφορική
τεμάχιοblockΠληροφορική
τέρμαterminusΠληροφορική
τιμήvalueΠληροφορική
τμήμαsegmentΠληροφορική
τομήintersectionΠληροφορική
τόξοarcΠληροφορική
τοποθέτησηplacementΠληροφορική
τραχύτηταcoarsenessΠληροφορική
τριγωνοποιημένοςtriangulatedΠληροφορική
τρύπαholeΠληροφορική
τυπώνωprintΠληροφορική
υλικόhardwareΠληροφορική
υλοποίησηimplementationΠληροφορική
υπεργράφοςsupergraphΠληροφορική
υπερχείλισηoverflowΠληροφορική
υπογράφοςsubgraphΠληροφορική
υποδιαίρεσηsubdivisionΠληροφορική
υπόθεσηhypothesisΠληροφορική
υποκείμενοςunderlyingΠληροφορική
υποπρόγραμμαsubroutineΠληροφορική
υπορουτίναsubroutineΠληροφορική
φλοιόςshellΠληροφορική
φορτωτήςloaderΠληροφορική
χαρακτήραςcharacterΠληροφορική
χορδήchordΠληροφορική
χρήστηςuserΠληροφορική
χρονοδρομολόγησηschedulingtime schedulingΠληροφορική
χρωματισμόςcoloringΠληροφορική
χωρητικότηταcapacityΠληροφορική
ψευδήςfalse Πληροφορική
ψευδογράφοςpseudographΠληροφορική
ψευδοκώδικαςpseudocodeΠληροφορική
ψευδοσυμμετρικόςpseudosymmetricΠληροφορική
ψηφιακόςdigitalΠληροφορική
ψηφίδαchipΠληροφορική
αβερσιανόςhaversianΑνθρωπολογία
αγγείοpotblood-vesselΑνθρωπολογία
αγγειοπλαστικήpotteryangioplastyΑνθρωπολογία
αγκώναςelbowΑνθρωπολογία
άγνωστοςunknownΑνθρωπολογία
αγρότηςfarmeragriculturalistΑνθρωπολογία
αγροτικόςagriculturalΑνθρωπολογία
άγχοςanxietystressΑνθρωπολογία
αδαμαντίνησμάλτο δοντιούenamelΑνθρωπολογία
αδέναςglandΑνθρωπολογία
αδυναμίαintoleranceΑνθρωπολογία
αέραςairΑνθρωπολογία
αεροστεγήςair-tightΑνθρωπολογία
αίμαbloodΑνθρωπολογία
αιματοκρίτηςhematocritΑνθρωπολογία
αιμοσφαιρίνηhemoglobinΑνθρωπολογία
αιμοφόροςbloodΑνθρωπολογία
αίτιοcausal factorΑνθρωπολογία
άκανθαspineΑνθρωπολογία
ακόντιοjavelinΑνθρωπολογία
ακοντιστήςspearmanΑνθρωπολογία
ακουστικόςauditoryΑνθρωπολογία
άκραappendagesΑνθρωπολογία
ακρίβειαaccuracyΑνθρωπολογία
ακριβήςpreciseΑνθρωπολογία
άκροmarginΑνθρωπολογία
ακρολοφίαΑνθρωπολογία
ακρώμιοacromionΑνθρωπολογία
ακρωτηριασμένοςmutilatedΑνθρωπολογία
ακρωτηριασμόςmutilationΑνθρωπολογία
ακτινοβολίαradiationΑνθρωπολογία
αλγόριθμοςalgorithmΑνθρωπολογία
αλλαγήshiftΑνθρωπολογία
αλληλόμορφοςallelicΑνθρωπολογία
αλληλουχίαδιαδοχήsequenceΑνθρωπολογία
αλλοίωσηβλάβηdeteriorationlesionΑνθρωπολογία
αλλομετρικόςallometricΑνθρωπολογία
αλλουβιακόςalluvialΑνθρωπολογία
αλπικόςalpineΑνθρωπολογία
αλτρουισμόςaltruismΑνθρωπολογία
αλφισμόςalbinismΑνθρωπολογία
ΑμερινδόςAmeridianΑνθρωπολογία
αμινοξύamino acidΑνθρωπολογία
αμμώδηςsandyΑνθρωπολογία
αναβολικόςanabolicΑνθρωπολογία
αναγεννήσιμοςregeneratedΑνθρωπολογία
ανάγλυφοreliefΑνθρωπολογία
αναδιάπλασηremodelingΑνθρωπολογία
αναιμίαanemiaΑνθρωπολογία
ανάλυσηanalysisΑνθρωπολογία
αναμενόμενοςexpectedΑνθρωπολογία
αναπαραγωγήreproductionΑνθρωπολογία
αναπαραγωγικήreproductiveΑνθρωπολογία
αναπνευστικόςrespiratoryΑνθρωπολογία
ανάπτυξηdevelopmentΑνθρωπολογία
αναπτυξιακήdevelopmentalΑνθρωπολογία
αναρρίχησηclimbingΑνθρωπολογία
ανασκαφήexcavationΑνθρωπολογία
ανασταλτικόςinhibitingΑνθρωπολογία
ανάστημαύψοςstatureheightΑνθρωπολογία
ανασυνδυασμόςrecombinationΑνθρωπολογία
ανασύστασηαναπαράστασηreconstructionΑνθρωπολογία
ανάταξηreconstructionΑνθρωπολογία
ανατομίαanatomyΑνθρωπολογία
ανδρογόνοandrogenΑνθρωπολογία
ανεπάρκειαdeficiencyΑνθρωπολογία
ανέχειαindigenceΑνθρωπολογία
ανθρωπογενέςanthropogenicΑνθρωπολογία
ΑνθρωπολογίαAnthropologyΑνθρωπολογία
ΑνθρωπομετρίαAnthropometryΑνθρωπολογία
ανθρωπομετρικόςanthropometricΑνθρωπολογία
ανθρωποσκοπικόςanthroposcopicΑνθρωπολογία
ανοσοποιητικόimmuneΑνθρωπολογία
αντίδρασηreactionΑνθρωπολογία
αντίξοοςarduousΑνθρωπολογία
αντίχειραςthumbΑνθρωπολογία
ανωμαλίαanomalyirregularityΑνθρωπολογία
ανώμαλοςirregularunevenΑνθρωπολογία
απαγωγήabductionΑνθρωπολογία
απάθειααδιαφορίαapathyΑνθρωπολογία
απαραίτητοςessentialΑνθρωπολογία
απαρχήoriginΑνθρωπολογία
απογαλακτισμόςweaningΑνθρωπολογία
απόθεσηdepositΑνθρωπολογία
απόκλισηdeviationΑνθρωπολογία
απολίθωμαfossilΑνθρωπολογία
απολιθωμένοςfossilizedΑνθρωπολογία
απολίθωσηαπολιθοποίησηfossilizationΑνθρωπολογία
απομονωμένοςisolatedΑνθρωπολογία
απομόνωσηisolationΑνθρωπολογία
απορρόφησηabsorptionΑνθρωπολογία
απόστημαabscessΑνθρωπολογία
απότομοςabruptΑνθρωπολογία
αποτύπωμαprintimpressionΑνθρωπολογία
αποτυχίαfailureΑνθρωπολογία
απουσίαabsenceΑνθρωπολογία
απόφυσηprocessΑνθρωπολογία
άποψηconceptΑνθρωπολογία
απώλειαlossΑνθρωπολογία
αραβόσιτοςmaizeΑνθρωπολογία
αρθρίτιδαarthritisΑνθρωπολογία
άρθρωσηjointarticulationΑνθρωπολογία
αρμοστικότηταfitnessΑνθρωπολογία
άρρενmaleΑνθρωπολογία
ΑρχαιολόγοςArchaeologistΑνθρωπολογία
αρχείοrecordΑνθρωπολογία
ασβέστηςwhitewashΑνθρωπολογία
ασβέστιοcalciumΑνθρωπολογία
ασβεστώδηςcalcareousΑνθρωπολογία
ασθένειαdiseaseΑνθρωπολογία
αστέριοasterionΑνθρωπολογία
αστικοποίησηurbanizationΑνθρωπολογία
αστικόςurbancivicΑνθρωπολογία
αστράγαλοςankleΑνθρωπολογία
αστυφιλίαcrowdingΑνθρωπολογία
ασυνεχήςdiscontinuousΑνθρωπολογία
ασφυξίαsuffocationΑνθρωπολογία
ατμοσφαιρικόςatmosphericΑνθρωπολογία
ατύχημαaccidentΑνθρωπολογία
αύλακαgroovefurrowΑνθρωπολογία
αύξησηgrowthΑνθρωπολογία
αυχενικόςcervicalΑνθρωπολογία
αφυδάτωσηdehydrationΑνθρωπολογία
αχονδροπλασίαachondroplasiaΑνθρωπολογία
βάδισηwalkingΑνθρωπολογία
βαθουλότηταhollowdepressionΑνθρωπολογία
βαθύςprofoundΑνθρωπολογία
βακτηριακόςbacterialΑνθρωπολογία
βακτήριοbacteriumΑνθρωπολογία
βάροςβαρύτηταweightΑνθρωπολογία
βάσηοριζόντιο σώμαbodycorpusΑνθρωπολογία
βασικράνιοbasicraniumΑνθρωπολογία
βαφήtemperingdyeingΑνθρωπολογία
βελόναneedleΑνθρωπολογία
ΒεριγγείαBeringiaΑνθρωπολογία
Βιοαρχαιολογίαbio-archaeologyΑνθρωπολογία
ΒιογεωγραφίαbiogeographyΑνθρωπολογία
βιογεωγραφικόςbiogeographicΑνθρωπολογία
βιολογικόςbiologicalΑνθρωπολογία
βιο-πολιτισμικήbio-culturalΑνθρωπολογία
βιοσωματικόςbiosomaticΑνθρωπολογία
βιοτυπολογίαbiotypologyΑνθρωπολογία
βιταμίνηvitaminΑνθρωπολογία
βλάστημαanlageΑνθρωπολογία
βλέννηmucousΑνθρωπολογία
βλεννώδηςmucinousΑνθρωπολογία
βοσκόςshepherdΑνθρωπολογία
ΒούρμιοςWurmΑνθρωπολογία
βραχυκεφαλίαbrachycephalyΑνθρωπολογία
βραχυκεφαλοποίησηbrachycephalizationΑνθρωπολογία
βραχυκέφαλοςbrachycephalicΑνθρωπολογία
βραχυπρόθεσμοςshort termΑνθρωπολογία
βρέγμαbregmaΑνθρωπολογία
βρέφοςνήπιοinfantΑνθρωπολογία
βρογχίτιδαbronchitisΑνθρωπολογία
γαλακτικόςνεογιλόςdeciduousΑνθρωπολογία
γαλακτοκομίαdairyΑνθρωπολογία
γαλουχίαθηλασμόςlactationΑνθρωπολογία
γαμέτηςgameteΑνθρωπολογία
γαμψόνυχαςhooked-nailΑνθρωπολογία
γαστρεντερικόςgastrointestinalΑνθρωπολογία
γαστροκνήμιοςgastrocnemiusΑνθρωπολογία
γενεάgenerationΑνθρωπολογία
γενεαλογίαγενεαλογική σειράancestryoriginΑνθρωπολογία
γενετικόςgeneticΑνθρωπολογία
γενίκευσηgeneralizationΑνθρωπολογία
γέννησηbirthΑνθρωπολογία
γένοςtribeΑνθρωπολογία
γέρικοςoldΑνθρωπολογία
γεροδεμένοςstockyΑνθρωπολογία
γέφυραbridgeΑνθρωπολογία
γεωγραφικόςgeographicΑνθρωπολογία
γεωμορφολογίαgeomorphologyΑνθρωπολογία
γεωργίαagricultureΑνθρωπολογία
γιγαντισμόςgigantismΑνθρωπολογία
γκραβέττιοςgravettianΑνθρωπολογία
ΓκύνζιοςGunzΑνθρωπολογία
γλουτόςbuttockΑνθρωπολογία
γλυκοκορτικοειδήςglucocorticoidΑνθρωπολογία
γλυπτόsculptureΑνθρωπολογία
γλώσσαlanguagetongueΑνθρωπολογία
γναθικόςmandibularΑνθρωπολογία
γνάθοςjawΑνθρωπολογία
γνήσιοςgenuine1Ανθρωπολογία
γομφίοςmolarΑνθρωπολογία
γοναδοτρόποςgonadotropicΑνθρωπολογία
γονέαςparentΑνθρωπολογία
γονιδιακόςgeneΑνθρωπολογία
γονίδιοgeneΑνθρωπολογία
γόνιμοςfertileΑνθρωπολογία
γονιμότηταfertilityΑνθρωπολογία
γονοτυπικόςgenotypicgenotypicalΑνθρωπολογία
γονότυποςgenotypeΑνθρωπολογία
γραμμικήlinearΑνθρωπολογία
γρίπηinfluenzaΑνθρωπολογία
γροθιάpunchfistΑνθρωπολογία
γυμναστικήgymnasticsΑνθρωπολογία
γωνιώδηςangledΑνθρωπολογία
δάκτυλοςfingertoeΑνθρωπολογία
δεδομέναdataΑνθρωπολογία
δείκτηςindexΑνθρωπολογία
δενδρόβιοςarborealΑνθρωπολογία
δέρμαskinΑνθρωπολογία
δερματογλυφήdermatoglyphicsΑνθρωπολογία
δηλητηρίασηpoisoningΑνθρωπολογία
δημητριακόcerealΑνθρωπολογία
δημογραφίαdemographyΑνθρωπολογία
δημογραφικόςdemographicΑνθρωπολογία
διαβάθμισηclineΑνθρωπολογία
διαβίωσηlivingΑνθρωπολογία
διάγνωσηdiagnosisΑνθρωπολογία
διαγνωστικόςdiagnosticΑνθρωπολογία
διαδεδομένοςprevalentΑνθρωπολογία
διαδικασίαprocedureΑνθρωπολογία
διακρίνωdistinguishΑνθρωπολογία
διακριτόςdiscreteΑνθρωπολογία
διακύμανσηfluctuationΑνθρωπολογία
διάμεσοςmedianΑνθρωπολογία
διάμετροςdiameterΑνθρωπολογία
διασταύρωσηcrossinginterbreedingΑνθρωπολογία
διαταραχήdisorderΑνθρωπολογία
διατήρησησυντήρησηpreservationmaintenanceΑνθρωπολογία
διάτμησηdividingintersectionΑνθρωπολογία
διαφοροποίησηdifferentiationΑνθρωπολογία
διάφυσηdiaphysisΑνθρωπολογία
διαφωτιστικήinformativeΑνθρωπολογία
δίδυμοςtwinΑνθρωπολογία
διεισδυτικότηταdiscernmentΑνθρωπολογία
διμορφισμόςdimorphismΑνθρωπολογία
διπλευρικόςδίπλευροςbilateralΑνθρωπολογία
διπλόηdiploeΑνθρωπολογία
δοκιδικόςtrabecularΑνθρωπολογία
δοκιμαστήςtasterΑνθρωπολογία
δολιχοκεφαλίαdolichocephalyΑνθρωπολογία
δολιχόκρανοςdolichocranicΑνθρωπολογία
δόντιtoothΑνθρωπολογία
δυσανεξίαintoleranceΑνθρωπολογία
δυσφορίαdiscomfortΑνθρωπολογία
εγκατάστασηsettlementΑνθρωπολογία
εγκεφαλικόςcerebralΑνθρωπολογία
εγκέφαλοςbrainΑνθρωπολογία
εγκοπήnotchΑνθρωπολογία
εγκυμοσύνηpregnancyΑνθρωπολογία
έδαφοςgroundsoilΑνθρωπολογία
εθνικότηταεθνότηταnationalityΑνθρωπολογία
εθνογενετικόςethnogeneticΑνθρωπολογία
ΕθνολογίαEthnologyΑνθρωπολογία
εικόναimagepictureΑνθρωπολογία
εισαγωγήintroductionΑνθρωπολογία
εισόδημαincomeΑνθρωπολογία
εκβλάστησηanlageΑνθρωπολογία
έκθεσηexposureΑνθρωπολογία
έκκρισηsecretionΑνθρωπολογία
εκμαγείοcastΑνθρωπολογία
εκρίζωσηevulsionΑνθρωπολογία
έκτασηlengtheningextentΑνθρωπολογία
εκτείνωνextensorΑνθρωπολογία
εκτίμησηassessmentΑνθρωπολογία
εκφυλισμόςdeteriorationΑνθρωπολογία
εκφυλιστικόςcorruptiveΑνθρωπολογία
έκφυσηανατολή δοντιούeruptionΑνθρωπολογία
ελαστικότηταelasticityflexibilityΑνθρωπολογία
ελεφαντοστόελεφαντόδοντοivoryΑνθρωπολογία
έλλειψηdeficitellipticΑνθρωπολογία
ελονοσίαmalariaΑνθρωπολογία
έμβρυοembryofoetusΑνθρωπολογία
ΕμβρυολογίαembryologyΑνθρωπολογία
εμμηνορρυσίαmenstruationΑνθρωπολογία
ενδιαίτημαhabitatdwellingΑνθρωπολογία
ενδοατομικόςintra-individualΑνθρωπολογία
ενδοκρανιακόςendocranialΑνθρωπολογία
ενδοκρινήςendocrineΑνθρωπολογία
ΕνδοκρινολογίαEndocrinologyΑνθρωπολογία
ενδομήτριοςendometriusintrauterineΑνθρωπολογία
ενδόστεοendosteumΑνθρωπολογία
ένζυμοenzymeΑνθρωπολογία
ενθεσοπάθειαenthesopathyΑνθρωπολογία
έντασηtensionΑνθρωπολογία
ενταφιασμόςintermentΑνθρωπολογία
εντερικόςintestinalΑνθρωπολογία
έντεροintestinebowelΑνθρωπολογία
εξάπλωσηexpansionΑνθρωπολογία
εξάρθρωσηdislocationvarusΑνθρωπολογία
εξαστισμόςurbanizationΑνθρωπολογία
εξελικτικήevolutionaryΑνθρωπολογία
εξέλιξηevolutionΑνθρωπολογία
εξόστωσηexostosisΑνθρωπολογία
επάγγελμαprofessionoccupationΑνθρωπολογία
επαγγελματικήoccupationalΑνθρωπολογία
επαναδιάταξηre-alignmentΑνθρωπολογία
επανάστασηrevolutionΑνθρωπολογία
έπαρμαgrooveΑνθρωπολογία
επιβίωσηsurvivalΑνθρωπολογία
επιγενετικόςepigeneticΑνθρωπολογία
επιγλωττίδαepiglottisΑνθρωπολογία
επιγονατίδαpatellaΑνθρωπολογία
επιδερμίδαepidermisΑνθρωπολογία
επιδιδυμίδαepididymisΑνθρωπολογία
επίδρασηimpactΑνθρωπολογία
επιθετικόςaggressiveΑνθρωπολογία
επικρατέςdominantΑνθρωπολογία
επιλεκτικόςselectiveΑνθρωπολογία
επιλογήselectionΑνθρωπολογία
επινεφρίδιοadrenal glandΑνθρωπολογία
επίπεδοstatusΑνθρωπολογία
επιπλοκήcomplicationΑνθρωπολογία
επιπρόσθετοςadditionalΑνθρωπολογία
επισκόπησηreviewΑνθρωπολογία
επίστασηepistasisΑνθρωπολογία
επιτύμβιοςΑνθρωπολογία
επιφάνειαsurfaceΑνθρωπολογία
εποχιακόςseasonalΑνθρωπολογία
εργαλείοtoolΑνθρωπολογία
εργασίαworkemploymentΑνθρωπολογία
ερέθισμαstimulationΑνθρωπολογία
έρημοςdesertΑνθρωπολογία
εσωτερικόinferiorΑνθρωπολογία
ετερογένειαheterogenyΑνθρωπολογία
ετερόζυγοςheterozygousΑνθρωπολογία
ετεροζυγώτηςheterozygoteΑνθρωπολογία
ετεροζυγωτίαheterozygosisΑνθρωπολογία
ετέρωσηheterosisΑνθρωπολογία
εύκρατοςtemperateΑνθρωπολογία
ευλογιάsmallpoxΑνθρωπολογία
ευλυγισίαflexibleΑνθρωπολογία
ευνούχοςeunuchΑνθρωπολογία
ευρυμετωπίαeurymetopyΑνθρωπολογία
ευρυπυελίαeurypelvicΑνθρωπολογία
ευρυωμίαΑνθρωπολογία
εύρωστοςστιβαρόςrobustΑνθρωπολογία
εφηβείαadolescenceΑνθρωπολογία
εφίδρωσηsweatingΑνθρωπολογία
ζυγωματικόοστό της παρειάςcheekbonezygomatic boneΑνθρωπολογία
ζυγωτόzygoteΑνθρωπολογία
ζύμωσηfermentationΑνθρωπολογία
ζωγράφοςpainterartistΑνθρωπολογία
ζωήlifevitalityΑνθρωπολογία
ζωικόςfaunalΑνθρωπολογία
ζώνηzoneΑνθρωπολογία
ζώοanimalΑνθρωπολογία
ήβηpubertyΑνθρωπολογία
ηβικόςpubicpubisΑνθρωπολογία
ηλικίαageΑνθρωπολογία
ηλιόλουστοςsunnyΑνθρωπολογία
ηλιοφάνειαsunshineΑνθρωπολογία
ημιζωήχρόνος ημιζωήςhalf lifeΑνθρωπολογία
ημι-συνεχήςquasi-continuousΑνθρωπολογία
ημισφαίριοhemisphereΑνθρωπολογία
ημιτενοντώδηςsemitendinosusΑνθρωπολογία
ημιυμενώδηςsemimembranosusΑνθρωπολογία
ήπαρliverΑνθρωπολογία
ηφαίστειοvolcanoΑνθρωπολογία
θάλαμοςthalamusΑνθρωπολογία
θάνατοςdeathΑνθρωπολογία
θεραπείαcuretreatmentΑνθρωπολογία
θερμοκρασίαtemperatureΑνθρωπολογία
θηλαστικόmammalΑνθρωπολογία
θήλυfemaleΑνθρωπολογία
θήραμαgameΑνθρωπολογία
θνησιμότηταmortalityΑνθρωπολογία
θόρυβοςnoiseΑνθρωπολογία
θραύσηκάταγμαfractureΑνθρωπολογία
θρέψηnutritionΑνθρωπολογία
θρησκείαreligionΑνθρωπολογία
θυλακίτιδαbursitisΑνθρωπολογία
θυρεοειδήςthyroidΑνθρωπολογία
θυρεοειδικόςthyroidalΑνθρωπολογία
θυροξίνηthyroxinΑνθρωπολογία
θώρακαςthoraxΑνθρωπολογία
ιατρικόςmedicalΑνθρωπολογία
ιδιοσυστασίαΑνθρωπολογία
ιδρώταςsweatΑνθρωπολογία
ιδρωτοποιόςsweatΑνθρωπολογία
ιερόsacralΑνθρωπολογία
ιεροτελεστίαritualΑνθρωπολογία
ιθαγενήςnativeΑνθρωπολογία
ικανότηταδυνατότηταabilitycapacityΑνθρωπολογία
ιλαράmeaslesΑνθρωπολογία
ινιακόςoccipitalΑνθρωπολογία
ινσουλίνηinsulinΑνθρωπολογία
ινσουλινοπενίαΑνθρωπολογία
ιόςvirusΑνθρωπολογία
ισημερινόςequatorΑνθρωπολογία
ισοδύναμοςequivalentΑνθρωπολογία
ισορροπίαbalanceequilibriumΑνθρωπολογία
ΙσπανικόςHispanicΑνθρωπολογία
ιστορικόςhistoricΑνθρωπολογία
ιστόςtissueΑνθρωπολογία
ισχίοhip boneΑνθρωπολογία
ίχνοςtracetrackΑνθρωπολογία
ιχνοστοιχείοtrace mineralΑνθρωπολογία
καθυστέρησηretardationΑνθρωπολογία
καινοτομίαinnovationΑνθρωπολογία
καιρόςweatherΑνθρωπολογία
καλαθόσφαιραμπάλα του μπάσκετbasket ballΑνθρωπολογία
καλλιεργητήςcultivatorΑνθρωπολογία
κάλλοςκόνδυλοςtuberosityΑνθρωπολογία
καλοκαίριsummerΑνθρωπολογία
καμπτήραςflexorΑνθρωπολογία
καμπυλώδηςcurvedΑνθρωπολογία
κάμψηbendingΑνθρωπολογία
κανιβαλισμόςcannibalismΑνθρωπολογία
κάπνισμαsmokingΑνθρωπολογία
κάπνισμαsmokedΑνθρωπολογία
καπνιστήςsmokerΑνθρωπολογία
καροτίνηcaroteneΑνθρωπολογία
καρπόςwristΑνθρωπολογία
κατακρήμνισηβροχόπτωσηrainfallΑνθρωπολογία
κατανομήdistributionΑνθρωπολογία
κατάστασησυνθήκηsituationconditionΑνθρωπολογία
ΚαυκασοειδήςCaucasoidΑνθρωπολογία
καύσηcremationΑνθρωπολογία
κάψαcapsuleΑνθρωπολογία
κερκίδαradiusΑνθρωπολογία
κερκιδικόradialΑνθρωπολογία
κεφαλήheadΑνθρωπολογία
κεφαλομετρίαcephalometryΑνθρωπολογία
κίνησηmovementmotionΑνθρωπολογία
κλείδαclavicleΑνθρωπολογία
κληρονομικότηταinheritanceΑνθρωπολογία
κληρονομούμενοςinheritedΑνθρωπολογία
κλίμαclimateΑνθρωπολογία
κνήμηtibiaΑνθρωπολογία
κογχικόςorbitalΑνθρωπολογία
κοίλοςtubularΑνθρωπολογία
κοινωνίαsocietysocial communityΑνθρωπολογία
κοινωνικο-οικονομικόςsocio-economicΑνθρωπολογία
κοινωνικόςsocialΑνθρωπολογία
κόκκυγαςcoccyxΑνθρωπολογία
κολλαγόνοcollagenΑνθρωπολογία
κολποειδήςloopΑνθρωπολογία
κολύμβησηswimmingswimΑνθρωπολογία
κοντόςshortΑνθρωπολογία
κορμόςtrunkΑνθρωπολογία
κορτικοειδέςcorticoidΑνθρωπολογία
κορτικοστεροειδέςcorticoidΑνθρωπολογία
κορυφογραμμήΑνθρωπολογία
κόσμημαornamentjewelΑνθρωπολογία
κοτύληacetabulumΑνθρωπολογία
κρανίοcraniumskullΑνθρωπολογία
ΚρανιολογίαCraniologyΑνθρωπολογία
ΚρανιομετρίαCraniometryΑνθρωπολογία
κριθάριbarleyΑνθρωπολογία
κροταφικόtemporalΑνθρωπολογία
κροταφίτηςtemporalisΑνθρωπολογία
κτηνοτροφίαpastoralismΑνθρωπολογία
κυβοειδέςcuboidΑνθρωπολογία
κύησηgestationΑνθρωπολογία
κυνήγιgamehuntingΑνθρωπολογία
κυνηγός-τροφοσυλλέκτηςhunter-gathererΑνθρωπολογία
κυνόδονταςcanineΑνθρωπολογία
κύρτωσηcurveΑνθρωπολογία
κυτταροδιαφοροποίησηcytodifferentiationΑνθρωπολογία
λάβαlavaΑνθρωπολογία
λαβδοειδήςlambdoidΑνθρωπολογία
λαγόνιοiliacΑνθρωπολογία
λαγόνιοςiliacusΑνθρωπολογία
λακτάσηlactaseΑνθρωπολογία
λακτόζηlactoseΑνθρωπολογία
λάρυγγαςlarynxΑνθρωπολογία
λειτουργίαfunctionΑνθρωπολογία
λείψανουπόλειμμαrelicremainΑνθρωπολογία
λεκάνηπύελοςpelvisΑνθρωπολογία
λεπιδοειδέςsquamaΑνθρωπολογία
λεπτοκαμωμένοςgracileΑνθρωπολογία
λεπτόςslenderΑνθρωπολογία
λήψηingestionΑνθρωπολογία
λιάζομαιbaskingΑνθρωπολογία
λιμοκτονίαπείναstarvationΑνθρωπολογία
λίποςadiposeΑνθρωπολογία
λοβόςlobeΑνθρωπολογία
λύσσαrabiesΑνθρωπολογία
μαζικόςmassiveΑνθρωπολογία
μακροζωίαlongevityΑνθρωπολογία
μακροπρόθεσμοςlong termΑνθρωπολογία
μακροσκελήςlengthylongΑνθρωπολογία
μακρύlongΑνθρωπολογία
μαλλιάhairΑνθρωπολογία
μαρασμόςmarasmusΑνθρωπολογία
μασητήραςmasseterΑνθρωπολογία
μασητικήmasticatoryΑνθρωπολογία
μάσκαmaskΑνθρωπολογία
μαστοειδήςmastoidΑνθρωπολογία
μαύρισμαtanΑνθρωπολογία
μεγαλακρίαacromegaliaΑνθρωπολογία
μέγεθοςsizemagnitudeΑνθρωπολογία
μεθοδολογίαmethodologyΑνθρωπολογία
μείωσηreductionΑνθρωπολογία
μελανίνηmelaninΑνθρωπολογία
μελανοκύτταροmelanocyteΑνθρωπολογία
μεμβράνηmembraneΑνθρωπολογία
μεσαιωνικόςmedievalΑνθρωπολογία
μεσέγχυμαmesenchymaΑνθρωπολογία
μεσοβρεγματικήsagittalΑνθρωπολογία
ΜεσολιθικήMesolithicΑνθρωπολογία
μεσο-παγετώδηςinterglacialΑνθρωπολογία
μέσοςaverageΑνθρωπολογία
μεσοσκελήςΑνθρωπολογία
μεσόφρυοglabellaΑνθρωπολογία
μετάβασηtransitionΑνθρωπολογία
μεταβατικήtransitionalΑνθρωπολογία
μεταβλητήvariableΑνθρωπολογία
μεταβολήchangeΑνθρωπολογία
μετακάρπιοmetacarpalΑνθρωπολογία
μετακίνησηshiftΑνθρωπολογία
μετακρανιακόςpostcranialΑνθρωπολογία
μεταλλαγήμετάλλαξηmutationΑνθρωπολογία
μέταλλοmineralΑνθρωπολογία
μεταμετωπικόpost frontalΑνθρωπολογία
μετανάστευσηmigrationΑνθρωπολογία
μέτρησηmeasurementΑνθρωπολογία
μετρικόςmetricΑνθρωπολογία
μετριωμίαΑνθρωπολογία
μετωπικόςfrontalΑνθρωπολογία
ΜετωπισμόςMetopic suturemetopismΑνθρωπολογία
μέτωποforeheadΑνθρωπολογία
μη-δοκιμαστήςnon-tasterΑνθρωπολογία
μη-μετρήσιμοςnon-metricΑνθρωπολογία
μηρόςthighΑνθρωπολογία
μη-τμηματικόςnon sectorialΑνθρωπολογία
μήτραuterusΑνθρωπολογία
μιγάςmestizoΑνθρωπολογία
μικροδομήmicro-constructionΑνθρωπολογία
μικροεξέλιξηmicroevolutionΑνθρωπολογία
μικροσκοπικόςmicroscopicΑνθρωπολογία
μικροφυλήmicroraceΑνθρωπολογία
ΜινδέλιοςMindelΑνθρωπολογία
ΜογγολοειδήςMongoloidΑνθρωπολογία
μοίραfossadegreeΑνθρωπολογία
μοιράζομαιshareΑνθρωπολογία
μόλυνσηcontaminationinfectionΑνθρωπολογία
μολυσματικόςinfectiousΑνθρωπολογία
μονοπλευρικήμονόπλευρηunilateralΑνθρωπολογία
μορφήformΑνθρωπολογία
μορφογένεσηmorphogenesisΑνθρωπολογία
μορφολογίαmorphologyΑνθρωπολογία
μορφολογικόςmorphologicalΑνθρωπολογία
μουμιοποιημένοςmummifiedΑνθρωπολογία
μουμιοποίησηmummificationΑνθρωπολογία
μουσικόςmusicianΑνθρωπολογία
μοχλόςtoilΑνθρωπολογία
μοχλόςleverΑνθρωπολογία
μπιζέλιpeaΑνθρωπολογία
μυϊκόςmuscularΑνθρωπολογία
μυκητιακόςfungalΑνθρωπολογία
μύληcrownΑνθρωπολογία
μυςmuscleΑνθρωπολογία
μύτηριςnoseΑνθρωπολογία
νανισμόςdwarfismΑνθρωπολογία
νάνοςdwarfΑνθρωπολογία
νάτριοsodiumΑνθρωπολογία
ΝεαντερτάλιοςNeanderthalianΑνθρωπολογία
νεκροταφείοcemeteryΑνθρωπολογία
νεογέννητονεογνόnewbornfoetusΑνθρωπολογία
νέοςnewΑνθρωπολογία
νεόφλοιοςνεοχιτώνιοneocortexΑνθρωπολογία
νερόwaterΑνθρωπολογία
νευρικόςnervousΑνθρωπολογία
νεύροnerveΑνθρωπολογία
νευροδιαβιβαστήςneurotransmitterΑνθρωπολογία
νευροκράνιοεγκεφαλική κάψαneurocraniumΑνθρωπολογία
νευρώναςneuronΑνθρωπολογία
νεφρόςkidneyΑνθρωπολογία
νεωτερισμόςinnovationΑνθρωπολογία
νοημοσύνηintelligenceΑνθρωπολογία
νωτιαίοςspinalΑνθρωπολογία
ξενιστήςhostΑνθρωπολογία
ξηρασίαdrynessdroughtΑνθρωπολογία
όγκοςμάζαvolumemassΑνθρωπολογία
ογκώδηςmassiveΑνθρωπολογία
όγκωμαtorusΑνθρωπολογία
οδοντικόςdentalΑνθρωπολογία
οδοντίνηdentineΑνθρωπολογία
οδοντοφυϊαοδοντοστοιχίαdentitionΑνθρωπολογία
οικογένειαfamilyΑνθρωπολογία
οικογενειακόςfamilyΑνθρωπολογία
οικολογικόςecologicalΑνθρωπολογία
οικοσύστημαecosystemΑνθρωπολογία
οισοφάγοςoesophagusΑνθρωπολογία
οιστρογόνοestrogenΑνθρωπολογία
ομόζυγοςhomozygousΑνθρωπολογία
ομοζυγωτίαhomozygosisΑνθρωπολογία
ομοιομορφίαuniformityΑνθρωπολογία
ομοιόστασηhomeostasisΑνθρωπολογία
οντογένεσηontogenesisΑνθρωπολογία
οντογενετικήontogeneticΑνθρωπολογία
οξύληκτοςpointedΑνθρωπολογία
όπλοweaponΑνθρωπολογία
οπτικόςvisualΑνθρωπολογία
οργανισμόςorganismΑνθρωπολογία
ορμόνηhormoneΑνθρωπολογία
ορολογίαονοματολογίαterminologyΑνθρωπολογία
οροπέδιουψίπεδοhighlandΑνθρωπολογία
όρχιςtesticleΑνθρωπολογία
οστάριοossicleΑνθρωπολογία
οστέινοςbonyΑνθρωπολογία
οστεοβλάστηςosteoblastΑνθρωπολογία
οστεοβλαστικόςosteoblasticΑνθρωπολογία
οστεοδοκίδαtrabeculaΑνθρωπολογία
οστεοκλάστηςosteoclastΑνθρωπολογία
οστεολόγοςosteologistΑνθρωπολογία
οστεομαλάκυνσηosteomalakiaΑνθρωπολογία
ΟστεομετρίαOsteometryΑνθρωπολογία
οστεοποίησησύγκλιση επιφύσεωνossificationeburnationΑνθρωπολογία
οστεοπόρωσηosteoporosisΑνθρωπολογία
οστεοφυλάκιοossuaryΑνθρωπολογία
οστεώδηςosteoidΑνθρωπολογία
οστόboneΑνθρωπολογία
ουράtailΑνθρωπολογία
ουρανίσκοςpalateΑνθρωπολογία
ουσίαsubstanceΑνθρωπολογία
οψιανόςοψιδιανόςobsidianΑνθρωπολογία
όψιμοςlateΑνθρωπολογία
παγετώδηςfrostΑνθρωπολογία
παγετώναςglaciationΑνθρωπολογία
παθογόνοςpathogenicΑνθρωπολογία
ΠαλαιοανθρωπολογίαPaleoanthropologyΑνθρωπολογία
ΠαλαιοδημογραφίαPaleodemographyΑνθρωπολογία
παλαιομαγνητισμόςPalaeomagnetismPaleomagnetismΑνθρωπολογία
ΠαλαιοπαθολογίαPalaeopathologyPaleopathologyΑνθρωπολογία
παλάμηpalmΑνθρωπολογία
παλαμικήpalmarΑνθρωπολογία
παλυνολογίαpollen analysisΑνθρωπολογία
πανώληπανούκλαplagueΑνθρωπολογία
παράγονταςfactorΑνθρωπολογία
παραδοσιακήtraditionalΑνθρωπολογία
παρακμήdeclinedownΑνθρωπολογία
παραμορφωμένοςdeformedΑνθρωπολογία
παρατηρηθείςobservedΑνθρωπολογία
παρατήρησηobservationΑνθρωπολογία
παρεγκεφαλίδαcerebellumΑνθρωπολογία
παρειακόςcheekΑνθρωπολογία
παρέκκλισηdivergencedriftΑνθρωπολογία
παρουσίαincidenceΑνθρωπολογία
πατινάζskatingΑνθρωπολογία
παχυσαρκίαobesityΑνθρωπολογία
πελματιαίοςsoleusΑνθρωπολογία
πεπτίδιοpeptideΑνθρωπολογία
πεπτικόςdigestiveΑνθρωπολογία
περιβάλλονenvironmentΑνθρωπολογία
περιβαλλοντικόςenvironmentalΑνθρωπολογία
περίγραμμαoutlineΑνθρωπολογία
περιγραφικόςdescriptionalΑνθρωπολογία
περιδέραιοnecklaceΑνθρωπολογία
περίθαλψηmedical careΑνθρωπολογία
περικύματαperikymataΑνθρωπολογία
περιορισμόςlimitationΑνθρωπολογία
περιόστεοperiosteumΑνθρωπολογία
περιστροφέαςrotatorΑνθρωπολογία
περιστροφήστρέψηrotationΑνθρωπολογία
περόνηfibulaΑνθρωπολογία
πετόσφαιραvolley ballΑνθρωπολογία
πέτραlithicΑνθρωπολογία
πηγήfontanelleΑνθρωπολογία
πηγούνιchinΑνθρωπολογία
πηλόςclayΑνθρωπολογία
πήχυςπήχηςforearmΑνθρωπολογία
πίεσηpressureΑνθρωπολογία
πιλάστροpilasterΑνθρωπολογία
πλακούνταςplacentaΑνθρωπολογία
πλάτοςbreadthwidthΑνθρωπολογία
πλατυβραχίαplatybrachiaΑνθρωπολογία
πλατυέλμινθαςtapewormΑνθρωπολογία
πλατυκνημίαplatycnemiaΑνθρωπολογία
πλατυμέρειαplatymeriaΑνθρωπολογία
πλειοτροπικόςpleiotropicΑνθρωπολογία
πλεονέκτημαadvantageΑνθρωπολογία
πλευράsideΑνθρωπολογία
πλευρικότηταlateralityΑνθρωπολογία
πλήθοςcrowdhostΑνθρωπολογία
πληθυσμιακόςpopulationalΑνθρωπολογία
πληθυσμόςpopulationΑνθρωπολογία
πνευματικόςmentalspiritualΑνθρωπολογία
πνεύμοναςlungΑνθρωπολογία
ποικιλότηταdiversityΑνθρωπολογία
ποιοτικόςqualitativeΑνθρωπολογία
πολιτιστικόςculturalΑνθρωπολογία
πολυγονιδιακόςπολυγενετικόςpolygenicpolygeneticΑνθρωπολογία
πορείαcourseΑνθρωπολογία
ποσοστόpercentageΑνθρωπολογία
ποσοτικόςquantitativeΑνθρωπολογία
πρηνισμόςpronationΑνθρωπολογία
πρηνιστήςpronatorΑνθρωπολογία
πρήξιμοswellingΑνθρωπολογία
πρόβλεψηpredictionΑνθρωπολογία
προβολήsubtenseΑνθρωπολογία
προγεννητικόςprenatalΑνθρωπολογία
πρόγνωσηforecastΑνθρωπολογία
προγόμφιοςpremolarΑνθρωπολογία
προεξοχήprotrusionΑνθρωπολογία
προϊστορικόςprehistoricΑνθρωπολογία
προλακτίνηprolactinΑνθρωπολογία
πρόοδοςadvanceΑνθρωπολογία
προσαγωγήadductionΑνθρωπολογία
προσαγωγόςadductorsΑνθρωπολογία
προσαγωγόςadductor pollicisΑνθρωπολογία
προσαρμογήadaptationΑνθρωπολογία
προσαρμοστικότηταadaptivenessΑνθρωπολογία
προσβολήinsultΑνθρωπολογία
προσδιορισμόςκαθορισμόςdeterminationΑνθρωπολογία
προσθετικόςadditiveΑνθρωπολογία
προσληφθείςingestedΑνθρωπολογία
πρόσληψηingestionconsumptionΑνθρωπολογία
προσομοίωσηsimulationΑνθρωπολογία
προστάτηςprostateΑνθρωπολογία
πρόσωποfaceΑνθρωπολογία
πρότυποmodelΑνθρωπολογία
πρωτεϊνοσύνθεσηprotein synthesisΑνθρωπολογία
πτέρναcalcaneusΑνθρωπολογία
πτωχόςpoorΑνθρωπολογία
πυκνότηταdensityΑνθρωπολογία
πυριτίωσηsilicosisΑνθρωπολογία
ραδιάνθρακαςradio-carbonΑνθρωπολογία
ραφήsutureΑνθρωπολογία
ραχίτιδαrachitisricketsΑνθρωπολογία
ριζορρίνιοnasionΑνθρωπολογία
ρινικόςnasalΑνθρωπολογία
ΡίσσιοςRissΑνθρωπολογία
ρίψηthrowingdroppingΑνθρωπολογία
ρούχοgarmentΑνθρωπολογία
ρύθμισηadjustmentΑνθρωπολογία
ρυθμόςrateΑνθρωπολογία
ρύπανσηpollutionΑνθρωπολογία
σαβάναsavannaΑνθρωπολογία
σάλπιγγαωαγωγόςsalpinxΑνθρωπολογία
σάρκαfleshΑνθρωπολογία
σειράseriesΑνθρωπολογία
σεξουαλικόςφυλετικόςsexualphyleticΑνθρωπολογία
σημαντήςmarkerΑνθρωπολογία
σιμόμετροsimometerΑνθρωπολογία
σιτάριwheatΑνθρωπολογία
σκαλοπάτικατώφλιthresholdΑνθρωπολογία
σκελετόςskeletonΑνθρωπολογία
σκολίωσηscoliosisΑνθρωπολογία
σοδειάcropΑνθρωπολογία
σπηλιάcaveΑνθρωπολογία
σπλαγχνοκράνιοπροσωπικό κρανίοsplachnocraniumΑνθρωπολογία
σπλάχναbowelsentrailsΑνθρωπολογία
σπονδυλόζωοvertebrateΑνθρωπολογία
σπόνδυλοςvertebraΑνθρωπολογία
σπονδύλωσηspondylosisΑνθρωπολογία
στενοπυελίαΑνθρωπολογία
στενωμίαΑνθρωπολογία
στέρησηdeprivationΑνθρωπολογία
στέρνοsternumΑνθρωπολογία
στεφανιαίαμετωποβρεγματικήcoronalΑνθρωπολογία
στήθοςchestbreastΑνθρωπολογία
στολίδιdecorationΑνθρωπολογία
στόμαmouthΑνθρωπολογία
στρώμαlayerstratumΑνθρωπολογία
στρωματογραφίαstratigraphyΑνθρωπολογία
συγχρωτισμόςassociation withΑνθρωπολογία
συμμετρίαsymmetryΑνθρωπολογία
σύμμετροςsymmetricΑνθρωπολογία
συμπεριφοράbehaviorΑνθρωπολογία
συμπεριφορικόςbehavioralΑνθρωπολογία
συμπιεστικόςcompressiveΑνθρωπολογία
συμπροσαρμοσμένοςco-adaptedΑνθρωπολογία
σύμπτωμαsymptomΑνθρωπολογία
σύμφυσηsymphysisΑνθρωπολογία
συνάρτησηfunctionΑνθρωπολογία
σύνδεσμοςligamentΑνθρωπολογία
συνεισφοράcontributionΑνθρωπολογία
συνεργικόςsynergisticΑνθρωπολογία
συντελεστήςcoefficientΑνθρωπολογία
συντηρημένοςpreservedΑνθρωπολογία
συντηρώδιαιωνίζωperpetuateΑνθρωπολογία
συνωστισμόςcrushΑνθρωπολογία
συσσώρευσηaccumulationΑνθρωπολογία
συσχέτισηcorrelationΑνθρωπολογία
συφιλίδαtreponematosisΑνθρωπολογία
συχνότηταfrequencyΑνθρωπολογία
σφεντόναslingΑνθρωπολογία
σφραγίδαhallmarkΑνθρωπολογία
σχέσησυγγένειαaffinityrelevanceΑνθρωπολογία
σχετικόςrelativeΑνθρωπολογία
σωλήναςcanalΑνθρωπολογία
σωματικόςsomaticΑνθρωπολογία
σωματομεδίνηsomatomedinΑνθρωπολογία
ΣωματομετρίαSomatometryΑνθρωπολογία
σωματομετρικόςsomatometricΑνθρωπολογία
σωματοσκοπίαsomatoscopyΑνθρωπολογία
σωματότυποςsomatotypeΑνθρωπολογία
σωματώδηςheavyΑνθρωπολογία
ταξινόμησηclassificationΑνθρωπολογία
ταξινομικήdiscriminantΑνθρωπολογία
ταρίχευσηpreservationΑνθρωπολογία
τάσηtendencytrendΑνθρωπολογία
ταυτοποίησηαναγνώρισηpersonal identificationΑνθρωπολογία
ταφήburialΑνθρωπολογία
ΤαφονομίαTaphonomyΑνθρωπολογία
τελετουργικόςritualΑνθρωπολογία
τένονταςtendonΑνθρωπολογία
τερηδόναcariesΑνθρωπολογία
τεστοστερόνηtestosteroneΑνθρωπολογία
τέφραashesΑνθρωπολογία
τεχνητόςartificialΑνθρωπολογία
τεχνολογικόςtechnologicalΑνθρωπολογία
τεχνούργημαartifactΑνθρωπολογία
τηκτίτηςtektiteΑνθρωπολογία
τοκετόςlaborΑνθρωπολογία
τομέαςκοπτήραςincisorΑνθρωπολογία
τοξικόςtoxicΑνθρωπολογία
τοξότηςarcherΑνθρωπολογία
τοπικόςlocalΑνθρωπολογία
τούνδραtundraΑνθρωπολογία
τουρτουρίζωριγώshiverΑνθρωπολογία
τραύμαtraumaΑνθρωπολογία
τραχείαtracheaΑνθρωπολογία
τρέξιμοrunningΑνθρωπολογία
τρήμαapertureforamenΑνθρωπολογία
τρηματώδηςflukeΑνθρωπολογία
τροπικόςtropictropicalΑνθρωπολογία
τροφήboardnourishmentΑνθρωπολογία
τροχαντήραςtrochanterΑνθρωπολογία
τρυπανισμόςtrepanationtrephinationΑνθρωπολογία
τυπολογικόςtypologicΑνθρωπολογία
τύποςtypeΑνθρωπολογία
τύρφηpeatΑνθρωπολογία
τυχαίαrandomlyΑνθρωπολογία
τυχαίοςrandomΑνθρωπολογία
υγείαhealthΑνθρωπολογία
υγρασίαhumidityΑνθρωπολογία
υδρατμόςvaporΑνθρωπολογία
υοειδέςhyoid boneΑνθρωπολογία
υπανάπτυκτοςunderdevelopmentΑνθρωπολογία
υπέρβαροςoverweightΑνθρωπολογία
υπεργλυκαιμίαhyperglykemiaΑνθρωπολογία
υπερέκτασηhyperextensionΑνθρωπολογία
υπερθυρεοειδισμόςhyperthyroidismΑνθρωπολογία
υπερινσουλινισμόςinsulinismΑνθρωπολογία
υπεριώδηςultra-violetΑνθρωπολογία
υπεροστικόςhyperostoticΑνθρωπολογία
υπερπλασίαhyperplasiaΑνθρωπολογία
υπερτροφίαhypertrophyΑνθρωπολογία
υπερώιοςpalatalmaxillaryΑνθρωπολογία
υπνόσακοςsleeping bagΑνθρωπολογία
υπογλυκαιμίαhypoglycemiaΑνθρωπολογία
υποδόριοςsubcutaneoushypodermalΑνθρωπολογία
υποδοχέαςreceptorΑνθρωπολογία
υποθυρεοειδισμόςhypothyroidismhypothyroidΑνθρωπολογία
υπολείμματαθραύσματαdebrisΑνθρωπολογία
υπολειπόμενοςrecessiveΑνθρωπολογία
υπομόχλιοfulcrumΑνθρωπολογία
υποξίαhypoxiahypoxiationΑνθρωπολογία
υποσιτισμόςυποθρεψίαundernutritionundernourishmentΑνθρωπολογία
υποστικόςhypostoticΑνθρωπολογία
υπόστρωμαsubstratumΑνθρωπολογία
υπόφυσηhypophysisΑνθρωπολογία
υποχόνδριοςhypochondriacΑνθρωπολογία
υπτιασμόςsupinationΑνθρωπολογία
υπτιαστήςsupinatorΑνθρωπολογία
ύπτιοςsupineΑνθρωπολογία
υφαντήςυφαντουργόςweaverΑνθρωπολογία
υψικρανίαΑνθρωπολογία
ύψιστοςparamountΑνθρωπολογία
υψόμετροaltitudeΑνθρωπολογία
φαινοτυπικόςphenotypicΑνθρωπολογία
φαινότυποςphenotypeΑνθρωπολογία
φάλαγγαphalanxΑνθρωπολογία
φάρυγγαςpharynxΑνθρωπολογία
φασόλιbeanΑνθρωπολογία
φατνίοalveolusΑνθρωπολογία
φαύλοςviciousΑνθρωπολογία
φθινόπωροautumnΑνθρωπολογία
φθοράattritionabrasionΑνθρωπολογία
φθοριοαπατίτηςfluorapatiteΑνθρωπολογία
φλέβαveinΑνθρωπολογία
φορέαςvectorΑνθρωπολογία
φράγμαbarrierΑνθρωπολογία
φυλήraceΑνθρωπολογία
φύλοsexΑνθρωπολογία
φυμάτιοcusptubercle3611
φυματίωσηtuberculosisΑνθρωπολογία
φύσηnatureΑνθρωπολογία
Φυσικο-ανθρωπολόγοςPhysical AnthropologistΑνθρωπολογία
φυσικόςnaturalΑνθρωπολογία
φυσιολογικόςphysiologicalΑνθρωπολογία
φώνησηvocalizationΑνθρωπολογία
χαμαίκρανοςchamecranicΑνθρωπολογία
χαρακτήραςcharacterΑνθρωπολογία
χαρακτηριστικόγνώρισμαtraitfeatureΑνθρωπολογία
χάρτηςmapΑνθρωπολογία
χειμώναςwinterΑνθρωπολογία
χειρισμόςmanagementmanipulationΑνθρωπολογία
χειρωνακτικόςmanualΑνθρωπολογία
χλωρίδαfloraΑνθρωπολογία
χολόλιθοςchololithΑνθρωπολογία
χόνδρινοςcartilaginousΑνθρωπολογία
χονδρογένεσηchondrogenesisΑνθρωπολογία
χόνδροςcartilageΑνθρωπολογία
χορευτήςdancerΑνθρωπολογία
χόριοhypodermischorionΑνθρωπολογία
χορτοφάγοςvegetarianΑνθρωπολογία
χρονολογίαdateΑνθρωπολογία
χρωστικέςχρώματαpigmentsΑνθρωπολογία
χυμικόςhumoralΑνθρωπολογία
χωρητικότηταcapacityΑνθρωπολογία
ψηλόςtallΑνθρωπολογία
ψοϊτηςpsoasΑνθρωπολογία
ψυχρόςfrigidΑνθρωπολογία
ωλέκρανοolecranonΑνθρωπολογία
ωλένηulnaΑνθρωπολογία
ωλενικόςulnarΑνθρωπολογία
ωμοπλάτηscapulaΑνθρωπολογία
ώμοςshoulderΑνθρωπολογία
ωογένεσηoogenesisΑνθρωπολογία
ωοειδήςovoidΑνθρωπολογία
ωοθήκηovaryΑνθρωπολογία
ωρίμανσηmaturationΑνθρωπολογία
ωρινάκιοςaurignacianΑνθρωπολογία
ωτιαίοςoticauditoryΑνθρωπολογία
αβεβαιότηταuncertaintyΟικονομία
αγαθάgoodsΟικονομία
αγαθόgoodΟικονομία
αγοράmarketΟικονομία
αγοραστήςbuyerΟικονομία
αγροτουρισμόςagro-tourismΟικονομία
άθροισμαsumΟικονομία
ακαθάριστοgrossΟικονομία
αλλαγώνchangesΟικονομία
αμερόληπτοςunbiased
αμεροληψίαimpartialitylack of biasΟικονομία
αμοιβήμισθόςsalarywageΟικονομία
ανάθεσηentrustingΟικονομία
ανάκαμψηrecoveryΟικονομία
ανακατανομήαναδιανομήredistributionΟικονομία
αναλογίαratioΟικονομία
αναλογίεςproportionsΟικονομία
ανάλυσηanalysisΟικονομία
αναπλήρωσηreplacementΟικονομία
αναποτελεσματικότηταinefficiencyΟικονομία
αναπροσανατολισμόςre-orientationΟικονομία
αναπροσαρμογήadjustmentΟικονομία
ανάπτυξηdevelopmentgrowthΟικονομία
ανατίμησηrevaluationΟικονομία
αναψυχήentertainmentΟικονομία
ανεργίαunemploymentΟικονομία
άνεργοςunemployedΟικονομία
ανηγμένηλυμένηreducedstatistical form of the systemΟικονομία
ανθρακωρυχείαminesΟικονομία
ανταγωνισμόςcompetitionΟικονομία
ανταγωνιστικότηταcompetitivenessΟικονομία
ανταλλάξιμοςtradableΟικονομία
αντικατάστασηreplacementΟικονομία
αντιπραγματισμόςεμπράγματη ανταλλαγήbarter tradeΟικονομία
αντιστάθμισηcounter tradeoffsettingΟικονομία
αντιστάθμισμαcompensationΟικονομία
αντίφασηcontradictionΟικονομία
αντιφατικότηταcontradictoryΟικονομία
αξίαvalueΟικονομία
απασχόλησηemploymentΟικονομία
αποβιομηχανοποίησηdeindustrializationΟικονομία
απογραφήcensusΟικονομία
απόδοσηreturnΟικονομία
αποδοτικότηταcapacityΟικονομία
αποζημίωσηcompensationΟικονομία
αποικιοκρατικόςcolonialistcolonialΟικονομία
αποπληθωριστήςdeflatorΟικονομία
απορύθμισηαποικοδόμηση αποικοδόμηση των κρατικών ρυθμίσεων"16
απόσβεσηdepreciationΟικονομία
από-συγκέντρωσηδιασποράde-concentrationspreadingΟικονομία
αποταμίευσηsavingΟικονομία
αποτέλεσμαresultΟικονομία
αποτελεσματικότηταefficiencyΟικονομία
αριθμοδείκτηςnumber indexindex numberΟικονομία
ασφάλειαsecurityΟικονομία
ασφάλειεςinsuranceΟικονομία
ατομικισμόςindividualismΟικονομία
αυτοαπασχόλησηαυταπασχόλησηself-employmentΟικονομία
αυτοαπασχολούμενοςself-employedΟικονομία
αυτοσυνδιακύμανσηauto-covarianceΟικονομία
αυτοσυσχέτισηautocorrelationserial correlationΟικονομία
βήματόπος δημόσιας συζήτησηςforumΟικονομία
βιομηχανίαindustryΟικονομία
βιοτεχνίαmanufacturingΟικονομία
βιωσιμότηταviabilityΟικονομία
γεωργίαagricultureΟικονομία
γραμμικόςlinearΟικονομία
γραμμικότηταlinearityΟικονομία
δάνειοloanΟικονομία
δεδομέναdataΟικονομία
δείκτηςindexΟικονομία
δημογραφικόςdemographicΟικονομία
δημοσιονομίαpublic financeΟικονομία
διαιρούμαιdivideΟικονομία
διακύμανσηfluctuationvarianceΟικονομία
διαρθρωτικόςstructuralΟικονομία
διάστημαperiodΟικονομία
διαφήμισηadvertisementΟικονομία
διαφθοράcorruptionΟικονομία
διαφοροποίησηdifferentiationΟικονομία
διάχυσηdiffusionΟικονομία
διεθνικόςtransnationalΟικονομία
διεθνοποίησηinternationalizationΟικονομία
διείσδυσηpenetrationΟικονομία
διεκδικήσιμοςcontestableΟικονομία
διπολικότηταdipolarityΟικονομία
εγγενήςinherentΟικονομία
εγχώριοςdomesticΟικονομία
εθνικοποίησηnationalizationΟικονομία
εισαγωγέαςimporterΟικονομία
εισαγωγέςimportsΟικονομία
εισοδηματικόςincomeΟικονομία
εισροήσυντελεστήςinputinflowΟικονομία
εκβιομηχάνισηindustrializationΟικονομία
εκπαίδευσημόρφωσηeducationΟικονομία
εκροήoutputoutflowΟικονομία
εκσυγχρονισμόςmodernisationmodernizationΟικονομία
εκτίμησηestimationΟικονομία
εκτίμησηmeasureΟικονομία
εκτιμητήςestimatorΟικονομία
εκχώρησηconcessionΟικονομία
ελαστικότηταelasticityΟικονομία
έλλειμμαdeficitΟικονομία
εμπορευματισμόςmercantilismΟικονομία
εμπορίαmarketingΟικονομία
εμπόριοtradeΟικονομία
εναρμόνισηharmonizationΟικονομία
ενδο-περιφερειακώςinter-regionalΟικονομία
ενδύματαclothesΟικονομία
ένδυσηclothingΟικονομία
ενεργητικόassetsΟικονομία
ενεργοβόροςpower hungryΟικονομία
ενοίκιοrentΟικονομία
ενσωμάτωσηintegrationincorporationΟικονομία
ένταξηadhesionΟικονομία
εξαγοράtake overΟικονομία
εξαγωγέςexportsΟικονομία
εξειδίκευσηspecialisationΟικονομία
έξοδαexpendituresΟικονομία
εξοπλισμόςequipmentΟικονομία
εξορθολογισμόςrationalizationΟικονομία
εξυγίανσηsanitationΟικονομία
εξωτερίκευσηexternalizationΟικονομία
επάγγελμαjobprofessionΟικονομία
επαγγελματικόςjobΟικονομία
επαναδιαπραγμάτευσηrenegotiationΟικονομία
επανακοστολόγησηre-costingΟικονομία
επανασχεδιασμόςre-engineeringΟικονομία
επανεκτίμησηre-estimationΟικονομία
επανίδρυσηre-establishmentΟικονομία
επένδυσηinvestmentΟικονομία
επενδύωinvestΟικονομία
επίβλεψηsupervisionΟικονομία
επιδότησηεπίδομαsubsidyΟικονομία
επικεντρώνωconcentrateΟικονομία
επικοινωνίαcommunicationΟικονομία
επιταχυντήςacceleratorΟικονομία
ΕπιτροπήCommitteeΟικονομία
επιχειρηματίαςentrepreneurΟικονομία
επιχείρησηenterprisebusinessΟικονομία
εργαζόμενοςemployeeΟικονομία
εργασίαlabourΟικονομία
εργατώρεςman-hoursΟικονομία
εργοδότηςemployerΟικονομία
εργοστάσιοfactoryΟικονομία
ερμηνείαinterpretationΟικονομία
έσοδοrevenueΟικονομία
εσωτερίκευσηinternalizationΟικονομία
ετεροσκεδαστικότηταheteroskedasticityΟικονομία
ευημερίαwelfareΟικονομία
ευκαιρίαopportunityΟικονομία
ευρεσιτεχνίαpatentΟικονομία
εφαρμογήimplementationΟικονομία
ζημιογόνοςlose producingΟικονομία
ζήτησηdemandΟικονομία
ηλικίαageΟικονομία
θεσμόςinstitutionΟικονομία
ιδιωτικοποίησηprivatizationΟικονομία
ιδιωτικόςprivateΟικονομία
ίδρυμαinstituteΟικονομία
ιεραρχίαhierarchyΟικονομία
ικανοποιητικόςsufficientΟικονομία
ισολογισμόςbudget-sheetΟικονομία
ισορροπημένοςweightedΟικονομία
ισορροπίαequilibriumΟικονομία
καθαρόςnetΟικονομία
καθετοποίησηvertical integrationΟικονομία
καινοτομίαinnovationΟικονομία
καπνοβιομηχανίαtobaccoΟικονομία
κατάλοιποresidualΟικονομία
κατανάλωσηconsumptionΟικονομία
καταναλωτήςconsumerΟικονομία
κατανομήdistributionΟικονομία
κέρδοςprofitΟικονομία
κερδοφόραprofitabilityΟικονομία
κεφαλαιαγοράstock marketΟικονομία
κεφάλαιοcapitalΟικονομία
κεφαλαιοποίησηcapitalizationΟικονομία
κινητικότηταmobilityΟικονομία
κοιλότηταconcavityΟικονομία
κοινωνίαsocietyΟικονομία
κορεσμόςsaturationΟικονομία
κόστοςcostΟικονομία
κράτοςstateΟικονομία
κρίσηcrisisΟικονομία
κυβερνητικόςκρατικόςgovernmentalΟικονομία
κυρώσειςsanctionsΟικονομία
λειτουργικότηταfunctionalityΟικονομία
λιπαντικόlubricantΟικονομία
λογιστικόςaccountingΟικονομία
μακρομέγεθοςaggregate variableΟικονομία
μακροοικονομικόςmacroeconomicsΟικονομία
μακροπρόθεσμοςlong-termΟικονομία
μεγέθυνσηenlargementΟικονομία
μεγιστοποίησηmaximizationΟικονομία
μέθοδοςmethodologyΟικονομία
μερίδιοshareΟικονομία
μέρισμαdividendΟικονομία
μεροληψίαbiasedΟικονομία
μέσονmeansΟικονομία
μεσοπρόθεσμαmedium-termΟικονομία
μεταβλητήvariableΟικονομία
μεταβολήchangeΟικονομία
μετάδοσηtransmissionΟικονομία
μετανάστευσηimmigrationmigrationΟικονομία
μεταφοράtransportationΟικονομία
μέτρησηmeasurementΟικονομία
μέτροmeasureΟικονομία
μη-ισοσταθμισμένοςnon-weightsΟικονομία
μικρό-αγοράmicro-marketΟικονομία
μικροοικονομικόςmicroeconomicsΟικονομία
μνημόνιοmemorandumΟικονομία
μονοπώλιοmonopolyΟικονομία
μοντέλοmodelΟικονομία
νεομερκαντιλισμόςneomercantilismΟικονομία
νεωτερισμόςinnovationΟικονομία
νοικοκυριόhouseholdΟικονομία
νομιμοποίησηlegalizationΟικονομία
νόμισμαcurrencyΟικονομία
ξαναπαρουσιάζωrepresentΟικονομία
οικονομετρίαeconometricsΟικονομία
οικονομίαeconomyΟικονομία
οικονομολόγοςeconomistΟικονομία
ολιγοπώλιοoligopolyΟικονομία
ομόλογοbank bondbondΟικονομία
οργανισμόςorganizationΟικονομία
οργάνωσηorganisationΟικονομία
ορυχείαminingΟικονομία
ορυχεία-λατομείαmining and quarryingΟικονομία
παγκοσμιοποίησηglobalizationΟικονομία
παθητικόliabilityΟικονομία
παραγγελιοδότηςdonneur d΄ ordresΟικονομία
παραγοντοποίησηfactorizationΟικονομία
παραγωγήproductionΟικονομία
παραγωγικότηταproductivityΟικονομία
παραγωγόςproducerΟικονομία
παραδοχήassumptionΟικονομία
παράμετροςparameterΟικονομία
παράρτημαappendixΟικονομία
παρέμβασηinterventionΟικονομία
περιοδοποίησηperiodicityΟικονομία
περιορισμόςrestrictionΟικονομία
πετρέλαιοpetroleumΟικονομία
πίνακαςμήτραmatrixΟικονομία
πίνακαςtableΟικονομία
πλεόνασμαsurplusΟικονομία
πληθυσμόςpopulationΟικονομία
πληθωρισμόςinflationΟικονομία
πληρωμήεξόφλησηpaymentsettlementΟικονομία
ποιότηταqualityΟικονομία
πολλαπλασιαστήςmultiplierΟικονομία
πολυμερήςmultilateralΟικονομία
πολύ-μεταβλητήmulti variableΟικονομία
πολυσυγγραμμικότηταmulticollinearityΟικονομία
πολυψευδομεταβλητέςmultidummiesΟικονομία
πόροςresourceΟικονομία
ποσοστόpercentageΟικονομία
ποσόστωσηquotaΟικονομία
ποσότηταquantityΟικονομία
ποσοτικοποιήσιμοςquantifiableΟικονομία
πρόβλεψηforecastingΟικονομία
προγραμματισμόςprogrammingΟικονομία
προϊόνproductΟικονομία
προκαταβολήadvanceΟικονομία
προμηθευτήςsupplierΟικονομία
προσαρμογήadjustmentΟικονομία
προσαρμόζωadjustΟικονομία
προσδιορισμόςdeterminationΟικονομία
προσέγγισηapproximationΟικονομία
προσελκυστικότηταattractivityΟικονομία
πρόσοδοςrentΟικονομία
προσομοίωσηsimulationΟικονομία
προσόνqualificationΟικονομία
προστατευτισμόςprotectionismΟικονομία
προσφοράofferΟικονομία
προσφοράsupplyΟικονομία
προϋπόθεσηassumptionΟικονομία
προϋπολογισμόςbudgetΟικονομία
πτώχευσηbankruptcyΟικονομία
πωλήσειςsalesΟικονομία
πωλητήςsellerΟικονομία
ρύθμισηregulationΟικονομία
σκοπόςobjectiveΟικονομία
σταθερόςconstantΟικονομία
σταθμάweightsΟικονομία
στασιμοπληθωρισμόςstagflationΟικονομία
στασιμότηταstagnationΟικονομία
στεγανότηταimpermeabilityΟικονομία
στόχοςtargetgoalΟικονομία
συγκέντρωσηconcentrationbuild upΟικονομία
σύγκλισηconvergenceΟικονομία
συγκρίνωcompareΟικονομία
συγκυρίαcoincidenceΟικονομία
συγχώνευσηmergerΟικονομία
συλλογικόςcollectiveΟικονομία
συμβατότηταcompatibilityΟικονομία
συμμετρικόςsymmetricΟικονομία
συμπέρασμαconclusionΟικονομία
συναίνεσηconsensusΟικονομία
συναλλαγήexchangeΟικονομία
συναρμοδιότηταco - competenceΟικονομία
συνδιακύμανσηcovarianceΟικονομία
συνδρομητήςsubscriberΟικονομία
συνεισφοράσυμβολήcontributionΟικονομία
συν-εργολαβίαco-contractingΟικονομία
σύνθεσηsynthesisΟικονομία
συνθήκηconditionΟικονομία
συνολοκλήρωσηco-integrationΟικονομία
συσσώρευσηaccumulationΟικονομία
συστατικόcomponentΟικονομία
συσχέτισηcorrelationΟικονομία
σχεδιασμόςplanningΟικονομία
ταξινόμησηclassificationΟικονομία
τάσηtrendΟικονομία
ταυτοποίησηidentificationΟικονομία
ταυτότηταidentityΟικονομία
τεχνογνωσίαknow-howknow howΟικονομία
τεχνολογίαtechnologyΟικονομία
τηλεπικοινωνίεςtelecommunicationsΟικονομία
τιμήpriceΟικονομία
τόκοςεπιτόκιοinterest rateinterestΟικονομία
τομεακόςsectoralΟικονομία
τομέαςsectorΟικονομία
τουρισμόςtourismΟικονομία
τράπεζαbankΟικονομία
τραπεζογραμμάτιοbank noteΟικονομία
τροποποίησηamendmentΟικονομία
ΤΤΔΕSITCΟικονομία
τυποποιημένοςstandardizedΟικονομία
υγείαhealthΟικονομία
υπανάπτυξηunderdevelopmentΟικονομία
υπεργολαβίαsubcontractingsubcontractΟικονομία
υπεργολάβοςsubcontractorΟικονομία
υπερεκτίμησηoverestimationΟικονομία
υπερ-επένδυσηover-investmentΟικονομία
υπερκαταναλωτισμόςexcess consumptionΟικονομία
υπερτιμολόγησηinvoice with overvaluationΟικονομία
υπηρεσίαserviceΟικονομία
υποαπασχόλησηunderemploymentΟικονομία
υποβάθμισηdegradationΟικονομία
υποδήματαshoesΟικονομία
υποδομήinfrastructureΟικονομία
υποεκτίμησηunderestimationΟικονομία
υπο-επένδυσηunder-investmentΟικονομία
υπόθεσηhypothesisΟικονομία
υποκατάστατοsubstituteΟικονομία
υπολογίζωestimateΟικονομία
υποπερίοδοςsub-periodsub periodΟικονομία
υποσύνολοsubtotalΟικονομία
υποτίμησηdevaluationdepreciationΟικονομία
υπουργείοministryΟικονομία
υφαντουργίαtextilesΟικονομία
ύφεσηrecessionΟικονομία
φοροαπαλλαγήtax exemptionΟικονομία
φορολογίαtaxationΟικονομία
φορολογούμενοςtax payerΟικονομία
φόροςτέλοςtaxtariffΟικονομία
φύλοsexΟικονομία
χαλάρωσηrelaxationΟικονομία
χειροτέρευσηdeteriorationΟικονομία
χι-τετράγωνοchi-squareΟικονομία
χονδρεμπόριοwhole sailΟικονομία
χρεοκοπημένοςbankruptΟικονομία
χρήμαmoneyΟικονομία
χρηματαγοράfinancial marketmoney marketΟικονομία
χρηματοδότησηfinancingΟικονομία
χρηματοοικονομικόςfinancialΟικονομία
χωροταξίαland planningΟικονομία
ψευδομεταβλητέςdummy variablesΟικονομία
αγκυροβόλησηanchorageΔίκαιο
αγοραστήςpurchaserΔίκαιο
αγωγήactionlawsuitΔίκαιο
άδειαlicencepermitΔίκαιο
αδημοσίευτοςnot yet publishednot publishedΔίκαιο
αδιακρίτωςwithout discriminationwithout distinctionΔίκαιο
αδίκημαcrimeΔίκαιο
αδικοπραξίαtortΔίκαιο
αζημίωςwithout compensationΔίκαιο
αίρεσηconditionprovisoΔίκαιο
αίτημαrequestΔίκαιο
αίτησηapplicationΔίκαιο
αιτίαcauseΔίκαιο
αιτιάσειςreproachesaccusationsΔίκαιο
αιτιολογίαreasoninggroundsΔίκαιο
αιτώνapplicantΔίκαιο
ακίνηταreal estateΔίκαιο
ακρόασησυνάντησηhearingΔίκαιο
άκυροςnull and voidΔίκαιο
ακυρότηταvoidnessnullityΔίκαιο
αλληλασφάλισηmutual insuranceΔίκαιο
αλλοδαπόςnon-nationalforeignerΔίκαιο
αλλοτριώνωto alienateΔίκαιο
αλυσιτελήςuselessΔίκαιο
αμέλειαnegligenceΔίκαιο
άμεσοςdirectΔίκαιο
αμοιβήremunerationΔίκαιο
άμυναdefenseΔίκαιο
αναγγελίαdeclarationnotificationΔίκαιο
αναγκαίοςαπαραίτητοςnecessaryΔίκαιο
αναγνωρίζωto recognizeΔίκαιο
αναδρομικάretroactivelyretrospectivelyΔίκαιο
αναθέτωto assignΔίκαιο
αναθεώρησηrevisionreviewΔίκαιο
αναθεωρώto reviseto reformΔίκαιο
αναιρεσείουσαappellantΔίκαιο
αναιρώto revokeΔίκαιο
αναιτιολόγητοςnot reasonedunmotivatedΔίκαιο
αναιτιολογήτωςwithout justificationΔίκαιο
ανάκλησηrevocationΔίκαιο
ανακοίνωσηcommunicationΔίκαιο
ανακοπήoppositioncaveatΔίκαιο
ανάληψηtaking-upΔίκαιο
αναλογικότηταproportionalityΔίκαιο
ανάλογοςproportionateproportionalΔίκαιο
ανάλυσηanalysisΔίκαιο
ανανέωσηrenewalΔίκαιο
αναξιοπλοΐαunseaworthinessΔίκαιο
αναξιόχρεωςinsolventΔίκαιο
αναπαραγωγήreproductionΔίκαιο
αναπληρωματικόsupplementaryΔίκαιο
ανάπτυξηdevelopmentΔίκαιο
αναρμοδιότηταlack of competenceΔίκαιο
ανενεργόςnon validΔίκαιο
ανεπιφύλακταwithout reservationΔίκαιο
ανεπιφύλακτηunconditionalΔίκαιο
ανεύθυνοdischarge of liabilityΔίκαιο
ανταγωνισμόςcompetitionΔίκαιο
ανταγωνιστήςcompetitorΔίκαιο
ανταλλαγήexchangeΔίκαιο
αντάλλαγμαexchangeΔίκαιο
ανταλλακτικάspare partsreplacement partsΔίκαιο
ανταπόδειξηcounter-proofΔίκαιο
αντασφάλισηreinsuranceΔίκαιο
αντασφαλιστήςreinsurerΔίκαιο
αντιβαίνωto be contraryΔίκαιο
αντιγραφέαςimitatorcopyistΔίκαιο
αντιγραφήreproductionimitationΔίκαιο
αντικαθιστώμαιto be replacedΔίκαιο
αντικειμενικοποίησηan objective character is gradually conferredΔίκαιο
αντίκλητοςattorneyΔίκαιο
αντιπροσωπευόμενοςprincipalΔίκαιο
αντιπρόσωποςrepresentativeagentΔίκαιο
αντιστάθμισμαcompensationcounter-balanceΔίκαιο
αντιστοιχίαcorrespondenceΔίκαιο
αντίστοιχοςcorrespondingcomparableΔίκαιο
αντισυμβαλλόμενοςcounter contracting partyΔίκαιο
αντισυνταγματικόunconstitutionalΔίκαιο
αντισυνταγματικόςcontrary to the ConstitutionΔίκαιο
αντισυνταγματικότηταunconstitutionalityΔίκαιο
ανυπαίτιοςwithout faultwithout culpabilityΔίκαιο
αξιολόγησηevaluationΔίκαιο
αξιοπιστίαcredibilityΔίκαιο
αξίωμαaxiompostulateΔίκαιο
αξιώνωto claimΔίκαιο
αξίωσηdemandclaimΔίκαιο
αόριστοςvagueΔίκαιο
απαγορεύεταιit is prohibitedit is forbiddenΔίκαιο
απαγόρευσηprohibitionΔίκαιο
απαγορεύωto prohibitΔίκαιο
απαίτησηclaimΔίκαιο
απαλλάσσωto exemptΔίκαιο
απαλλοτρίωσηalienationexpropriationΔίκαιο
απαράδεκτηinadmissibleΔίκαιο
απασχόλησηoccupationemploymentΔίκαιο
απέλασηdeportationΔίκαιο
αποδεικνύωto proveto demonstrateΔίκαιο
απόδειξηαποδεικτικό υλικόevidenceproofΔίκαιο
απόδημοςimmigrantΔίκαιο
αποζημίωσηcompensationindemnityΔίκαιο
αποθεματικάreservesΔίκαιο
αποθήκευσηstoringstorageΔίκαιο
αποκεντρωμένοςdecentralisedΔίκαιο
αποκέντρωσηdecentralisationΔίκαιο
αποκλειστικάexclusivelyΔίκαιο
απομίμησηcounterfeitingΔίκαιο
απονέμωto grantto awardΔίκαιο
απορρέωto resultΔίκαιο
απορρίπτωto rejectto dismissΔίκαιο
απορρύθμισηderegulationΔίκαιο
αποστολήmissionΔίκαιο
απόφαση παράγωγο δίκαιο της Κοινότητας"12
απόφοιτοςgraduateΔίκαιο
άποψηviewΔίκαιο
απώλειαlossΔίκαιο
άρθροarticleΔίκαιο
αρμόδιοςcompetentΔίκαιο
αρμοδιότηταjurisdictioncompetenceΔίκαιο
αρμοδιότητεςcompetencesΔίκαιο
αρραβώναςearnestΔίκαιο
αρχέςauthoritiesΔίκαιο
αρχήprincipleΔίκαιο
άσκησηpursuitΔίκαιο
ασκώto pursueΔίκαιο
ασφάλισμαinsurance amountinsurance sumΔίκαιο
ασφαλισμένοςασφαλισθείςinsured personΔίκαιο
ασφαλιστήριοinsurance contractΔίκαιο
ασφαλιστήςinsurerΔίκαιο
ασφάλιστροpremiumΔίκαιο
ατομικότηταdistinctivenessΔίκαιο
άτυπαinformallyΔίκαιο
ατύχημαaccidentΔίκαιο
αυθαίρεταin an arbitrary wayΔίκαιο
αυτεπαγγέλτωςex officioΔίκαιο
αυτοαπασχόλησηself-employmentΔίκαιο
αυτοδικαίωςipso jureby rightΔίκαιο
αυτοδιοίκησηself-administrationself-governmentΔίκαιο
αυτοδιοικούμενοself-governingΔίκαιο
αυτόνομαautonomouslyindependentlyΔίκαιο
αυτονομίαautonomyΔίκαιο
βάσειby virtue ofon the basis ofΔίκαιο
βελτίωσηimprovementΔίκαιο
βιβλιογραφίαbibliographyΔίκαιο
βλάβηdamageΔίκαιο
ΒουλήParliamentΔίκαιο
γνωμοδότησηlegal opinionopinionΔίκαιο
γνωστοποίησηnotificationΔίκαιο
γυμνάσιοlower secondary schoolΔίκαιο
δανειστήςcreditorΔίκαιο
δαπανηρήexpensivecostlyΔίκαιο
δασμόςcustoms dutycustoms tariffΔίκαιο
δεδικασμένοres judicataΔίκαιο
δελτίοbulletinΔίκαιο
δεοντολογίαprofessional ethicsprofessional rulesΔίκαιο
δεσμεύομαιto be boundto be committedΔίκαιο
δεσμευτικόςbindingmandatoryΔίκαιο
δεσμεύωto bindΔίκαιο
δήμευσηconfiscationforfeitureΔίκαιο
δημιουργόςcreatorΔίκαιο
δημοκρατικόςdemocraticΔίκαιο
δημοπρασίαauctionΔίκαιο
δημοσίευσηpublicationΔίκαιο
Δημόσιοthe stateΔίκαιο
δημοσιονομικόςfiscalbudgetaryΔίκαιο
δημόσιοςpublicΔίκαιο
δημοσιότηταpublicityΔίκαιο
δημοψήφισμαreferendumΔίκαιο
διαδήλωσηmanifestationdemonstrationΔίκαιο
διαδικασίαprocedureΔίκαιο
διαδικαστικόςproceduralΔίκαιο
διάδικοςδιάδικο μέροςpartylitigantΔίκαιο
διαδοχήsuccessionΔίκαιο
διάδοχοςsuccessorΔίκαιο
διαζύγιοdivorceΔίκαιο
διαθήκηwilltestamentΔίκαιο
διαιτησίαarbitrationΔίκαιο
διακήρυξηdeclarationΔίκαιο
διακίνησηmovementΔίκαιο
διάκρισηdiscriminationdistinctionΔίκαιο
διακυβερνητισμόςintergovernmentalismΔίκαιο
διαλειτουργικότηταinteroperabilityΔίκαιο
διαμεσολάβησηmediationΔίκαιο
διανομέαςdistributordealerΔίκαιο
διανομήdistributionΔίκαιο
διαπραγμάτευσηnegotiationΔίκαιο
διάστασηdimensionparameterΔίκαιο
διασφαλίζωto guaranteeto safeguardΔίκαιο
διασχηματισμόςconfigurationΔίκαιο
διάταγμαdecreeΔίκαιο
διάταξηprovisionΔίκαιο
διατύπωσηformulationΔίκαιο
διαφήμισηadvertisingadvertisementΔίκαιο
διαχειριστήςmanageradministratorΔίκαιο
διδάκτοραςDoctor of PhilosophyΔίκαιο
δίδακτραschool feestuition feesΔίκαιο
διδασκαλίαteachinginstructionΔίκαιο
διδάσκωνεκπαιδευτικόςteacherinstructorΔίκαιο
διεθνήςinternationalΔίκαιο
διέπωto ruleto governΔίκαιο
διεύρυνσηenlargementextensionΔίκαιο
δίκαιοlawΔίκαιο
δικαιοδοσίαjurisdictionΔίκαιο
δικαιοδόχοςassignee of a rightΔίκαιο
δικαιοπραξίαjuridical actΔίκαιο
δικαιούμαιto be entitled toto have the right toΔίκαιο
δικαιούχοςownerΔίκαιο
δικαίωμαrightΔίκαιο
δικάσιμοςday of trialday of hearingΔίκαιο
δικαστήριοcourttribunalΔίκαιο
δικαστήςjudgeΔίκαιο
δίκηtrialhearingΔίκαιο
δικηγόροςlawyerbarristerΔίκαιο
δίκτυοnetworkΔίκαιο
διοίκησηadministrationmanagementΔίκαιο
διορίζωto appointto assignΔίκαιο
διορισμόςappointmentΔίκαιο
δίωξηprosecutionΔίκαιο
δόλοςwilful misconductguileΔίκαιο
δομήstructureΔίκαιο
δράσηactionΔίκαιο
δυναμικήdynamicsΔίκαιο
δυσανάλογοςdisproportionateout of proportionΔίκαιο
δωρίζωto donateΔίκαιο
εγγεγραμμένοςregisteredΔίκαιο
εγγραφήinscriptionregistrationΔίκαιο
έγγραφοdocumentΔίκαιο
εγγύησηguaranteewarrantyΔίκαιο
εγκατάλειψηabandonmentΔίκαιο
εγκατάστασηestablishmentΔίκαιο
έγκρισηapprovalΔίκαιο
έγκυροςvalidΔίκαιο
εδάφιοsentencesectionΔίκαιο
έδραseatΔίκαιο
εδρεύωto have one’s seatΔίκαιο
εθνικόςnationalΔίκαιο
έθνοςnationΔίκαιο
ΕιρηνοδικείοJustice of the Peacemagistrate's courtΔίκαιο
εισαγωγήimportΔίκαιο
εκδίδωto issueto publishΔίκαιο
εκδικάζωto judgeto tryΔίκαιο
εκδίκασηhearingΔίκαιο
εκδοχεύςassigneegranteeΔίκαιο
έκθεσηreportΔίκαιο
εκκαθαριστήςliquidatorΔίκαιο
εκκαλώνappellantΔίκαιο
εκκρεμοδικίαpendency of a lawsuitlis pendensΔίκαιο
εκναυλωτήςowner of a shipdisponent owner of a shipΔίκαιο
εκπαίδευσηeducationΔίκαιο
εκπληρώνωto accomplishto fulfilΔίκαιο
εκποίησηsaleΔίκαιο
εκποιώνsellerΔίκαιο
εκπρόθεσμαafter the expiry of the deadlineΔίκαιο
εκπρόσωποςrepresentativedelegateΔίκαιο
εκπροσωπώto representΔίκαιο
εκπροσωπώνrepresentingΔίκαιο
έκρηξηexplosionΔίκαιο
εκφόρτωσηdischargeunloadingΔίκαιο
έλεγχοςcontrolinspectionΔίκαιο
ελέγχωto controlto superviseΔίκαιο
ελευθερίαfreedomΔίκαιο
εμβέλειαrangeΔίκαιο
έμμεσοςindirectΔίκαιο
εμπίπτωto fall underΔίκαιο
εμπόδιοobstaclehindranceΔίκαιο
εμπόρευμαgoodmerchandiseΔίκαιο
εμπορίαmarketingtradeΔίκαιο
εμπόριοtradeΔίκαιο
έμποροςtradertradesmanΔίκαιο
εμφύλιοςcivil commotioncivil warΔίκαιο
ενάγομαιto be suedΔίκαιο
εναγόμενοςdefendantΔίκαιο
ενάγωνplaintiffapplicantΔίκαιο
εναρμονίζωto harmonizeΔίκαιο
εναρμόνισηharmonisationharmonizationΔίκαιο
ενδεικτικόςindicativeΔίκαιο
ενδομεταφοράcabotageintracommunity transportΔίκαιο
ενδοσυμβατικόςcontractualΔίκαιο
ενεργητικόassetΔίκαιο
ενίσχυσηreinforcementencouragementΔίκαιο
έννοιαnotionΔίκαιο
ενοποίησηintegrationunificationΔίκαιο
ένστασηobjectionpleaΔίκαιο
ενσωματώνωto embodyΔίκαιο
ένταξηaccessionentryΔίκαιο
εντόκωςwith interestΔίκαιο
εντολέαςmandatorprincipalΔίκαιο
εντολοδόχοςmandatoryassigneeΔίκαιο
ενώπιονbeforeΔίκαιο
εξαγγελίαproclamationdeclarationΔίκαιο
εξαγγέλλωto pronounceΔίκαιο
εξαγωγήexportΔίκαιο
εξαίρεσηexceptionderogationΔίκαιο
εξέλιξηdevelopmentΔίκαιο
εξέτασηexaminationΔίκαιο
εξουσίαpowerΔίκαιο
εξουσιοδότησηauthorizationauthorisationΔίκαιο
εξώδικοςextrajudicialΔίκαιο
εξωσυμβατικήextra-contractualΔίκαιο
επάγγελμαprofessionΔίκαιο
επανακοινοποιούμαιto be renotifiedΔίκαιο
επανένταξηreintegrationΔίκαιο
επεκτείνωto extendΔίκαιο
επενδύωto investΔίκαιο
επετηρίδαyearbookcalendarΔίκαιο
επιβάλλωto imposeΔίκαιο
επιβάρυνσηchargeΔίκαιο
επιβολήimpositioninflictionΔίκαιο
επίδικοςcontestedlitigiousΔίκαιο
επίδοσηserviceservingΔίκαιο
επιδότησηaidgrantΔίκαιο
επίδρασηinfluenceΔίκαιο
επικαλούμαιto invokeΔίκαιο
επικουρικότηταsubsidiarityΔίκαιο
επικουρικώςin an auxiliary wayin an ancillary wayΔίκαιο
επικράτειαterritoryΔίκαιο
επικυρώνομαιto be confirmedto be upheld12
επιμέλειαcustodyΔίκαιο
επιμελητήριοchamberΔίκαιο
επίπτωσηrepercussionΔίκαιο
επιστήμηscienceΔίκαιο
επιστημονικόςscientificΔίκαιο
επιταγήorderΔίκαιο
επιτάσσομαιto be ordered toΔίκαιο
επίτευξηachievementΔίκαιο
επιτόκιοinterest rateΔίκαιο
επιτροπείαguardianshipΔίκαιο
επιτροπήcommissioncommitteeΔίκαιο
ΕπιτροπήCommissionΔίκαιο
ΕπίτροποςCommissionerΔίκαιο
επιφύλαξηreservationΔίκαιο
επιχείρημαargumentΔίκαιο
επιχειρηματολογίαargumentationΔίκαιο
επιχείρησηundertakingΔίκαιο
επιχορήγησηfinancingΔίκαιο
εποπτείαsupervisionsurveillanceΔίκαιο
επωνυμίαtrade nameΔίκαιο
εργαζόμενοςworkerΔίκαιο
έρευναresearchΔίκαιο
ερμηνεύωto interpretΔίκαιο
εταιρείαεταιρίαcompanyfirmΔίκαιο
εταίροςpartnerΔίκαιο
ευθύνηliabilityΔίκαιο
εύλογοςreasonableΔίκαιο
ευρωπροϊόνEuroproductΔίκαιο
εφαρμογήυλοποίησηimplementationenforcementΔίκαιο
εφαρμόζωto implementto enforceΔίκαιο
έφεσηappealΔίκαιο
ΕφετείοCourt of AppealΔίκαιο
ΕφέτηςCourt of Appeal JudgeΔίκαιο
εφεύρεσηinventionΔίκαιο
εφοπλιστής«operator of the ship»«disponent owner»Δίκαιο
εχθροπραξίαhostilityact of warfareΔίκαιο
ζημίαdamagelossΔίκαιο
ηγέτηςleaderΔίκαιο
ημεδαπόςnational of this member stateΔίκαιο
θεμιτόlegitimatepermissibleΔίκαιο
θερμαστήςfiremanstokerΔίκαιο
θεσμοποιημένοςinstitutionalisedΔίκαιο
θεσμόςinstitutionΔίκαιο
θεσπίζωto enactto legislateΔίκαιο
θέσπισηadoptionenactmentΔίκαιο
θετικισμόςpositivismΔίκαιο
θεωρίαdoctrinetheoryΔίκαιο
ιδιοκτησίακυριότηταpropertyownershipΔίκαιο
ιδιώτηςάτομοindividualΔίκαιο
ίδρυσηestablishmentΔίκαιο
ιδρυτήςfounderpromoterΔίκαιο
ιθαγένειαnationalitycitizenshipΔίκαιο
ινστιτούτοinstituteΔίκαιο
ισότηταequalityΔίκαιο
ισοτιμίαequivalenceΔίκαιο
ισότιμοςequivalentΔίκαιο
ισχυρισμόςargumentallegationΔίκαιο
ισχύςforceΔίκαιο
ισχύωτίθεται σε ισχύto be validto be in forceΔίκαιο
καθεστώςregimeΔίκαιο
καινοτομίαnoveltyinnovationΔίκαιο
κανόναςruleΔίκαιο
κανονισμόςregulationΔίκαιο
κατ’εξαίρεσηby way of exceptionΔίκαιο
κατάversusΔίκαιο
καταγγελίαcomplaintdenunciationΔίκαιο
καταγγέλλωto complainto denounceΔίκαιο
καταδικάζομαιto be condemnedΔίκαιο
καταδίκηcondemnationconvictionΔίκαιο
κατάθεσηdepositΔίκαιο
κατακύρωσηknocking downΔίκαιο
καταλογίζωto imputeto attributeΔίκαιο
καταναλωτήςκαταναλωτικό κοινόconsumerΔίκαιο
κατανομήallocationΔίκαιο
κατάπλουςsailing downarrival into a harbourΔίκαιο
κατάργησηabolitionannulmentΔίκαιο
καταργώto abolishto annulΔίκαιο
κατάρτισηtrainingΔίκαιο
"κατασκευή"making
καταστατικόstatutecharterΔίκαιο
κατάσχεσηseizureconfiscationΔίκαιο
κατάχρησηabusemisuseΔίκαιο
καταχρηστικόςabusiveΔίκαιο
καταχώρισηεγγραφήregistrationentryΔίκαιο
κατηγορούμενοςdefendantΔίκαιο
κάτοχοςoccupantholderΔίκαιο
κατοχυρώνομαιto be guaranteedΔίκαιο
κατοχύρωσηsafeguardsafeguardingΔίκαιο
κείμενοtextΔίκαιο
κεφάλαιοchapterΔίκαιο
κινητικότηταmobilityΔίκαιο
κληρονομιάinheritanceheritageΔίκαιο
κληρονόμοςheirΔίκαιο
κλοπήtheftΔίκαιο
ΚογκρέσοCongressΔίκαιο
ΚοινοβούλιοParliamentΔίκαιο
κοινοποιώnotifyΔίκαιο
ΚοινότηταCommunityΔίκαιο
κοινοτικοποιείταιa community character is gradually conferredΔίκαιο
κοινοτικόςcommunityΔίκαιο
κοινότοποςcommon placeΔίκαιο
κομιστήςbearerΔίκαιο
κόμμαpartyΔίκαιο
κράτοςstateΔίκαιο
κρίνωto judgeΔίκαιο
κριτήριοcriteriontestΔίκαιο
κυβέρνησηgovernmentΔίκαιο
κυριαρχίαsovereigntyΔίκαιο
κύριοςownerproprietorΔίκαιο
κυρώνωto ratifyΔίκαιο
κύρωσηsanctionratificationΔίκαιο
ΚώδικαςCodeΔίκαιο
κωδικοποιημένοςcodifiedΔίκαιο
κωδικοποίησηcodificationΔίκαιο
λεηλασίαpillageΔίκαιο
λειτουργίαfunctioningoperationΔίκαιο
λέκτοραςlecturerΔίκαιο
λιανοπωλητήςretailerretail merchantΔίκαιο
λύκειοinstitution of upper secondary educationcollegeΔίκαιο
μαθητήςpupilΔίκαιο
μακροπρόθεσμοςlong-termΔίκαιο
μάρτυραςwitnessΔίκαιο
μειοψηφίαminorityΔίκαιο
μεσάζωνintermediaryΔίκαιο
μεσιτείαbroker's contractΔίκαιο
μεσίτηςbrokerΔίκαιο
μεσολάβησηmediationΔίκαιο
μέσονmeansΔίκαιο
μεσοπρόθεσμοςmedium-termΔίκαιο
μεταβιβάζωto transferΔίκαιο
μετανάστευσηimmigrationΔίκαιο
μεταποίησηprocessingmanufacturingΔίκαιο
μεταπώλησηresaleΔίκαιο
μεταρρύθμισηreformationmodificationΔίκαιο
μεταφοράtranspositionimplementationΔίκαιο
μεταφορέαςcarrierΔίκαιο
μεταφορέςtransportΔίκαιο
μετοχήsharestockΔίκαιο
μητρώοregisterrecordΔίκαιο
μίσθωσηleaseΔίκαιο
μνηστείαengagement to marryΔίκαιο
μονοπώλιοmonopolemonopolyΔίκαιο
μορφήformΔίκαιο
ναυάγιοshipwreckΔίκαιο
ναυλομεσίτηςfreight brokerΔίκαιο
ναύλοςfreightΔίκαιο
ναυλοσύμφωνοcharterpartyΔίκαιο
ναυλωτήςchartererΔίκαιο
ναύτηςseamanΔίκαιο
νέοnewΔίκαιο
νεολαίαyouthΔίκαιο
νεοπροστατευτισμόςneoprotectionismΔίκαιο
νηοψίαinspection of a shipΔίκαιο
νηπιαγωγείοnursery schoolΔίκαιο
νομαρχίαprefectureΔίκαιο
νομέαςpossessorΔίκαιο
νομικόςjuristΔίκαιο
νομιμοποίησηlegitimationΔίκαιο
νομιμοποιούμαιto have standingΔίκαιο
νομιμοποιώto legitimateΔίκαιο
νόμιμοςlegalΔίκαιο
νομιμότηταlegalityΔίκαιο
νομιμότοκαwith legitimate interestΔίκαιο
νομίμωςlegallyΔίκαιο
νομοθεσίαlegislationΔίκαιο
νομοθέτηςlegislatorΔίκαιο
νομοθετικόςlegislativeΔίκαιο
νομολογίαcase-lawjurisprudenceΔίκαιο
νόμοςlawΔίκαιο
νόμος-πλαίσιοframework lawbasic lawΔίκαιο
νομοτεχνικάconcerning legal techniqueΔίκαιο
ΟδηγίαDirectiveΔίκαιο
οικειοποιούμαιto appropriateΔίκαιο
οικοτροφείοboarding schoolΔίκαιο
οιονείas ifΔίκαιο
ολοκλήρωσηintegrationcompletionΔίκαιο
ολομέλειαplenary sessionΔίκαιο
ομιλοποίησηformation into a groupΔίκαιο
ομόδικοςjoint partyΔίκαιο
ομοιομορφίαuniformityΔίκαιο
ομόλογοςequivalentΔίκαιο
ομοσπονδίαfederationΔίκαιο
ομοσπονδιακόςfederalΔίκαιο
ομοταγήςequalsimilarΔίκαιο
ομοφωνίαunanimityΔίκαιο
οπισθογράφησηendorsementΔίκαιο
οπισθογράφοςendorserΔίκαιο
οργανισμόςorganizationorganismΔίκαιο
όργανοorganinstrumentΔίκαιο
οργάνωσηorganisationΔίκαιο
ορίζωto stateto defineΔίκαιο
όριοlimitΔίκαιο
οριοθέτησηdemarcationΔίκαιο
ορισμόςdefinitionΔίκαιο
ουδετερότηταneutralityΔίκαιο
ουσιαστικάsubstantiallyΔίκαιο
οφειλέτηςdebtorΔίκαιο
οφειλήdebtΔίκαιο
όχλησηremindersummoningΔίκαιο
παθητικόliabilitiesΔίκαιο
παιδείαeducationcultureΔίκαιο
παράβασηinfringementviolationΔίκαιο
παραβάτηςviolatorinfringerΔίκαιο
παραβιάζωκαταστρατηγώto infringeto breachΔίκαιο
παραβίασηinfringementviolationΔίκαιο
παραγγελέαςmandatorcommission principalΔίκαιο
παραγγελίαmandatecommission contractΔίκαιο
παραγγελιοδόχοςcommission agentΔίκαιο
παράγονταςfactorΔίκαιο
παραγραφήprescriptionΔίκαιο
παράγραφοςparagraphΔίκαιο
παραγωγόςproducerΔίκαιο
παραίτησηrenunciationdisclaimerΔίκαιο
παρακάμπτωto circumventΔίκαιο
παρακωλύωπαρεμποδίζωto preventto hinderΔίκαιο
παράλειψηomissionfailureΔίκαιο
παραλήπτηςconsigneereceiverΔίκαιο
παράνομαillegallyunlawfullyΔίκαιο
παρανομίαunlawfulnessbreach of lawΔίκαιο
παράνομοςillegalΔίκαιο
παραπλάνησηmisleadingΔίκαιο
παραποιώνcounterfeiterΔίκαιο
παραπομπήreferenceΔίκαιο
παράρτημαbranchΔίκαιο
παρατυπίαinformalityΔίκαιο
παραχαράκτηςcounterfeiterΔίκαιο
παραχάραξηcounterfeitingΔίκαιο
παραχώρησηconcessioncessionΔίκαιο
παρέκκλισηderogationΔίκαιο
παρεμπιπτόντωςin an incidental mannerΔίκαιο
παρερμηνείαfalse interpretationΔίκαιο
παροχήgrantallowanceΔίκαιο
παροχήprovisionperformanceΔίκαιο
πειρατείαpiracyΔίκαιο
πελάτηςclientΔίκαιο
περιορισμόςlimitationrestrictionΔίκαιο
περιοριστικόςlimitativeΔίκαιο
περιστάσειςσυνθήκεςcircumstancesconditionsΔίκαιο
περιφερειακόςregionalΔίκαιο
πιθανολόγησηact of thinking of something as possibleestimation of probabilityΔίκαιο
πιστοποίησηcertificationΔίκαιο
πιστοποιητικόcertificateΔίκαιο
πίστωσηcreditΔίκαιο
πλαίσιαlimitsΔίκαιο
πλαίσιοframeworkΔίκαιο
πλαστογράφοςforgercounterfeiterΔίκαιο
πλειοδότηςbidderΔίκαιο
πλειοψηφίαmajorityΔίκαιο
πλεύσηnavigationsailingΔίκαιο
πληθωρισμόςinflationΔίκαιο
πλήρωμαcrewΔίκαιο
πλοηγόςpilotΔίκαιο
πλοίαρχοςmaster of the shipΔίκαιο
πλοίοshipΔίκαιο
πλοιοκτήτηςshipownerΔίκαιο
πλουςsea voyageΔίκαιο
πόλεμοςwarΔίκαιο
ΠολιτείαStateΔίκαιο
πολίτευμαπολιτικό σύστημαpolitical systempolitical regimeΔίκαιο
πολίτηςυπήκοοςcitizennationalΔίκαιο
πολιτισμόςcivilisationcultureΔίκαιο
πολιτιστικόςculturalΔίκαιο
πολιτογράφησηnaturalisationΔίκαιο
ποσόστωσηquotaΔίκαιο
πρακτικάrecordsminutesΔίκαιο
πράκτοραςagentΔίκαιο
πρακτορείοagencycommission contractΔίκαιο
πράξηactΔίκαιο
προαπαιτώto requireto demandΔίκαιο
προασπίζωto protectto defendΔίκαιο
προβλέπωto provideΔίκαιο
πρόγραμμαprogrammeΔίκαιο
προδιαγραφέςstandardsΔίκαιο
προϊόνταproductsgoodsΔίκαιο
προκήρυξηannouncementΔίκαιο
προμήθειαsupplycommissionΔίκαιο
προμηθευτήςprovidersupplierΔίκαιο
προνόμιοprivilegebenefitΔίκαιο
προοίμιοpreambleΔίκαιο
προσάραξηstrandingΔίκαιο
προσαρμογήadaptationimplementationΔίκαιο
προσαρμόζομαισυμμορφώνομαιto comply withto conform toΔίκαιο
προσαρμόζωto adaptto adjustΔίκαιο
προσβάλλωto violateΔίκαιο
πρόσβασηaccessΔίκαιο
προσβολέαςinfringer"""free rider"""Δίκαιο
προσδιορίζωto specifyto defineΔίκαιο
προσέγγισηapproachΔίκαιο
προσήκωto be appropriateΔίκαιο
προσκρούωto be contrary toΔίκαιο
προσλαμβάνωto hireΔίκαιο
προσόνqualificationskillΔίκαιο
προστασίαprotectionΔίκαιο
προστατευτισμόςprotectionismΔίκαιο
προστηθείςservantperson employedΔίκαιο
προστήσαςprincipalemployerΔίκαιο
πρόστιμοχρηματικό πρόστιμοfinepecuniary sanctionΔίκαιο
προσύμφωνοpreliminary agreementΔίκαιο
προσφεύγωto have recourse toto appealΔίκαιο
προσφεύγωνapplicantappellantΔίκαιο
πρόσφοροςsuitableΔίκαιο
προσφυγήactionproceedingsΔίκαιο
προσωπικόpersonnelstaffΔίκαιο
προσωπικότηταpersonalityΔίκαιο
προσωποπαγήςindividualpersonalΔίκαιο
πρότασηproposalΔίκαιο
προτεραιότηταpriorityΔίκαιο
πρότυπουπόδειγμαmodelΔίκαιο
προϋπόθεσηόροςconditionprerequisiteΔίκαιο
προϋπολογισμόςbudgetΔίκαιο
προώθησηpromotionΔίκαιο
ΠρύτανηςRectorΔίκαιο
ΠρωτόκολλοProtocolΔίκαιο
πρωτοτυπίαoriginalityΔίκαιο
πταίσμαλάθοςfaulterrorΔίκαιο
πτυχίοdiplomadegreeΔίκαιο
πτώχευσηbankruptcyΔίκαιο
πτωχόςbankruptΔίκαιο
πυλώναςpillarΔίκαιο
πυρκαϊάπυρκαγιάfireΔίκαιο
πώλησηsaleΔίκαιο
πωλητήςsellerΔίκαιο
πωλώto sellΔίκαιο
ρητήexplicitexpressΔίκαιο
ρήτραclausecontract termΔίκαιο
ρύθμισηregulationprovisionΔίκαιο
σήμαtrade markΔίκαιο
σκεπτικόreasoningΔίκαιο
σκέψηparagraphΔίκαιο
σπουδαστήςφοιτητήςstudentΔίκαιο
σπουδέςstudieseducationΔίκαιο
στάδιοstageΔίκαιο
στάσηrevoltrebellionΔίκαιο
στοιβασίαstowageΔίκαιο
στοιβαστήςstevedoreΔίκαιο
στοιχείοelementΔίκαιο
στόχοςaimobjectiveΔίκαιο
στρέβλωσηdistortionΔίκαιο
συγγενήςrelativeΔίκαιο
συγκατάθεσησυναίνεσηconsentΔίκαιο
συγκάτοχοςco-occupantco-holderΔίκαιο
σύγκλισηconvergenceΔίκαιο
σύγκρισηcomparisonΔίκαιο
συγκύριοςco-ownerΔίκαιο
συλλογισμόςreasoningΔίκαιο
συμβάλλομαιto enter a contractΔίκαιο
συμβάλλωto contributeΔίκαιο
σύμβασηconventionagreementΔίκαιο
σύμβαση-πλαίσιοcontract-frameworkΔίκαιο
συμβατόςcompatibleΔίκαιο
συμβιβάζομαιto complyto be compatible withΔίκαιο
συμβιβασμόςcompromisesettlementΔίκαιο
συμβόλαιοcontractΔίκαιο
συμβολαιογράφοςnotary publicΔίκαιο
συμβολήcontributionΔίκαιο
ΣυμβούλιοCouncilΔίκαιο
συμμετοχήparticipationΔίκαιο
συμμόρφωσηconformitycomplianceΔίκαιο
συμπλήρωμαsupplementΔίκαιο
συμπράξειςconcentrations of undertakingsΔίκαιο
σύμπραξηpartnershipΔίκαιο
συμφέρονinterestΔίκαιο
συμφωνίαagreementΔίκαιο
συμφωνώto agreeΔίκαιο
συναλλαγήtransactionΔίκαιο
συναλλαγματικήbill of exchangeΔίκαιο
συναπόφασηco-decisionΔίκαιο
συνάπτωto concludeΔίκαιο
συνασφάλισηco-insuranceΔίκαιο
συνασφαλιστήςco-insurerΔίκαιο
συναφήςconnectedΔίκαιο
σύναψηconclusionΔίκαιο
συνέδριοcongressΔίκαιο
συνέπειαconsequenceΔίκαιο
συνεργασίαcooperationΔίκαιο
συνεργάτηςcollaboratorΔίκαιο
συνέχειαcontinuityΔίκαιο
ΣυνθήκηTreatyΔίκαιο
Συνθήκη-πλαίσιοframework TreatyΔίκαιο
συννομέαςco-possessorΔίκαιο
σύννομοςlawfulΔίκαιο
σύνοραfrontiersborderΔίκαιο
ΣύνταγμαConstitutionΔίκαιο
συνταγματικότηταconstitutionalityΔίκαιο
συνταξιοδότησηretirementΔίκαιο
συντονίζωto coordinateΔίκαιο
συντονισμόςcoordinationΔίκαιο
συντονιστήςcoordinatorΔίκαιο
σύστασηestablishmentrecommendationΔίκαιο
σχέδιοdesignΔίκαιο
σωματείοassociationunionΔίκαιο
σωρευτικάcumulativelyΔίκαιο
ταξινόμησηclassificationΔίκαιο
ταυτόσημοςhaving the same content or meaningΔίκαιο
ταυτότηταidentityΔίκαιο
τεκμήριοpresumptionΔίκαιο
τελεσιδίκωςfinallyon second degreeΔίκαιο
τεχνογνωσίαknow-howΔίκαιο
τήρησηobservanceΔίκαιο
τίμημαpriceΔίκαιο
τιμωρούμαιto be punishedΔίκαιο
τίτλοςtitleformal qualificationΔίκαιο
τομέαςsectorsectionΔίκαιο
τόμοςvolumeΔίκαιο
τρικυμίαtempeststormΔίκαιο
τριτανακοπήthird-party proceedingsΔίκαιο
τρίτοιthird partiesΔίκαιο
τρίτοςthird personΔίκαιο
τροποποίησηmodificationamendmentΔίκαιο
τροποποιούμαιto be amendedΔίκαιο
τροποποιώto modifyΔίκαιο
τυπικάtypicallyformallyΔίκαιο
τυποποίησηstandardisationΔίκαιο
υιοθεσίαυιοθέτησηadoptionΔίκαιο
υπαίτιοςliableculpableΔίκαιο
υπαιτιότηταculpabilityfaultΔίκαιο
υπάλληλοςμισθωτόςemployeeservantΔίκαιο
υπαναχώρησηrescissionΔίκαιο
υπαντιπροσωπείαassigned agencyΔίκαιο
υπαντιπρόσωποςassignee agentΔίκαιο
υπασφάλισηunder-insuranceΔίκαιο
υπεραξίαexcess valueΔίκαιο
υπεράσπισηdefenseΔίκαιο
υπεργολάβοςsubcontractorΔίκαιο
υπερεθνικόςsupranationalsupra-nationalΔίκαιο
υπερήμεροςoverdueΔίκαιο
υπερθεματιστήςbidderΔίκαιο
υπερίσχυσηpredominancepreponderanceΔίκαιο
υπερισχύωυπερέχωto prevailΔίκαιο
υπέρμετροςexcessiveΔίκαιο
υπεροχήsupremacyΔίκαιο
υπεύθυνοςresponsibleΔίκαιο
υπηρεσίαserviceΔίκαιο
υπογραφήsignatureΔίκαιο
υπογράφωto signΔίκαιο
υπόθεσηδικαστική υπόθεσηcaseΔίκαιο
υποθήκηmortgageΔίκαιο
ΥποθηκοφυλακείοRegister OfficeMortgage RegistryΔίκαιο
υποκατάστατοsubstituteΔίκαιο
υποκατάστημαbranchbranch-officeΔίκαιο
υπόμνημαmemorandumΔίκαιο
υποσημείωσηfootnoteΔίκαιο
υποτροπήrelapserecidivismΔίκαιο
ΥπουργείοMinistryΔίκαιο
ΥπουργόςMinisterΔίκαιο
υποχρέωσηobligationΔίκαιο
υποχρεωτικόςcompulsoryobligatoryΔίκαιο
φάσηstageΔίκαιο
φεντεραλισμόςfederalismΔίκαιο
φιλελεύθεροςliberalΔίκαιο
φοροδιαφυγήtax evasionΔίκαιο
φορολογίαtaxationΔίκαιο
φορολογούμενοςtaxpayerΔίκαιο
φόροςtaxΔίκαιο
φορτηγίδαlighterbargeΔίκαιο
φορτοεκφορτωτήςman employed for loading and unloadinglumperΔίκαιο
φόρτωσηloadingΔίκαιο
φορτωτήςshipperΔίκαιο
φορτωτικήbill of ladingΔίκαιο
φροντιστήριοfrontistirioinstitute providing supplementary educationΔίκαιο
φύλαξηsafe-keepingcustodyΔίκαιο
φύσηnatureΔίκαιο
χαρακτηριστικόcharacteristicΔίκαιο
χειραφέτησηemancipationΔίκαιο
χονδρέμποροςwhole-sale merchantwhole-sale dealerΔίκαιο
χορηγώto grantto awardΔίκαιο
χρηματοδότησηfinancingΔίκαιο
ψήφισμαresolutionΔίκαιο
αγωγόςcontactΓλωσσολογία
αζιμουθιακόςazimuthalΓλωσσολογία
αίτημαpostulateΓλωσσολογία
αιτιακόςcausativeΓλωσσολογία
αιτιότηταcausalityΓλωσσολογία
ακεραιότηταintegrityΓλωσσολογία
ακροατήςaddresseehearerΓλωσσολογία
αλγοριθμικόςalgorithmicΓλωσσολογία
αλγόριθμοςalgorithmΓλωσσολογία
αλήθειαtruthΓλωσσολογία
αληθέςtrueΓλωσσολογία
αληθήςtrueΓλωσσολογία
αληθοέπειαtruth-functionalityΓλωσσολογία
αληθοεπήςtruth-functionalΓλωσσολογία
αληθο-πρεπήςtruth-preservingΓλωσσολογία
αλληλεπίδρασηinteractionΓλωσσολογία
αλλόφωνοallophoneΓλωσσολογία
αλφαβητικόςalphabeticΓλωσσολογία
αλφάβητοalphabetΓλωσσολογία
αμφισημίαambiguityΓλωσσολογία
αμφίσημοςambiguousΓλωσσολογία
αναγκαιότηταnecessityΓλωσσολογία
αναδρομήαναπομπήanaphoraΓλωσσολογία
ανακλαστικότητααντανακλαστικότηταreflexivityreflectivenessΓλωσσολογία
ανακύκλωσηrecursivenessΓλωσσολογία
αναλυτικόςanalyticΓλωσσολογία
αναλυτικότηταanalyticityΓλωσσολογία
ανανέωσηrenewalΓλωσσολογία
αναφοράreferenceΓλωσσολογία
αναφορικόςreferentialΓλωσσολογία
αναφορικότηταaboutnessreferentialityΓλωσσολογία
ανθρώπινοςhumanΓλωσσολογία
ανθρωποκεντρικόςanthropocentricΓλωσσολογία
αντίθεσηoppositioncontrastΓλωσσολογία
αντιθετικόςcontrastiveΓλωσσολογία
αντικειμενικόςobjectiveempirically verifiableΓλωσσολογία
αντίφασηcontradictionΓλωσσολογία
αντιφατικόςcontradictoryΓλωσσολογία
αντωνυμίαpronounΓλωσσολογία
αξίατιμήvaluevaleurΓλωσσολογία
αξίωμαaxiomΓλωσσολογία
αόριστοςaoristΓλωσσολογία
αόριστοςindefiniteΓλωσσολογία
απαγωγήπαραγωγήdeductionΓλωσσολογία
απαγωγικόςπαραγωγικόςdeductiveΓλωσσολογία
απαλοιφήeliminationΓλωσσολογία
απεικονιστικόςiconicΓλωσσολογία
απεριόριστοςinfiniteΓλωσσολογία
απόδειξηproofΓλωσσολογία
αποδειξιμότηταdecidabilityΓλωσσολογία
αποδέκτηςrecipientΓλωσσολογία
αποδεκτόςacceptableΓλωσσολογία
αποδεκτότηταacceptabilityΓλωσσολογία
απόδοσηprotasisconsequentΓλωσσολογία
αποκωδικοποίησηdecodingΓλωσσολογία
απόστασηdistanceΓλωσσολογία
αποτελεματικόςresultativeΓλωσσολογία
αποτελεσματικόςeffectiveΓλωσσολογία
απόφανσηstatementΓλωσσολογία
αποφατικόςαρνητικόςnegativeΓλωσσολογία
άρθρωσηphonationΓλωσσολογία
άρνησηnegationΓλωσσολογία
ασάφειαvaguenessΓλωσσολογία
ασημάδευτοςαμαρκάριστοςunmarkedΓλωσσολογία
ασυνέχειαdiscretenessΓλωσσολογία
αυθαιρεσίαarbitrarinessΓλωσσολογία
αυθαίρετοςarbitraryΓλωσσολογία
αφεκτιβικόςaffectiveΓλωσσολογία
βάροςweightΓλωσσολογία
βιολογικόςbiologicalΓλωσσολογία
γεγονόςfactΓλωσσολογία
γενετικός-μετασχηματιστικόςgenerative-transformationalΓλωσσολογία
γενίκευσηgeneralizationΓλωσσολογία
γενικευτικότηταgenericnessΓλωσσολογία
γλώσσαlanguelanguage systemΓλωσσολογία
γλώσσαlanguageΓλωσσολογία
γλωσσολογίαlinguisticsΓλωσσολογία
γνωστικόςcognitiveΓλωσσολογία
γράμμαletterΓλωσσολογία
γραμματικοποίησηgrammaticalizationgrammaticizationΓλωσσολογία
γραμματικοποιώgrammaticalizegrammaticizeΓλωσσολογία
γραμματικόςgrammaticalΓλωσσολογία
γραμμικότηταlinearityΓλωσσολογία
γραπτόςwritten languageΓλωσσολογία
γραφήscriptgraphic mediumΓλωσσολογία
δάνειοloan wordΓλωσσολογία
δεδομέναdataΓλωσσολογία
δείγμαutterance-tokenΓλωσσολογία
δεικτικόςdeicticΓλωσσολογία
δείξηdeixisΓλωσσολογία
δέκτηςreceiverΓλωσσολογία
δέντροtree diagramtreeΓλωσσολογία
δεσμεύωbindΓλωσσολογία
διαγλωσσικόςcross linguisticcross-linguisticΓλωσσολογία
διαζευκτικόςdisjunctiveΓλωσσολογία
διάζευξηdisjunctionΓλωσσολογία
διαίσθησηintuitionΓλωσσολογία
διάτασηintensionΓλωσσολογία
διατενήςδιατασικόςintensionalΓλωσσολογία
διαχρονίαdiachronyΓλωσσολογία
διαχρονικόςdiachronichistoricalΓλωσσολογία
διάψευσηfalsificationΓλωσσολογία
διεξοδικόςexplicitΓλωσσολογία
δομήstructureΓλωσσολογία
δομικόςstructuralΓλωσσολογία
δότηςdonorΓλωσσολογία
δραστηριότηταactivityΓλωσσολογία
δυνατότηταpossibilityΓλωσσολογία
εγκέφαλοςbrainΓλωσσολογία
εγωκεντρικότηταegocentricityΓλωσσολογία
εισαγωγήintroductionΓλωσσολογία
έκτασηextension3611
εκτενήςεκτασικόςextensionalΓλωσσολογία
εκφραστικόςexpressiveΓλωσσολογία
εκφώνημαutteranceutterance-token41
εκφώνησηutteranceο διαφορετικός όρος ""εκφώνημα""."
εκφωνώutterΓλωσσολογία
ελλειπτικόςellipticΓλωσσολογία
έλλειψηellipsisΓλωσσολογία
έμφασηemphasisΓλωσσολογία
εμφατικόςemphaticΓλωσσολογία
εναντιωματικόςadversativeΓλωσσολογία
ενδεικτικότηταindexicalityΓλωσσολογία
ενεστώταςpresentΓλωσσολογία
έννοιαconceptΓλωσσολογία
έννοιαsenseΓλωσσολογία
ενστικτώδηςintuitiveΓλωσσολογία
εξέλιξηdevelopmentΓλωσσολογία
εξωγλωσσικόςextralinguisticΓλωσσολογία
επαγωγικόςinductiveΓλωσσολογία
επακολουθητικόςsequentialΓλωσσολογία
επαλήθευσηverificationΓλωσσολογία
επαληθευσιμότηταtruth-conditionalityΓλωσσολογία
επανενίσχυσηreinforcementΓλωσσολογία
επίθετοadjectiveΓλωσσολογία
επικοινωνίαcommunicationΓλωσσολογία
επιστημικόςepistemicΓλωσσολογία
επιστημονικόςscientificΓλωσσολογία
επιτυχίαfelicityΓλωσσολογία
επιφώνημαinterjectionΓλωσσολογία
ερώτησηquestionΓλωσσολογία
ετυμολογίαetymologyΓλωσσολογία
ετυμολογικόςetymologicalΓλωσσολογία
θαμιστικόhabitualΓλωσσολογία
θαμιστικότηταhabitualityΓλωσσολογία
θέμαthemeΓλωσσολογία
θετικόςpositiveΓλωσσολογία
θεώρημαtheoremΓλωσσολογία
ιδέαideaΓλωσσολογία
ιδεογραφικόςideographicΓλωσσολογία
ιεραρχίαhierarchyΓλωσσολογία
ιεραρχικόςhierarchicalΓλωσσολογία
ισοδυναμίαequivalenceΓλωσσολογία
ισομορφίαisomorphyΓλωσσολογία
ισομορφισμόςisomorphismΓλωσσολογία
ισχυρόςέγκυροςvalidΓλωσσολογία
ισχύςvalidityΓλωσσολογία
καθαρότηταpurityΓλωσσολογία
καθολικόςuniversalΓλωσσολογία
καθολικότηταuniversalityΓλωσσολογία
καμπύληcurveΓλωσσολογία
κανονιστικόςprescripriveΓλωσσολογία
κατάκτησηαπόκτησηacquisitionΓλωσσολογία
κατακτώαποκτώacquireΓλωσσολογία
κατάληξηendingΓλωσσολογία
κατανομήdistributionΓλωσσολογία
κατηγόρημαpredicateΓλωσσολογία
κατηγόρησηpredicationΓλωσσολογία
κατηγορίαcategoryΓλωσσολογία
κειμενιακόςκειμενικόςtextualΓλωσσολογία
κείμενοtextΓλωσσολογία
κινηματικόςkinesicΓλωσσολογία
κοινωνικόςsocialΓλωσσολογία
κοινωνιογλωσσολογίαsociolinguisticsΓλωσσολογία
κουτίbox diagramboxΓλωσσολογία
κτητικόpossessiveΓλωσσολογία
κώδικαςcodeΓλωσσολογία
κωδικοποίησηencodingΓλωσσολογία
κωδικοποιώencodeΓλωσσολογία
λειτουργίαfunctionΓλωσσολογία
λειτουργικόςfunctionalΓλωσσολογία
λέξηwordΓλωσσολογία
λέξημαlexemeΓλωσσολογία
λεξιλόγιοvocabularyΓλωσσολογία
λογικήlogicΓλωσσολογία
λογικόςlogicalΓλωσσολογία
λογισμόςcalculusΓλωσσολογία
λόγοςparolelanguage-behaviorΓλωσσολογία
λόγοςspeechΓλωσσολογία
μακρογλωσσολογίαmacrolinguisticsΓλωσσολογία
μακροσκοπικόςmacroscopicΓλωσσολογία
μαρκαρισμένοςσημαδεμένοςmarkedΓλωσσολογία
μέλλωνfutureΓλωσσολογία
μετα-meta-Γλωσσολογία
μεταγλώσσαmetalanguageΓλωσσολογία
μεταγλωσσικόςmetalinguisticΓλωσσολογία
μετάδοσηtransmissionΓλωσσολογία
μετάθεσηdisplacementΓλωσσολογία
μεταθεώρημαmetatheoremΓλωσσολογία
μεταθεωρίαmetatheoryΓλωσσολογία
μεταμαθηματικόςmetamathematicalΓλωσσολογία
μετα-μεταβλητήmeta-variableΓλωσσολογία
μετασχηματισμόςtransformationΓλωσσολογία
μεταφοράmetaphorΓλωσσολογία
μετωνυμίαmetonymyΓλωσσολογία
μετωνυμικόςmetonymicΓλωσσολογία
μήνυμαmessageΓλωσσολογία
μη-τροπικόςnon-modalΓλωσσολογία
μηχανισμόςapparatusΓλωσσολογία
μηχανιστικόςmechanicalΓλωσσολογία
μικρογλωσσολογίαmicrolinguisticsΓλωσσολογία
μονάδαunitΓλωσσολογία
μονοθέσιομονότοποone-place predicateΓλωσσολογία
μοντέλοmodelΓλωσσολογία
μόριοparticleΓλωσσολογία
μορφήτύποςformΓλωσσολογία
μορφολογικόςmorphologicalΓλωσσολογία
νεογραμματικοίJunggrammatikerNeogrammariansΓλωσσολογία
ν-θέσιον-τοποn-place predicateΓλωσσολογία
ολοφραστικόςholophrasticΓλωσσολογία
ομιλητήςspeakerΓλωσσολογία
ομιλίαlangagelanguageΓλωσσολογία
ομοιογένειαομογένειαhomogeneityΓλωσσολογία
όνομαnounΓλωσσολογία
ονοματοθεσίαnamingΓλωσσολογία
ονοματοποιΐαonomatopoeiaΓλωσσολογία
οντογένεσηontogenesisΓλωσσολογία
οντολογικόςontologicalΓλωσσολογία
οντότηταentityΓλωσσολογία
ορθότηταcorrectnessΓλωσσολογία
όρισμαargumentΓλωσσολογία
ορισμόςdefinitionΓλωσσολογία
ουδέτεροςneutralΓλωσσολογία
ουσίαsubstancemediumΓλωσσολογία
όψηaspectΓλωσσολογία
παραγλώσσαparalanguageΓλωσσολογία
παραγλωσσικόςparalinguisticΓλωσσολογία
παραγωγήderivationΓλωσσολογία
παραγωγικότηταproductivityΓλωσσολογία
παραγωγιμότηταdeducibilityΓλωσσολογία
παράδειγμαparadigmΓλωσσολογία
παραδειγματικόςparadigmaticassociativeΓλωσσολογία
παράθεσηquotationΓλωσσολογία
παραθετικήquotativeΓλωσσολογία
παρακείμενοςperfectΓλωσσολογία
παραλληλισμόςparallelismΓλωσσολογία
παραμετρικόςparametricΓλωσσολογία
παράμετροςparameterΓλωσσολογία
παραχώρησηconcessionΓλωσσολογία
παραχωρητικόςconcessiveΓλωσσολογία
παρένθεσηparenthesisΓλωσσολογία
παρετυμολογίαλαϊκή ετυμολογίαfolk etymologyΓλωσσολογία
παρόνpresentΓλωσσολογία
πεδίοscopeΓλωσσολογία
πεπερασμένοςfiniteΓλωσσολογία
περιγραφήdescriptionΓλωσσολογία
περιγραφικόςdescriptiveΓλωσσολογία
περιεχόμενοcontentΓλωσσολογία
περίστασηsituationΓλωσσολογία
περιστατικόeventΓλωσσολογία
περιφερειακόςperipheralΓλωσσολογία
περιφραστικόςperiphrasticΓλωσσολογία
πληρότηταcompletenessΓλωσσολογία
πληροφόρησηinformationΓλωσσολογία
πληροφορίαinformationΓλωσσολογία
πολικόςpolarΓλωσσολογία
πομπόςsenderaddresserΓλωσσολογία
ποσοδεικτικόςquantificationalΓλωσσολογία
πράγμααντικείμενοobjectΓλωσσολογία
πραγματικότηταrealityΓλωσσολογία
πραγματολογικόςpragmaticΓλωσσολογία
πραγματολογίαpragmaticsΓλωσσολογία
πραγμάτωσηεκφώνησηutteranceutterance act3611
πράξηactionΓλωσσολογία
προθεωρητικάprotheoreticallyΓλωσσολογία
προκείμενηpremiseΓλωσσολογία
προστακτικήimperativeΓλωσσολογία
προσωδιακόςprosodicΓλωσσολογία
πρόσωποpersonΓλωσσολογία
πρότασηsentenceΓλωσσολογία
πρότυποstandardΓλωσσολογία
προϋπόθεσηpresuppositionΓλωσσολογία
πρωτο-Ινδοευρωπαϊκήπρωτο-ΙΕproto-IEΓλωσσολογία
πρωτοτυπικόςprototypicalΓλωσσολογία
πρωτοτυπικότηταprototypicalityΓλωσσολογία
ρευστότηταfluidityΓλωσσολογία
ρήμαverbΓλωσσολογία
ρητορικόςrhetoricalΓλωσσολογία
σημαδεύωmarkΓλωσσολογία
σημαινόμενοsignifiedsignifiéΓλωσσολογία
σημαίνονsignifiersignifiantΓλωσσολογία
σημασίαmeaningΓλωσσολογία
σημασιολογίαsemanticsΓλωσσολογία
σημασιολογικόςsemanticΓλωσσολογία
σημασιο-πρεπήςmeaning-preservingΓλωσσολογία
σημείοsignΓλωσσολογία
συγκεκριμένοςspecificΓλωσσολογία
σύγκρισηcomparisonΓλωσσολογία
συγχρονίαsynchronyΓλωσσολογία
συγχρονικάsynchronicallyΓλωσσολογία
συγχρονικόςsynchronicdescriptiveΓλωσσολογία
συγχώνευσηbondednessΓλωσσολογία
σύζευξησύμπλεξηconjunctionΓλωσσολογία
συλλαβήsyllableΓλωσσολογία
συλλαβικόςsyllabicΓλωσσολογία
συλλογισμόςargumentlogical argumentΓλωσσολογία
συμβατικοποίησηconventionalizationΓλωσσολογία
σύμβολοsymbolΓλωσσολογία
συμπαράθεσηcollocationΓλωσσολογία
συμπαράταξηconcatenationΓλωσσολογία
συμπέρασμαconclusionΓλωσσολογία
σύμπλεγμαclusterΓλωσσολογία
συμπλεκτικόσυζευκτικόconjunctiveΓλωσσολογία
συμφραζόμεναcontextΓλωσσολογία
συμφραστικόςcontextualΓλωσσολογία
σύμφωνοconsonantΓλωσσολογία
συναγωγήinferenceΓλωσσολογία
συνάρτησηfunctionΓλωσσολογία
συναρτητήςfunctorΓλωσσολογία
σύνδεσμοςconjunctionΓλωσσολογία
συνδετικόconnectiveΓλωσσολογία
συνεπαγωγήimplicationΓλωσσολογία
συνέπειαconsistencyΓλωσσολογία
συνέχειαcontinuityΓλωσσολογία
συνεχέςcontinuumΓλωσσολογία
σύνθεσηcompositionΓλωσσολογία
συνθετικόconjunctΓλωσσολογία
συνθετικόςcompositionalΓλωσσολογία
συνθετικότηταcompositionalityΓλωσσολογία
σύνολοsetΓλωσσολογία
συνομιλιακόςconversationalΓλωσσολογία
συνοχήcohesionΓλωσσολογία
συνταγματικόςsyntagmaticΓλωσσολογία
συντακτικόςsyntacticΓλωσσολογία
σύνταξηsyntaxΓλωσσολογία
συνωνυμίαsynonymyΓλωσσολογία
συνώνυμοςsynonymousΓλωσσολογία
σύστημαsystemΓλωσσολογία
συχνότηταfrequencyΓλωσσολογία
τακτικόςordinaryΓλωσσολογία
ταυτολογίαtautologyΓλωσσολογία
ταυτολογικόςtautologicalΓλωσσολογία
τομήintersectionΓλωσσολογία
τονισμόςstressΓλωσσολογία
τόποςplaceΓλωσσολογία
τροπικόςmodalΓλωσσολογία
τροπικότηταmodalityΓλωσσολογία
τρόποςmannermodeΓλωσσολογία
τυπολογικόςtypologicalΓλωσσολογία
τυποποίησηformalizationΓλωσσολογία
υγιήςsoundΓλωσσολογία
υπαρκτικόςexistentialΓλωσσολογία
υπερεγώsuperegoΓλωσσολογία
υπερθετικόςsuperlativeΓλωσσολογία
υπερσυντέλικοςpluperfectΓλωσσολογία
υπόθεσηυποθετική πρότασηconditionalΓλωσσολογία
υπόθεσηantecedentΓλωσσολογία
υποθετικόςconditionalΓλωσσολογία
υποκειμενικότηταsubjectivityΓλωσσολογία
υποκείμενοsubjectΓλωσσολογία
υπονόημαimplicatureΓλωσσολογία
υποσύνολοsubsetΓλωσσολογία
υποτακτικήsubjunctiveΓλωσσολογία
υπωνυμίαhyponymyΓλωσσολογία
φθόγγοςsoundΓλωσσολογία
φθοράcorruptionΓλωσσολογία
φόρμουλατύποςformulaΓλωσσολογία
φράσηphraseΓλωσσολογία
φυλογένεσηphylogenesisΓλωσσολογία
φυσικόςphysicalΓλωσσολογία
φυσιολογικόςphysiologicalΓλωσσολογία
φωνήvoiceΓλωσσολογία
φωνήενvowelΓλωσσολογία
φώνημαphonemeΓλωσσολογία
φωνηματικόςphonemicΓλωσσολογία
φωνητικήphoneticsΓλωσσολογία
φωνητικόςphoneticΓλωσσολογία
φωνολογίαphonologyΓλωσσολογία
φωνολογικόςphonologicalΓλωσσολογία
χαρακτηρίζωcharacterizeΓλωσσολογία
χαρακτηριστικόcharacteristicΓλωσσολογία
χειρονομίαgestureΓλωσσολογία
χρόνοςtimeΓλωσσολογία
χρόνοςtenseΓλωσσολογία
ψευδήςfalseΓλωσσολογία
ψυχογλωσσολογίαpsycholinguisticsΓλωσσολογία
ψυχολογικόςpsychologicalΓλωσσολογία
αδιαφάνειαopacityΑστρονομία
αζιμούθιοazimuthΑστρονομία
ακίδεςspiculaeΑστρονομία
ακτίνιοradianΑστρονομία
ακτινοβολίαradiationΑστρονομία
ανατολήeastΑστρονομία
απόκλισηdeclinationΑστρονομία
απορρόφησηabsorptionΑστρονομία
αστερισμόςconstellationΑστρονομία
αστεροειδήςasteroidminor planetΑστρονομία
άτρακτοςtime zoneΑστρονομία
βαρύτηταgravityΑστρονομία
βορράςnorthΑστρονομία
γαλαξίαςgalaxyΑστρονομία
γηearthΑστρονομία
διέγερσηexcitationΑστρονομία
δορυφόροςsatelliteΑστρονομία
δύσηwestΑστρονομία
εκκεντρότηταeccentricityΑστρονομία
έκλαμψηflareΑστρονομία
εκλειπτικόςeclipticΑστρονομία
έκλειψηeclipseΑστρονομία
εκπομπήemissionΑστρονομία
έλλειψηellipseΑστρονομία
ενέργειαenergyΑστρονομία
εντροπίαentropyΑστρονομία
εργόσφαιραergosphereΑστρονομία
έτοςyearΑστρονομία
ζενίθzenithΑστρονομία
ζώδιοsign of the zodiacΑστρονομία
ηλιόπαυσηheliopauseΑστρονομία
ΉλιοςSunΑστρονομία
ηλιοσεισμολογίαhelioseismologyΑστρονομία
ηλιοστάσιοsolsticeΑστρονομία
ημέραdayΑστρονομία
ημερομηνίαdateΑστρονομία
θεοδόλιχοςsextantΑστρονομία
θερμοκρασίαtemperatureΑστρονομία
ιονισμόςionizationΑστρονομία
ιονόσφαιραionosphereΑστρονομία
ισημερίαequinoxΑστρονομία
ισημερινόςequatorΑστρονομία
κατανομήdistributionΑστρονομία
κατατομήprofileΑστρονομία
κλόνησηnutationΑστρονομία
κοκκίασηgranulationΑστρονομία
κομήτηςcometΑστρονομία
κοσμολογίαcosmologyΑστρονομία
κουέιζαρquasarquasi starΑστρονομία
λαμπρότηταbrightnessΑστρονομία
μαγνητογράφοςmagnetographΑστρονομία
μαγνητοουράmagneto-tailΑστρονομία
μαγνητόσφαιραmagnetosphereΑστρονομία
μάζαmassΑστρονομία
μεσημβρίαmiddaynoonΑστρονομία
μεσημβρινόςmeridianΑστρονομία
μεσονύκτιοmidnightΑστρονομία
μεσουράνησηculminationΑστρονομία
μετάπτωσηprecessionΑστρονομία
μετεωρίτηςmeteoriteΑστρονομία
μήναςmonthΑστρονομία
μονοχρωματικόmonochromaticΑστρονομία
ναδίρnadirΑστρονομία
νετρίνοneutinoΑστρονομία
νετρόνιοneutronΑστρονομία
νήμαfilamentΑστρονομία
νότοςsouthΑστρονομία
ορίζονταςhorizonΑστρονομία
παρασκιάpenumbraΑστρονομία
περιστροφήrotationΑστρονομία
περιφοράrevolutionΑστρονομία
πίδακαςjetΑστρονομία
πλανήτηςplanetΑστρονομία
πλάσμαplasmaΑστρονομία
πολλαπλότηταstatistical weightΑστρονομία
πρίσμαprismΑστρονομία
προεξοχήprominenceΑστρονομία
πρότυποmodelΑστρονομία
πρωτοαστέραςprotostarΑστρονομία
πυρήναςcoreΑστρονομία
πυρσόςfaculaΑστρονομία
ραδιοαστρονομίαradio astronomyΑστρονομία
ραδιοκύματαradio wavesΑστρονομία
ραντάρradarΑστρονομία
ΣείριοςSiriusΑστρονομία
ΣελήνηMoonΑστρονομία
σκέδασηscatteringΑστρονομία
σκιάumbraΑστρονομία
σκουληκότρυπαworm holeΑστρονομία
στέμμαcoronaΑστρονομία
ΣύμπανUniverseΑστρονομία
συντεταγμένεςco-ordinatesΑστρονομία
τηλεσκόπιotelescopeΑστρονομία
τροχιάorbitΑστρονομία
υπερακτινοβολίαsuper radianceΑστρονομία
υπεριώδεςultravioletΑστρονομία
υπερκαινοφανήςsupernovaΑστρονομία
υπερκοκκίασηsuper granulationΑστρονομία
υπέρυθροinfraredΑστρονομία
ύψοςaltitudeΑστρονομία
φακόςlensΑστρονομία
φάσμαspectrumΑστρονομία
φασματοσκοπίαspectroscopyΑστρονομία
φίλτραfiltersΑστρονομία
φωτεινότηταluminosityΑστρονομία
φωτόσφαιραphotosphereΑστρονομία
χρόνοςtimeΑστρονομία
χρωμόσφαιραchromosphereΑστρονομία
αδρομερήςcoarse-grainedΓεωλογία
άλβιοalbianΓεωλογία
αλλοχημικάallochemsΓεωλογία
αλλόχθονοςallochthonousΓεωλογία
άλμαάλμα ρήγματοςfault throwΓεωλογία
αμμοανάχωμαsand barΓεωλογία
αναβαθμίδαterraceΓεωλογία
ανάδυσηemersionΓεωλογία
ανακρυστάλλωσηrecrystallizationΓεωλογία
ανάχωμαbarΓεωλογία
ανθρακικόςcarbonateΓεωλογία
αντίκλινοanticlineΓεωλογία
απόθεσηdepositionΓεωλογία
απολέπτυνσηthinningΓεωλογία
απολίθωμαfossilΓεωλογία
απολιθωματοφόροςfossiliferousΓεωλογία
αποπυριτίωσηdesilicificationdesilificationΓεωλογία
απόσυρσηregressionΓεωλογία
αποσυρσιγενήςregressiveΓεωλογία
άπτιοaptianΓεωλογία
ασβεσταρενίτηςcalcareniteΓεωλογία
ασβεστίτηςcalciteΓεωλογία
ασβεστόλιθοςlimestoneΓεωλογία
ασβεστολουτίτηςcalcilutiteΓεωλογία
ασβεστοποίησηcalcificationΓεωλογία
ασβεστορρουδίτηςcalciruditeΓεωλογία
άστρωτοςmassiveunbeddedΓεωλογία
ασυνέχειαdiscontinuityΓεωλογία
αυθιγενετικόςauthigeneticauthigenicΓεωλογία
αύλακαtroughΓεωλογία
βαθόνιοbathonianΓεωλογία
βαϊόσιοbajocianΓεωλογία
βαρρέμιοbarremianΓεωλογία
βενθονικόςbenthonicbenthicΓεωλογία
βερριάσιοberriasianΓεωλογία
βιοαναμόχλευσηbioturbationΓεωλογία
βιογενήςbiogenicΓεωλογία
βιοζώνηbiozoneΓεωλογία
βιοζώνωσηbiozonationΓεωλογία
βιοκατασκευήbioconstructionreefΓεωλογία
βιοκλάστηςbioclastΓεωλογία
βιοκοινωνίαassociationbiocoenosisΓεωλογία
βιολιθίτηςbiolithiteΓεωλογία
βιοστασίαbiostasisbiostasyΓεωλογία
βιοστρωματογραφίαbiostratigraphyΓεωλογία
βιοσυσσώρευσηbioaccumulationlumachelleΓεωλογία
βιότοποςbiotopeΓεωλογία
βιοφάσηbiofaciesΓεωλογία
βιτουμενιούχοςbitoumenousΓεωλογία
βύθιση βύθιση του φλοιού"3606
βύθισηplungeΓεωλογία
βωξίτηςbauxiteΓεωλογία
γαστερόποδαgastropodsΓεωλογία
γεγονόςσυμβάνeventΓεωλογία
διάβρωσηerosionΓεωλογία
διαγένεσηdiagenesisΓεωλογία
διαγενετικόςdiageneticΓεωλογία
διάκενοintersticeΓεωλογία
διόρυγμαtrenchΓεωλογία
δογγέριοdoggerΓεωλογία
δολίνηdolineΓεωλογία
δολομίτηςdolomiteΓεωλογία
δολομιτίωσηdolomitizationΓεωλογία
έγκοιλοcavityΓεωλογία
ελασματοβράγχιαlamellibranchspelecypodsΓεωλογία
εναλλαγήalternationΓεωλογία
ενδοκλάστηςintraclastΓεωλογία
εξαλλοίωσηalterationΓεωλογία
επαναπόθεσηresedimentationΓεωλογία
επαφήcontactΓεωλογία
επίκλυσηtransgressionΓεωλογία
επικλυσιγενήςtransgressiveΓεωλογία
επιπεδοσπειροειδήςplanispiralΓεωλογία
επιφλοίωσηincrustationΓεωλογία
επώθησηoverthrustΓεωλογία
επώθησηobduction
ερυθρίωσηrubefactionrubéfactionΓεωλογία
εστρωμένοςstratifiedΓεωλογία
ετεροπίαheteropyΓεωλογία
ετεροπικόςheteropicΓεωλογία
ετερόχρονοςheterochronousΓεωλογία
ευστατικόςeustaticΓεωλογία
ευστατισμόςeustatismΓεωλογία
εφίππευσηupthrowupthrustΓεωλογία
ηθμοειδήςcribrateΓεωλογία
ηπειρογενήςcontinentalterrestrialΓεωλογία
ηώκαινοeoceneΓεωλογία
θαλλόςthalluΓεωλογία
θανατοκοινωνίαthanatocoenosisthanatocenosisΓεωλογία
ιζηματογένεσηsedimentationΓεωλογία
ιζηματογενετικόςsedimentaryΓεωλογία
ιζηματογενήςsedimentaryΓεωλογία
ιζηματοδομήsedimentary structuresedimentary fabricΓεωλογία
ιζηματολογίαsedimentologyΓεωλογία
ιζηματολογικόςsedimentologicalΓεωλογία
ιουρασικόςjurassicΓεωλογία
καλλόβιοcallovianΓεωλογία
κάλυμμαnappeΓεωλογία
καμπάνιοcampanianΓεωλογία
καρστικοποίησηκαρστοποίησηkarstificationΓεωλογία
κατάδυσηsubmersionΓεωλογία
κέλυφοςtestΓεωλογία
κενομάνιοcenomanianΓεωλογία
κιμμερίδιοkimmeridgianΓεωλογία
κλάστηςclastΓεωλογία
κλαστικόςclasticdetritalΓεωλογία
κλιτύςslopeΓεωλογία
κοινοζώνηcenozoneΓεωλογία
κοίτασμαdepositΓεωλογία
κοκκίασφαιρίδια μορφή διαδικασία σχηματισμού. Η λέξη ""κοκκία"" υποδηλώνει μόνο το πρώτο
κοκκομετρίαgranulometryΓεωλογία
κοκκώδηςgranulargranulateΓεωλογία
κόνδυλοςnoduleΓεωλογία
κονδυλώδηςnodularΓεωλογία
κορήματαdetritusdebrisΓεωλογία
κρητιδικόcretaceousΓεωλογία
κρητιδικόςcretaceousΓεωλογία
κυανοφύκηblue-green algaecyanophyceaeΓεωλογία
κυνόδοντεςdog teethΓεωλογία
κυψέληalveolusΓεωλογία
λαμινίτηςlaminateΓεωλογία
λατεριτίωσηlateritizationlaterizationΓεωλογία
λατυποπαγήςbrecciabrecceΓεωλογία
λεκάνηbasinΓεωλογία
λεπτόκοκκοςfine-grainedΓεωλογία
λεπτοστρωματώδηςthin-beddedΓεωλογία
λιάσιοliasliassicΓεωλογία
λιθοστραματογραφίαlithostratigraphyΓεωλογία
λιθοφάσηlithofaciesΓεωλογία
λιμνοθάλασσαlagoonΓεωλογία
μαιστρίχτιοmaastrichtianΓεωλογία
μακροαπολίθωμαmacrofossilΓεωλογία
μάλμιοmalmΓεωλογία
μάργαmarlΓεωλογία
μαργαϊκόςmarlyΓεωλογία
μεσοπαλιρροϊκόςintertidalΓεωλογία
μετεωρικόςmeteoricΓεωλογία
μικρίτηςmicriteΓεωλογία
μικριτίωσηmicritizationΓεωλογία
μικροαπολίθωμαmicrofossilΓεωλογία
μικροβιοστρωματογραφίαmicrobiostratigraphyΓεωλογία
μικροκοκκώδηςmicrogranularΓεωλογία
μικρολατυποπαγήςmicro-brecciaΓεωλογία
μικροσπαρίτηςmicrospariteΓεωλογία
μικροφάσηmicrofaciesΓεωλογία
μονόσειροςuniserialΓεωλογία
νηρητικόςneriticΓεωλογία
ογκοειδήoncoidsΓεωλογία
οικοφαινότυποςecophenotypeΓεωλογία
ομοιομορφισμόςhomeomorphismΓεωλογία
οξφόρδιοoxfordianΓεωλογία
οστρακώδηostracodsΓεωλογία
ουργκώνιοurgonianΓεωλογία
οφιόλιθοςophioliteΓεωλογία
παγίδαtrapΓεωλογία
παλαιογενήςpaleogeneΓεωλογία
παλαιόκαινοpaleoceneΓεωλογία
παλαιοοικολογίαpalaeoecologyΓεωλογία
πανίδαfaunaΓεωλογία
παράθυραπαραθυροειδείς δομές αλλά που είναι παράθυρο ως προς τις οπτικές του ιδιότητες σήμερα καθ'οτι είναι σχεδόν αδύνατο να προκληθεί σύγχυση με τα ""τεκτονικά παράθυρα""
παραυτόχθονοςparautochthonousΓεωλογία
παρεμβολήintercalationΓεωλογία
παχυστρωματώδηςthick-beddedΓεωλογία
πεδογένεσηpedogenesisΓεωλογία
πελαγικόςpelagicΓεωλογία
περιελιγμένοςcoiledΓεωλογία
περιπαλιρροϊκόςperitidalΓεωλογία
περιχειρίςskeletonmanchonΓεωλογία
πηλοειδήpeloidsΓεωλογία
πισολιθικόςpisoliticΓεωλογία
πισόλιθοςpisoliteΓεωλογία
πλαγκτονικόςplanktonicplankticΓεωλογία
πλατφόρμαplatformΓεωλογία
πλευρικόςlateralΓεωλογία
πορτλάνδιοportlandianΓεωλογία
πυριτικόςsiliceousΓεωλογία
πυριτόλιθοςsilexΓεωλογία
ραβδώσειςραβδώσεις οστράκωνribscutletsΓεωλογία
ρήγμαfaultΓεωλογία
ρηξιστασίαrhexistasyΓεωλογία
ριπίδιοflabellumΓεωλογία
ριπιδιόμορφοςflabelliformΓεωλογία
ρουδιστήςrudistΓεωλογία
ρουδίτηςruditeΓεωλογία
ρουδιτικόςruditicΓεωλογία
ρωγμήfractureΓεωλογία
σαντόνιοsantonianΓεωλογία
σενόνιοsenonianΓεωλογία
σπαρίτηςspariteΓεωλογία
σπονδύλιοwhorlverticilleΓεωλογία
στένωσηnarrowingΓεωλογία
στρωματογραφίαstratigraphyΓεωλογία
στρωματόλιθοςstromatoliteΓεωλογία
στρώσηstratificationbeddingΓεωλογία
σύγκλινοsynclineΓεωλογία
συμφυρματοπαγήςagglutinatedΓεωλογία
συνιζηματογενήςsynsedimentaryΓεωλογία
συσχέτισηcorrelationΓεωλογία
σχιζόφυταschizophyceaeΓεωλογία
τεκτονικήtectonicsΓεωλογία
τεκτονικόςtectonicΓεωλογία
τοίχωμαwallΓεωλογία
τουρόνιοturonianΓεωλογία
τρηματοφόροforaminiferΓεωλογία
τριαδικόTriassicΓεωλογία
ύβωμαridgeΓεωλογία
υπερπαλιρροϊκόςsupratidalΓεωλογία
υπόβαθροsubstratumΓεωλογία
υποζώνηsub-zoneΓεωλογία
υποπαλιρροϊκόςsubtidalΓεωλογία
υφάλμυροςbrackishΓεωλογία
υφαλογενήςreefalΓεωλογία
υφήtextureΓεωλογία
φάσηfaciesΓεωλογία
φλοιόςcortexΓεωλογία
φλοιόςcrustΓεωλογία
φλοιοφόροςphloiophorousΓεωλογία
φλύσχηςflyschΓεωλογία
φραγμόςbarrierΓεωλογία
φρεατικόςphreaticΓεωλογία
φύκηalgaeΓεωλογία
φυλογένεσηplylogenyΓεωλογία
φυλογενετικόςphylogeneticΓεωλογία
φωσφορικόςphosphaticΓεωλογία
φωσφορίτηςphosphateΓεωλογία
χερσαίοςcontinentalterrestrialΓεωλογία
χέρσευσηemersionΓεωλογία
χλωρίδαfloraΓεωλογία
χρονοστρωματογραφίαchronostratigraphyΓεωλογία
ωοειδήooidsΓεωλογία
ωτερίβιοhauterivianΓεωλογία
granumgranumΒιολογία
α-αμυλάσηα-amylaseΒιολογία
αβέλιααμπέλιαglossy abeliaΒιολογία
αβιοτικόςabioticΒιολογία
αβούτιλοabutilonΒιολογία
αγαύηαθάνατοςcentury plantΒιολογία
αγγειόσπερμοανώτερο φυτόangiospermΒιολογία
αγίγαρτοςseedlessΒιολογία
άγκιστροhookΒιολογία
αγρωστώδεςgrassΒιολογία
αγωγιμότηταconductivityΒιολογία
αδέναςglandΒιολογία
αδενίνηadenineΒιολογία
αδενοιόςadenovirusΒιολογία
αδενοκαρκίνωμαadenocarcinomaΒιολογία
αδενοσίνηadenosineΒιολογία
αδέρφιαtillersΒιολογία
αδιάστατοςundissociatedΒιολογία
αδρανέςinertΒιολογία
αδρόκοκκοςχονδρόκοκκοςcoarse grainΒιολογία
α-εκπομπήςa-emitterΒιολογία
αερισμόςaerationΒιολογία
αεριστήραςaeratorΒιολογία
αιγόκλημααγιόκλημαsweet honeysuckleΒιολογία
αιθανόληethanolΒιολογία
αιθυλένιοethyleneΒιολογία
αΐλανθοςαείλανθοςtree of heavenΒιολογία
αίμαbloodΒιολογία
αίμηhaemΒιολογία
αιμόλυσηhemolysisΒιολογία
αιμοπετάλιαplateletsΒιολογία
αιμορροφιλίαhaemophiliaΒιολογία
αιμοσφαιρίνηhemoglobinΒιολογία
αιμοσφαιρινοπάθειαhemoglobinopathyΒιολογία
αιώρημαεναιώρημαsuspensionΒιολογία
ακαθαρσίαimpurityΒιολογία
ακατέργαστοuntreatedΒιολογία
ακετυλένιοacetyleneΒιολογία
ακετυλοχολίνηacetylcholineΒιολογία
ακινητοποίησηimmobilisationΒιολογία
ακολουθίαsequenceΒιολογία
ακόρεστοςunsaturatedΒιολογία
ακροκεντρικόςacrocentricΒιολογία
ακρολοφίαcristaΒιολογία
ακροπεταλικόςacropetalΒιολογία
ακρόριζοroot tipΒιολογία
ακρόσωμαacrosomaΒιολογία
ακτίνηactinΒιολογία
ακτινίδιοkiwiChinese gooseberryΒιολογία
ακτινοβόλησηακτινοβολίαradiationirradiationΒιολογία
αλανίνηalanineΒιολογία
αλβουμίνηalbuminΒιολογία
άλεσηλειοτρίβησηgrindingΒιολογία
αλευροκύτταρoaleurone layer cellΒιολογία
αλκαλικότηταalkalinityΒιολογία
αλκαπτονουρίαalkaptonuriaΒιολογία
αλληλόμορφοalleleΒιολογία
αλληλοπάθειαallelopathyΒιολογία
αλλομετρίαallometryΒιολογία
αλλοφυκοκυανίνηallophycocyaninΒιολογία
αλλοχωρίαallochoryΒιολογία
αλουμίναaluminaΒιολογία
αλόφυτοhalophyteΒιολογία
αλυσίδαchainΒιολογία
αλφικόςalbinoΒιολογία
αμαλγάμωσηamalgamationΒιολογία
άμβλωσηabortionΒιολογία
αμίαντοςasbestosΒιολογία
αμινοξύamino acidΒιολογία
αμμόφιλτροsand filterΒιολογία
αμνιοκέντησηamniocentesisΒιολογία
αμπελόφυλλοKorean abelialeafΒιολογία
αμπέλοψηVirginia creeperΒιολογία
αμυλόκοκκοςstarch grainΒιολογία
αμυλοπλάστηςamyloplastΒιολογία
αμφίβιοςamphibiousΒιολογία
αμφιβληστροειδήςretinaΒιολογία
αμφιγονίαamphigonyΒιολογία
αμφιγονικόςbisexualΒιολογία
αμφιφωτοπεριοδικόςambiphotoperiodicΒιολογία
αναγέννησηregenerationΒιολογία
αναγωγήreductionΒιολογία
αναγωγικόςreductiveΒιολογία
ανάδευσηagitationΒιολογία
αναδευτήραςagitatorshakerΒιολογία
ανάδυσηemergenceΒιολογία
αναιμίαanemiaΒιολογία
ανάκτησηrecoveryΒιολογία
ανακύκλωσηrecirculationrecyclingΒιολογία
ανάμιξηmixingΒιολογία
αναπαραγωγήreproductionΒιολογία
αναπνοήrespirationΒιολογία
ανάπτυξηdevelopmentΒιολογία
αναστολέαςinhibitorΒιολογία
αναστολήinhibitionΒιολογία
αναστρεψιμότηταreversibilityΒιολογία
ανασυνδυασμένοςrecombinantΒιολογία
ανασυνδυασμόςrecombinationΒιολογία
ανάφασηanaphaseΒιολογία
ανδροστειρότηταmale sterilityΒιολογία
ανδροστειρωτικόςmale sterilantΒιολογία
ανεμοχωρίαanemochoryΒιολογία
ανευπλοειδίαaneuploidyΒιολογία
ανθεκτικότηταresistanceΒιολογία
ανθήραςantherΒιολογία
άνθισηανθοφορίαfloweringflower bearingΒιολογία
ανθογόνοφλοριγόνοflorigenΒιολογία
ανθοδόχηreceptacleΒιολογία
ανθοκομίαfloricultureΒιολογία
άνθοςflowerΒιολογία
ανθόφυτοanthophyteflowering plantΒιολογία
ανθρακας14Carbon14Βιολογία
ανθρακίτηςanthraciteΒιολογία
ανιόνταanionsΒιολογία
ανίχνευσηdetectionΒιολογία
ανιχνευτήςdetectorΒιολογία
άνοδοςanodeΒιολογία
ανομοιογένειαheterogeneityΒιολογία
ανοξίαanoxiaΒιολογία
ανοσοανεπάρκειαimmunodeficiencyΒιολογία
ανοσοαντίδρασηimmunoreactionΒιολογία
ανοσοκυτοχημείαανοσοκυτταροχημείαimmunocytochemistryΒιολογία
ανοσοκυτοχημικόςimmunocytochemicalΒιολογία
ανοσοσήμανσηimmunolabellingΒιολογία
ανοσοσφαιρίνηimmunoglobulinΒιολογία
ανοσοχρυσόςimmunogoldΒιολογία
ανοχήtoleranceΒιολογία
ανταγωνισμόςcompetitionΒιολογία
αντιγόνοantigenΒιολογία
αντιδραστήριαreagentsΒιολογία
αντίληψηperceptionΒιολογία
αντιμεταφοράantiportΒιολογία
αντιορόςantiserumΒιολογία
αντίσωμαantibodyΒιολογία
ανωριμότηταimmaturityΒιολογία
απενεργοποίησηdeactivationΒιολογία
αποβολήabortionmiscarriageΒιολογία
απόγονοςprogenyΒιολογία
αποδέσμευσηliberationΒιολογία
αποδόμησηαποικοδόμησηdegradationΒιολογία
απόδοσηικανότηταefficiencyΒιολογία
απόδοσηyieldΒιολογία
αποεαρινοποίησηdevernalisationΒιολογία
αποθήκευσηstorageΒιολογία
αποικίαcolonyΒιολογία
αποικιστήςcoloniserΒιολογία
αποκαρβοξυλίωσηdecarboxylationΒιολογία
απολέπισηsloughingΒιολογία
απολυμαίνωdisinfectΒιολογία
απολύμανσηdisinfectionΒιολογία
απομόνωσηisolationΒιολογία
απονιτροποίησηdenitrificationΒιολογία
αποπλαστικόςapoplasticΒιολογία
αποπρωτεΐνηapoproteinΒιολογία
απόρριμμαυπόλειμμαresidueΒιολογία
απορρόφησηabsorptionΒιολογία
απόσβεσηdamping outfade outΒιολογία
αποσκισίνηαψιζίνηabscisinΒιολογία
απόσταξηdistillationΒιολογία
αποστείρωσηsterilisationΒιολογία
αποτύπωμαreplicaΒιολογία
αποφύλλωσηdefoliationΒιολογία
αποχέτευσηdrainageΒιολογία
αποώχρωσηdeetiolationde-etiolationΒιολογία
απτοσφαιρίνηhaptoglobinΒιολογία
αραίωμαthinningΒιολογία
άργιλοιclaysΒιολογία
αργινίνηarginineΒιολογία
αριζόνικααριζόναsmooth Arizona cypressΒιολογία
αριστολοχίαbirthwortcalico pipeΒιολογία
αρτίβλαστοseedlingΒιολογία
αρτίφυτροgerminantΒιολογία
ασβέστιοcalciumΒιολογία
ασθένειαdiseaseΒιολογία
ασπαραγίνηaspartameΒιολογία
ασπερμίαseedlessnessΒιολογία
ασπίδιοscutellumΒιολογία
ασπιδίστραaspidistraΒιολογία
άσφαλτοςasphaltbitumenΒιολογία
άτρακτοςspindleΒιολογία
ατραπόςμονοπάτιpathwayΒιολογία
αυλάκωσηcleavageΒιολογία
αύξησηgrowthΒιολογία
αυξίνηauxinΒιολογία
αυτοαντιγόνοautoantigenΒιολογία
αυτοεπικονίασηself-pollinationΒιολογία
αυτόκλειστοautoclavewith autoclaveΒιολογία
αυτοραδιογραφίαautoradiographyΒιολογία
αυτοσυγκρότησηself-assemblyΒιολογία
αυτοσωμικόςautosomalΒιολογία
αυτότροφοςautotrophΒιολογία
αυτοχωρίαautochoryΒιολογία
αυχέναςneckΒιολογία
αφομοίωσηassimilationΒιολογία
αφυδάτωσηdehydrationdewateringΒιολογία
αχαίνιοacheneΒιολογία
αχινόςsea urchinΒιολογία
αχονδροπλασίαachondroplasiaΒιολογία
βαθμονόμησηcalibrationΒιολογία
βακτήριαbacteriaΒιολογία
βακτήριοbacteriumΒιολογία
βαλίνηvalineΒιολογία
βαρβιτουρικόbarbiturateΒιολογία
Βάριον140Barium140Βιολογία
βαροτροπισμόςβαρυτροπισμός ενώ το ""γεωγροπισμός"" είναι παλαιότερος συνώνυμος όρος."3606
βασεόφιλοbasophilΒιολογία
βάσηbaseΒιολογία
βασιπεταλικόςbasipetalΒιολογία
βεϊγκέλιαold fashioned weigelaΒιολογία
β-εκπομπήςβ-emitterΒιολογία
βελτιστοποίησηoptimisationΒιολογία
βενζυλαδενίνηbenzyladenineΒιολογία
βενζυλαμινοπουρίνηbenzylaminopurineΒιολογία
βενθικόςbenthicΒιολογία
βερόνικαήβηhebeΒιολογία
βίγκαgreater periwinkleΒιολογία
βιλιπρωτεΐνηbiliproteinΒιολογία
βιοαντιδραστήραςbioreactorΒιολογία
βιοαποδόμησηβιοαποικοδόμησηbiodegradationΒιολογία
βιογένεσηbiogenesisΒιολογία
βιογενήςbiogenicΒιολογία
βιοδείκτηςbioindicatorbiomarkerΒιολογία
βιοδοκιμήβιολογικός έλεγχοςbioassayΒιολογία
βιοεκχύλισηbioleachingΒιολογία
βιομάζαbiomassΒιολογία
βιομεγέθυνσηbiomagnificationΒιολογία
βιομόριοbiomoleculeΒιολογία
βιομορφήlife formΒιολογία
βιορόφησηbiosorptionΒιολογία
βιοσυγκέντρωσηbioconcentrationΒιολογία
βιοσύνθεσηbiosynthesisΒιολογία
βιοσυσσώρευσηbioaccumulationΒιολογία
βιόσφαιραbiosphereΒιολογία
βιοτικόςbioticΒιολογία
βιότοποςενδιαίτημαhabitatΒιολογία
βιοϋδρομεταλλουργίαbio-hydrometallurgyΒιολογία
βιοφωτισμόςbioluminescenceΒιολογία
βιοχημείαbiochemistryΒιολογία
βιοψίαbiopsyΒιολογία
ΒισμούθιοBismuthΒιολογία
Βισμούθιο214Bismuth214Βιολογία
βιταμίνηvitaminΒιολογία
βιώσιμοςviableΒιολογία
βιωσιμότηταviabilityΒιολογία
βλάστησηvegetationΒιολογία
βλαστητικόςvegetativeΒιολογία
βλαστομερίδιoblastomereΒιολογία
βλαστοπαχύφυτοstem succulentΒιολογία
βλαστόςshootΒιολογία
βλάστωμαblastomaΒιολογία
βλένναmucusΒιολογία
βλεφαρίδαciliumΒιολογία
βολβίδιογονοφθαλμίδιοbulbilΒιολογία
βολβόςbulbΒιολογία
βολβόφυτοbulb plantΒιολογία
βόσκησηgrazingΒιολογία
βουτλέιαμπουτλέιαbutterfly-bushΒιολογία
βραδυαυξήςslow-growingΒιολογία
βραδυχωρίαbradychoryΒιολογία
βράκτιοbractΒιολογία
βραχίοναςarmΒιολογία
βραχυφαλαγγίαbrachyphalangyΒιολογία
βρουσσονετιάpaper mulberryΒιολογία
βρυόφυτοbryophyteΒιολογία
βυρσοδεψείαtanneryΒιολογία
γαλακτοζαιμίαgalactosemiaΒιολογία
γαλάκτωμαemulsionΒιολογία
γαμέτηςgameteΒιολογία
γαμετογένεσηgametogenesisΒιολογία
γαμετοκτόνοgametocideΒιολογία
γαύροςκαρπίνος βετουλοειδήςEuropean hornbeamΒιολογία
γ-εκπομπήςγ –emitterΒιολογία
γενεάgenerationΒιολογία
γενετικήgeneticsΒιολογία
γεωλογικήgeologicalΒιολογία
γεώτρησηboreholewellΒιολογία
γεώφυτοgeophyteΒιολογία
γήρανσηsenescenceΒιολογία
γιακαράνταjacarandaΒιολογία
γιββερελλίνηγιββεριλλίνηgibberellinΒιολογία
γιούκαAdam's needlemount lilyΒιολογία
γκίνγκοginkgomaidenhair treeΒιολογία
γλεδίσχιαγλυφακακίαhoneylocustΒιολογία
γλοβουλίνηglobulinΒιολογία
γλουταμίνηglutamineΒιολογία
γλυκίνηglycineΒιολογία
γλυκόζηglucoseΒιολογία
γλυκοζίτηςglycosideΒιολογία
γλυκοζυλίωσηglycosylationΒιολογία
γλυκολιπίδιοglycolipidΒιολογία
γλυκόλυσηglycolysisΒιολογία
γλυκοπρωτεΐνηglycoproteinΒιολογία
γλυοξύσωμαglyoxysomeΒιολογία
γλυτσίνοςβισταρίαChinese wisteriaΒιολογία
γόνατοnodeΒιολογία
γονίδιοgeneΒιολογία
γονιδίωμαgenomeΒιολογία
γονιμοποίησηfertilizationfertilisationΒιολογία
γονιμότηταfertilityΒιολογία
γονότυποςgenotypeΒιολογία
γουανίνηguanineΒιολογία
γράφημαgraphΒιολογία
γυμνόσπερμοgymnospermΒιολογία
γυναίκαwomanΒιολογία
γυνέριοpampas grassΒιολογία
γυρεόκοκκοςpollen grainΒιολογία
γύρηpollenΒιολογία
γ-φασματομετρίαγ-spectrometryΒιολογία
γ-φασματοσκοπίαγ-spectroscopyΒιολογία
δάκτυλοfingerΒιολογία
δαφνοκέρασοςcherry laurelΒιολογία
δείγμαsamplespecimenΒιολογία
δειγματοληψίαsamplingsample collectionΒιολογία
δείκτηςindicatorΒιολογία
δενδρολίβανοcommon rosemaryΒιολογία
δεξαμενήpoolΒιολογία
δέρμαskinΒιολογία
δεσμόςbondΒιολογία
δεσμόσωμαdesmosomeΒιολογία
δευτεροταγήςsecondaryΒιολογία
δεύτσιαsnowflake deutziaΒιολογία
ΔημήτριοCeriumΒιολογία
Δημήτριο141Cerium141Βιολογία
Δημήτριο144Cerium144Βιολογία
διαβάθμισηκλίσηgradientΒιολογία
διαβαθμισμένοςgradedΒιολογία
διαβαροτροπισμόςdiagravitropismΒιολογία
διάβρωσηcorrosionΒιολογία
διάθλασηrefractionΒιολογία
δίαιταdietΒιολογία
διακίνησηdiakinesisΒιολογία
διακριτικότηταδιακριτική ικανότηταresolutionΒιολογία
διακυττάρωσηtranscytosisΒιολογία
διαλυτοποίησηsolubilisationdissolutionΒιολογία
διαλυτότηταsolubilityΒιολογία
διαμεσολάβησηmediationΒιολογία
διαπερατότηταpermeabilityΒιολογία
διαπνοήtranspirationΒιολογία
διαπότισηinfiltrationΒιολογία
διασποράdispersalΒιολογία
διαστάλαξηpercolationΒιολογία
διασταύρωσηcrossingΒιολογία
διατάραξηdisturbanceΒιολογία
διατήρησηconservationΒιολογία
διαύγασηclarificationΒιολογία
διαφοροποίησηdifferentiationΒιολογία
διάφραγμαseptumΒιολογία
διαχείρισηdisposalΒιολογία
διάχυσηdiffusionΒιολογία
δίδυμοςtwinΒιολογία
διέγερσηstimulationΒιολογία
διείσδυσηpenetrationΒιολογία
διεργασίαprocessΒιολογία
διεργασίεςprocessesΒιολογία
διήθημαfiltrateΒιολογία
διήθησηfiltrationΒιολογία
δικοτυλήδονοδικοτυλήδονο φυτόdicotyledonΒιολογία
διμορφισμόςdimorphismΒιολογία
δίοικoςdioeciousΒιολογία
διοξίνεςdioxinsΒιολογία
διπλασιασμόςduplicationΒιολογία
διπλοστοιβάδαλιπιδική διπλοστοιβάδαlipid bilayerΒιολογία
διπλοταινίαdiploteneΒιολογία
δισκόγραμμαpie chartΒιολογία
διτερπένιοditerpeneΒιολογία
διωικόςdizygoticΒιολογία
δορυφόροςsatelliteΒιολογία
δόσηdoseΒιολογία
δραστικότηταpotencyΒιολογία
δυσζωοχωρίαdyszoochoryΒιολογία
εαρίνηβερναλίνηvernalinΒιολογία
εαρινοποίησηvernalisationΒιολογία
έγκλεισηembeddingΒιολογία
εγκλείσματαinclusionsΒιολογία
εγκυμοσύνηκύησηpregnancyΒιολογία
εδάφηsoilsΒιολογία
είδοςείδος οργανισμούspeciesΒιολογία
είσοδοςπαράσυρσηentrainmentΒιολογία
εισροήείσοδοςinfluentΒιολογία
εκβλάστησηgerminationΒιολογία
εκβλάστησηsproutingΒιολογία
εκβλάστησηbuddingΒιολογία
έκθεσηexposureΒιολογία
έκκρισηsecretionΒιολογία
έκπλυσηcleaningwashingΒιολογία
εκπομπήemissionΒιολογία
εκροήexudationΒιολογία
εκρόφησηdesorptionΒιολογία
εκσπερμάτωσηejaculationΒιολογία
εκχύλισηleachingΒιολογία
εκχύλισηextractionΒιολογία
εκχυλισιμότηταleachabilityΒιολογία
εκχύλισμααποστράγγισηleachateΒιολογία
εκχύλισμαextractΒιολογία
έκχυσηleachingΒιολογία
ελαίαγνοςτζιτζιφιάRussian oliveΒιολογία
ελαιοπιεστήριοoil pressoil millΒιολογία
ελαιοπυρήναςoil-kernelΒιολογία
ελαιοσταγονίδιοoil dropletΒιολογία
ελαιόσωμαelaiosomeΒιολογία
ελαιουργείοoil factoryΒιολογία
έλασμαlaminabladeΒιολογία
ελαφρόπετραpumiceΒιολογία
ελιάcommon oliveΒιολογία
έλικαtendrilΒιολογία
έλικαhelixΒιολογία
έλλειψηdeficiencyΒιολογία
εμβάπτισηdippingΒιολογία
εμβολιάζωinoculateΒιολογία
εμβολιασμόςgraftingΒιολογία
έμβρυοembryoΒιολογία
εμβρυογένεσηembryogenesisΒιολογία
εμβρυολογίαembryologyΒιολογία
εμβρυόσακκοςembryo sacΒιολογία
εμπλουτισμόςenrichmentΒιολογία
εμπύρηνοςnucleatedΒιολογία
εμφύσημαemphysemaΒιολογία
εμφύτευμαimplantΒιολογία
ενδοδερμίδαendodermisΒιολογία
ενδοζωοχωρίαendozoochoryΒιολογία
ενδοκυττάριοςintracellularΒιολογία
ενδοκύτωσηendocytosisΒιολογία
ενδομήτριοendometriumΒιολογία
ενδομίτωσηendomitosisΒιολογία
ενδοσπέρμιοendospermΒιολογία
ενεργοποίησηactivationcapacitationΒιολογία
ενεργότηταactivityΒιολογία
ένζυμαenzymesΒιολογία
ένζυμοenzymeΒιολογία
ενοφθαλμισμόςgraftingΒιολογία
εντατικοποίησηintensificationΒιολογία
εντομοκτόνοinsecticideΒιολογία
ενυδάτωσηhydrationΒιολογία
εξαγωγήεκχύλιση υπό ανάδευσηextractionΒιολογία
εξαλλοίωσηalterationΒιολογία
εξαναγκασμόςentrainmentΒιολογία
εξάτμισηevaporationΒιολογία
εξαΰλωσηannihilationΒιολογία
εξάχνωσηetchingΒιολογία
εξειδίκευσηspecificityΒιολογία
εξουδετέρωσηneutralisationΒιολογία
εξυγίανσηremediationΒιολογία
εξωδέσμηectodesmaΒιολογία
εξωζωοχωρίαexozoochoryΒιολογία
εξωκάρπιοexocarpΒιολογία
εξωκυττάριοςextracellularΒιολογία
εξωκύττωσηexocytosisΒιολογία
εξώχορδοpearlbushΒιολογία
επαγωγήεπιβολήinductionΒιολογία
επαναληψιμότηταreproducibilityΒιολογία
επεξεργασίακατεργασίαtreatmentΒιολογία
επιβενθικόςepibenthicΒιολογία
επιβίωσηsurvivalΒιολογία
επιδερμίδαepidermisΒιολογία
επιδερμικόςepidermalΒιολογία
επιθήλιοepitheliumΒιολογία
επικάλυψηcoatingΒιολογία
επικονίασηpollinationΒιολογία
επικονιαστήςpollinatorΒιολογία
επικοτύλιοepicotylΒιολογία
επικρατήςdominantΒιολογία
επιμερισμόςallocationΒιολογία
επιμετάλλωσηelectroplatingΒιολογία
επιμήκυνσηelongationΒιολογία
επιναστίαepinastyΒιολογία
επινεφρίδιοadrenal glandΒιολογία
επίπασηdustingΒιολογία
επίπλευσηfloatationflotationΒιολογία
επίπτωσηεπίδρασηimpactΒιολογία
επιφυτικόςepiphyticΒιολογία
επίφυτοepiphyteΒιολογία
επωάζωincubateΒιολογία
ερέθισμαstimulusΒιολογία
ερείκηρείκιtree heathΒιολογία
ερμαφρόδιτοςhermaphroditeΒιολογία
έρπηςherpesΒιολογία
ερυθροκύτταροerythrocytered blood cellΒιολογία
εσοδείαcropΒιολογία
εστέραςesterΒιολογία
εστεράσηesteraseΒιολογία
εστιάζωfocusΒιολογία
εσχαρισμόςgriddingΒιολογία
ετεροαυξίνηheteroauxinΒιολογία
ετερογένειαheterogenyΒιολογία
ετερόζυγοςheterozygousΒιολογία
ετερόλογοςheterologousΒιολογία
ετερομορφισμόςheteromorphismΒιολογία
ετεροστυλίαheterostylismΒιολογία
ετερότροφοςheterotrophheterotrophicΒιολογία
ετεροφθορισμόςhetero-fluorescenceΒιολογία
ετεροφυτρωτικότηταheteroblastyΒιολογία
ευτροφισμόςeutrophicationΒιολογία
ευφυΐαintelligenceΒιολογία
ευχρωματίνηeuchromatinΒιολογία
εφηβείαpubertyΒιολογία
εφυμενίδαcuticleΒιολογία
ζεατίνηzeatinΒιολογία
ζεόλιθοςzeoliteΒιολογία
ζευγάριpairΒιολογία
ζιζάνιοweedΒιολογία
ζιζανιοκτόνοherbicideΒιολογία
Ζιρκόνιον95Zirconium95Βιολογία
ζυγοταινίαzygoteneΒιολογία
ζυγώτηςzygoteΒιολογία
ζυμωτήραςfermentorΒιολογία
ζωνοποίησηbandingΒιολογία
ζωοχωρίαzoochoryΒιολογία
ηλεκτροαπόθεσηelectrodepositionΒιολογία
ηλεκτροαρνητικότηταelectronegativityΒιολογία
ηλεκτρόδιοelectrodeΒιολογία
ηλεκτρολύτηςelectrolyteΒιολογία
ΗλεκτρόνιαelectronsΒιολογία
ηλεκτρονιογραφίαelectron micrographΒιολογία
ηλεκτρονιόπυκνοςelectron denseΒιολογία
ηλεκτροτροπισμόςelectrotropismΒιολογία
ηλεκτροφόρησηelectrophoresisΒιολογία
ηλεκτροχημείαelectrochemistryΒιολογία
ηλικίαageΒιολογία
ηλιοστίγμαsunfleckΒιολογία
ημικρανίαhemicraniaΒιολογία
ημικυτταρίνηhemicelluloseΒιολογία
ημίξηροςsemi-dryΒιολογία
ημιπερατόςsemipermeableΒιολογία
ήπαρliverΒιολογία
ηρεμίαrestquiescenceΒιολογία
θαλασσαιμίαthalassemiaΒιολογία
θαλλόςthallusΒιολογία
θάμνοςshrubΒιολογία
θαμνώναςshrublandΒιολογία
θανατηφόροςmortallethalΒιολογία
θάνατοςdeathΒιολογία
θειοβακτήριοthiobacteriumΒιολογία
θερμοκλινέςthermoclineΒιολογία
θερμομάλαξηthermal-kneadingΒιολογία
θερμοναστίαthermonastythermonastic growth movementΒιολογία
θερμοπεριοδισμόςthermoperiodismΒιολογία
θερμοτροπισμόςthermotropismΒιολογία
θερμόφιλοςthermophileΒιολογία
θερόφυτοtherophyteΒιολογία
θηλαστικόmammalΒιολογία
θήρευσηpredationΒιολογία
θιγμοτροπισμόςthigmotropismΒιολογία
θνησιμότηταmortalityΒιολογία
θολερότηταturbitityΒιολογία
ΘόριοthoriumΒιολογία
Θόριο228thorium228Βιολογία
Θόριο232thorium232Βιολογία
Θόριο234thorium234Βιολογία
ΘορόνιοRadon220Βιολογία
θραύσηcrushingΒιολογία
θρεονίνηthreonineΒιολογία
θρεπτικάnutrientsΒιολογία
θρόμβοςblood clotΒιολογία
θυγατρικόςdaughterΒιολογία
θυλακοειδέςthylakoidΒιολογία
θυλακοκύτταροfollicle cellΒιολογία
θυμιδίνηthymidineΒιολογία
θυμίνηthymineΒιολογία
θωράκισηshieldingΒιολογία
ιζηματοποίησηιζηματογένεσηsedimentationsinkingΒιολογία
ίκτεροςicterusjaundiceΒιολογία
ιλαράmeaslesΒιολογία
ίληξαρκουδοπούρναροEnglish hollyΒιολογία
ιλύςsludgeΒιολογία
ινίδιοfilamentΒιολογία
ινοβλάστηςfibroblastΒιολογία
ινσουλίνηinsulinΒιολογία
ινωδογόνοfibrinogenΒιολογία
ιονοφόροςionophoreΒιολογία
ιόςvirusΒιολογία
ιπποκαστανέαπικροκαστανιάhorse-chestnutΒιολογία
ιπποφαέςsea buckthornΒιολογία
ισοένζυμοisoenzymeΒιολογία
ισοεστίασηisofocusingΒιολογία
ισολευκίνηisoleucineΒιολογία
ισομερείωσηisomerisationΒιολογία
ισοπυκνωτικόςisopycnoticΒιολογία
ισότοποisotopeΒιολογία
ισοχρωμόσωμαisochromosomeΒιολογία
ιστιδίνηhistidineΒιολογία
ιστοκαλλιέργειαtissue cultureΒιολογία
ιστόνηhistoneΒιολογία
ιστόςtissueΒιολογία
ιστοχημείαhistochemistryΒιολογία
ιχθύςfishΒιολογία
ιχνοστοιχείοtrace elementtrace metalΒιολογία
ιώδιοiodineΒιολογία
Ιώδιον131Iodine131Βιολογία
Ιώδιον132Iodine132Βιολογία
καθίζησηprecipitationΒιολογία
καθίζησηsettlingΒιολογία
κάθοδοςcathodeΒιολογία
καθορισμόςπροσδιορισμόςdeterminationΒιολογία
ΚαίσιοCesiumCaesiumΒιολογία
Καίσιο134Cesium 134Caesium 134Βιολογία
Καίσιο137Cesium 137Caesium 137Βιολογία
Κάλιο40Potassium 40Βιολογία
καλλιέργειαcultivationΒιολογία
καλλιέργειαcultureΒιολογία
"
καλλιστήμωνbottle brushΒιολογία
κάλλοςcallusΒιολογία
καλμοδουλίνηcalmodulinΒιολογία
καλύπτραroot capΒιολογία
κάμβιοcambiumΒιολογία
καμέλιαcommon camelliaΒιολογία
καμψίςμπιγκνόνιαtrumpet vineΒιολογία
καρβοξυλάσηcarboxylaseΒιολογία
καρβοξυλίωσηcarboxylationΒιολογία
καρδιάheartΒιολογία
καρκινογένεσηcarcinogenesisΒιολογία
καρκίνωμαcarcinomaΒιολογία
καροτένιοcaroteneΒιολογία
καροτενοειδέςcarotenoidΒιολογία
καρπόδεσηδέσιμο καρπούfruit setΒιολογία
καρπόςfruitΒιολογία
καρποφαγίαfrugivoryΒιολογία
καρποφορίαfruit bearingfruitageΒιολογία
καρυδιάEnglish walnutΒιολογία
καρυόπτερηbluebeardΒιολογία
καρυότυποςkaryotypeΒιολογία
καρύοψηcaryopsisΒιολογία
κασσίαsennaΒιολογία
καστανιάSpanish chestnutΒιολογία
καταβολήprimordiumΒιολογία
καταβολισμόςcatabolismΒιολογία
καταβύθισηsettlingΒιολογία
καταγραφήrecordingΒιολογία
καταγραφικόrecorderΒιολογία
κατακρήμνισηprecipitationΒιολογία
καταλύτηςcatalystΒιολογία
καταναλωτήςconsumerΒιολογία
κατανομήdistributionpatternΒιολογία
καταπόνησηstressΒιολογία
καταρράκτηςcataractΒιολογία
καταστολήsuppressionΒιολογία
καταστροφήdestructiondecayΒιολογία
κατάτμησηcomminutionΒιολογία
κατάψυξηfreezeΒιολογία
κατείσδυσηinfiltrationΒιολογία
κατεργασμένοςtreatedΒιολογία
κατιόνταcationsΒιολογία
κατώφλιthresholdΒιολογία
κάψαcapsuleΒιολογία
κβάνταquantaΒιολογία
κεάνωθοςwild lilacΒιολογία
κεκορεσμένοςsaturatedΒιολογία
κελρετόριαgolden-rain treeΒιολογία
κέλυφοςshellΒιολογία
κεντρίδιοcentrioleΒιολογία
κεντρομερίδιοcentromereΒιολογία
κεντροσωμάτιοcentrosomeΒιολογία
κεντροσωμάτιοcentromereΒιολογία
κερατοειδήςcorneaΒιολογία
κερατονίαχαρουπιάcarobSt. John's breadΒιολογία
κερκίςδένδρο του ΙούδαJudas treeΒιολογία
κέρριαJapanese kerriaΒιολογία
κηρόςwaxΒιολογία
κινητικήkineticsΒιολογία
κινητίνηkinetinΒιολογία
κισσόςEnglish ivyΒιολογία
κλάδεμαpruningΒιολογία
κλάδοςbranchΒιολογία
κλαθρίνηclathrinΒιολογία
κλάσμαfractionΒιολογία
κλασμάτωσηfractionationΒιολογία
κληματίςtraveller's joyΒιολογία
κληρόδενδροharlequin gloryΒιολογία
κληρονομικόςinheritablehereditaryΒιολογία
κληρονομικότηταheredityΒιολογία
κληρονομικότηταinheritanceΒιολογία
κλίβανοςkilnΒιολογία
κλινοστάτηςklinostatΒιολογία
κλίσηslopeΒιολογία
κλώνοςcloneΒιολογία
κνιπχόφιατριτόμαtorch lilyΒιολογία
κοιλάδαtroughΒιολογία
κοιτασματολογίαeconomic geologyΒιολογία
κοκκομετρίαgranulometryΒιολογία
κολεόπτιλocoleoptileΒιολογία
κολεόςsheathΒιολογία
κολκβίτσιαbeauty bushΒιολογία
κολλαγόνοcollagenΒιολογία
κολλοειδήcolloidsΒιολογία
κολποειδήςsinusoidΒιολογία
κόλποςvaginaΒιολογία
κόνδυλοςtuberΒιολογία
κορεσμόςsaturationΒιολογία
κορυφαίοςapicalΒιολογία
κορυφήόροςpeakΒιολογία
κοσκίνισηsievingΒιολογία
κόσκινοsievescreenΒιολογία
κότινοςσουμάκιsmoke treeVenetian sumachΒιολογία
κοτυληδόναcotyledonΒιολογία
κουκουναριάstone pineumbrella pineΒιολογία
κουμαριάstrawberry treeΒιολογία
κρανίοcraniumΒιολογία
κράταιγοςμουρτζιάcommon hawthornmay treeΒιολογία
κροκάλαgravelΒιολογία
κροκίδωσηflocculationΒιολογία
κρυογένεσηcryogenesisΒιολογία
κρυοτεχνικήcryotechniqueΒιολογία
κρυοτομήcryosectionΒιολογία
κρυστάλλωσηcrystallizationΒιολογία
κυανοφύκοςblue-green algaΒιολογία
κυάνωσηcyanidationΒιολογία
κυκλοφορίαcirculationΒιολογία
κύλινδροςcylinderΒιολογία
κυμογράφοςkymographΒιολογία
κυπαρίσσιMediterranean cypressItalian cypressΒιολογία
κύρτωσηcurvatureΒιολογία
κυστεΐνηcysteineΒιολογία
κυστίδιοvesicleΒιολογία
κυτοκίνησηcytokinesisΒιολογία
κυτοκινίνηcytokininΒιολογία
κυτόπλασμακυτταρόπλασμαcytoplasmΒιολογία
κυτοσίνηcytosineΒιολογία
κυτόχρωμαcytochromeΒιολογία
κύτταροcellΒιολογία
κυτταρογενετικήcytogeneticsΒιολογία
κυτταροκαλλιέργειαcell cultureΒιολογία
κυτταροποσίαpinocytosisΒιολογία
κυτταροφαγίαφαγοκυττάρωσηphagocytosisΒιολογία
κυτταροχημείαcytochemistryΒιολογία
κυψέληκελίcellΒιολογία
κώνοςconeΒιολογία
κωνοφόροconiferΒιολογία
λαβούρνολαμπούρνοgolden rain treeΒιολογία
λαγκεστρέμιαcrape myrtleΒιολογία
λαιμόςcollarΒιολογία
λακτόζηlactoseΒιολογία
λακτοϋπεροξειδάσηlactoperoxidaseΒιολογία
Λανθάνιον140Lanthanium140Βιολογία
λαντάναlantanaΒιολογία
λαπαροσκόπησηlaparoscopyΒιολογία
λάριξEuropean larchΒιολογία
λεβάνταcommon lavendertrue lavenderΒιολογία
λεβαντίνηlavender cottonΒιολογία
λεκτίνηlectinsΒιολογία
λεμφοκύτταροlymphocyteΒιολογία
λευκίνηleucineΒιολογία
ληθαργικόςdormantΒιολογία
λήθαργοςdormancyΒιολογία
λιγνοποίησηlignificationΒιολογία
λιθόσφαιραlithosphereΒιολογία
λικιδάμβαρηυγράμπαρηoriental sweet-gumΒιολογία
λίπασμαfertiliserΒιολογία
λιπίδιαlipidsΒιολογία
λίποςfatΒιολογία
λιριόδενδροtulip treeyellow poplarΒιολογία
λυγαριάchaste treeΒιολογία
λύματααστικά απόβληταmunicipal wastewaterΒιολογία
λυσίνηlysineΒιολογία
λυσόσωμαlysosomeΒιολογία
λωτόςChinese persimmonΒιολογία
μακροβιότηταlongevityΒιολογία
μακρογαμετόφυτοmacrogametophyteΒιολογία
μακρομόριοmacromoleculeΒιολογία
μακροφάγοςmacrophageΒιολογία
μακρόφυτοmacrophyteΒιολογία
μανδεβίλλιαChilean jasmineΒιολογία
μαονιάOregon holly grapeΒιολογία
μάρτυραςcontrolΒιολογία
μαστίγιοflagellumΒιολογία
μαστόςbreastΒιολογία
μέγεθοςsizeΒιολογία
μεθιονίνηmethionineΒιολογία
μεθωρίμανσηafter-ripeningΒιολογία
μείωσηmeiosisΒιολογία
μελανίνηmelaninΒιολογία
μελιάchinaberrybead-treeΒιολογία
μεμβράνηmembranefilmΒιολογία
μερίστωμαmeristemΒιολογία
μεσογονάτιοinternodeΒιολογία
μεσόφασηinterfacemesophaseΒιολογία
μεσόφιλοςmesophileΒιολογία
μεσόφυλλοmesophyllΒιολογία
μεσόφυτοmesophyteΒιολογία
μετάβασηshiftΒιολογία
μεταβολικόςmetabolicΒιολογία
μεταβολισμόςαφομοίωσιςmetabolismΒιολογία
μεταβολίτηςmetaboliteΒιολογία
μετάγγισηtransfusionΒιολογία
μεταγραφήtranscriptionΒιολογία
μεταγωγήconvectionΒιολογία
μετακεντρικόςmetacentricΒιολογία
μετάλλαξημεταλλαγήmutationΒιολογία
μεταλλαξιογένεσηmutagenesisΒιολογία
μεταλλουργικήmetallurgicalΒιολογία
μεταλλοφορίαore depositsΒιολογία
μεταμόρφωσηmetamorphosisΒιολογία
μεταμόσχευσηtransplantationΒιολογία
μετατόπισηtranslocationΒιολογία
μετάφασηmetaphaseΒιολογία
μεταφοράtransportΒιολογία
μεταφοράtransductionΒιολογία
μεταφοράtranslocationΒιολογία
μεταφύτευσηtransplantingΒιολογία
μετεπίδρασηafter-effectΒιολογία
μέτρησηcountΒιολογία
μηρόςthighΒιολογία
μητέραmotherΒιολογία
μηχανισμόςmechanismΒιολογία
μιγάςmulattoΒιολογία
μικκύλιοmyceliumΒιολογία
μικροανάγλυφοmicroreliefΒιολογία
μικροανάλυσηmicroanalysisΒιολογία
μικροένεσηmicroinjectionΒιολογία
μικροϊνίδιαmicrofilamentsΒιολογία
μικρολάχνηmicrovillusΒιολογία
μικροοργανισμόςmicroorganismΒιολογία
μικρο-πανίδαmicro-floraΒιολογία
μικροπεριβάλλονmicroenvironmentΒιολογία
μικροσκόπιοmicroscopeΒιολογία
μικροσωληνίσκοςmicrotubuleΒιολογία
μικρόσωμαmicrosomeΒιολογία
μικροτοπογραφίαmicrotopographyΒιολογία
μικροφασματοφωτομετρίαmicrophasmatophotometryΒιολογία
μίσχοςpetioleΒιολογία
μιτοχόνδριοmitochondrionΒιολογία
μίτωσηmitosisΒιολογία
μόλυνσηρύπανσηcontaminationΒιολογία
μόλυνσηinfectionΒιολογία
μονιμοποίησηfixationΒιολογία
μόνοικοςmonoeciousΒιολογία
μονοκαρπικόςmonocarpicsemelparousΒιολογία
μονοκοτυλήδονοmonocotyledonΒιολογία
μονοκύτταροςunicellularΒιολογία
μονόστοιβοςmonolayerΒιολογία
μονοωϊκόςmonozygoteΒιολογία
μόριοmoleculeΒιολογία
μορφακτίνηmorphactinΒιολογία
μορφογένεσηmorphogenesisΒιολογία
μορφολογίαmorphologyΒιολογία
μόσχευμαcuttingΒιολογία
μόσχευμαgraftΒιολογία
μπαμπούJapanese bambooΒιολογία
μπουγκανβίλιαbougainvilleaΒιολογία
μυελίνηmyelinΒιολογία
μυελοκήληmyeloceleΒιολογία
μυέλωμαmyelomaΒιολογία
μύκηταςfungusΒιολογία
μυκητοκτόνοςfungicideΒιολογία
μυκόπλασμαmycoplasmaΒιολογία
μυονημάτιοmyofilamentΒιολογία
μυοσίνηmyosinΒιολογία
μυοσφαιρίνηmyoglobinΒιολογία
μυρμηκοχωρίαmyrmecochoryΒιολογία
μυρτιάtrue myrtleGreek myrtleΒιολογία
μυςmuscleΒιολογία
μωσαϊκισμόςmosaicismΒιολογία
νανισμόςnanismdwarfismΒιολογία
ναντίναheavenly bambooΒιολογία
ναστίαnastynastic movementΒιολογία
νεανικότηταjuvenilityΒιολογία
νεογέννητοςnewly bornΒιολογία
νεόπλασμαneoplasmΒιολογία
νετρόνιοneutronΒιολογία
νευροδιαβιβαστήςneurotransmitterΒιολογία
νευροϊνίδιοneurofilamentΒιολογία
νημάτιοίναfiberΒιολογία
Νιόβιον95Niobium95Βιολογία
νιτροποίησηnitrificationΒιολογία
νουκλεόσωμαnucleosomeΒιολογία
νουκλεοτίδιοnucleotideΒιολογία
νυκτοναστίαnyctinastyΒιολογία
νυκτοτροπισμόςnyctotropismΒιολογία
ξενιστέςhostsΒιολογία
ξήρανσηdryingΒιολογία
ξηραντήραςdrierΒιολογία
ξηροδερμίαxerosisΒιολογία
ξύλωμαxylemΒιολογία
ογκογονίδιοoncogeneΒιολογία
όγκοςtumorΒιολογία
όζονozoneΒιολογία
οζονισμόςozonationΒιολογία
οικολογίαecologyΒιολογία
οικοσύστημαecosystemΒιολογία
οικότυποςecotypeΒιολογία
οικοφυσιολογίαecophysiologyΒιολογία
ολιγοσακχαρίτηςoligosaccharideΒιολογία
ολιγοσπερμίαoligospermiaΒιολογία
ολοδυναμίαtotipotencyΒιολογία
ομογενοποίησηhomogenisationΒιολογία
ομόζυγοςhomozygousΒιολογία
ομοιογενήςhomogeneousΒιολογία
ομοιόθερμοςhomoiothermalhomothermalΒιολογία
ομοιοπολικόςcovalentΒιολογία
ομοκυστινουρίαhomocystinuriaΒιολογία
ομόλογοςhomologousΒιολογία
οντογενετικόςontogeneticΒιολογία
οξείδωσηoxidationΒιολογία
οξυγονάσηoxygenaseΒιολογία
οξυγόνωσηoxygenationΒιολογία
οξύφιλοςacidophilicΒιολογία
οπισθοσκεδαζόμενοςbasic scatteredΒιολογία
οπισθοσκέδασηback scatteringΒιολογία
οπωρώναςorchardΒιολογία
οργανίδιοorganelleΒιολογία
οργανισμόςorganismΒιολογία
οργανοκαλλιέργειαorgan cultureΒιολογία
ορθοβαροτροπικόςorthogravitropismΒιολογία
όριοlimitΒιολογία
ορμόνηhormoneΒιολογία
ορμονοανταγωνιστήςhormone antagonistΒιολογία
όρνιασμαcaprificationΒιολογία
ορτανσίαcommon hydrangeaΒιολογία
ορυκτάoresΒιολογία
ορυκτέλαιαgreaseΒιολογία
όρχιςtestisΒιολογία
οστρακόδερμαcrustaceansΒιολογία
όσχεοscrotumΒιολογία
ουδετερόφιλοneutrophilΒιολογία
ουρακίληuracilΒιολογία
ΟυράνιοuraniumΒιολογία
Ουράνιο238Uranium238Βιολογία
οφθαλμόςbudΒιολογία
πάγκρεαςpancreasΒιολογία
παλινδρόμησηregressionΒιολογία
πάπποςpappusΒιολογία
παράγονταςfactoragentΒιολογία
παράγοντεςfactorsΒιολογία
παραγωγήproductionΒιολογία
παραγωγικότηταproductivityΒιολογία
παραλλαγήποικιλίαvariationΒιολογία
παράμετροςparameterΒιολογία
παραπροϊόνby-productΒιολογία
παράσιταparasitesΒιολογία
παραφυάδαsuckerΒιολογία
παρθενοκαρπίαparthenocarpyΒιολογία
παρθενοκισσόςBoston ivyΒιολογία
πασχαλιάcommon lilacΒιολογία
πατρικόςparentΒιολογία
παυλόβνιαempress treeΒιολογία
παχυντήςthickenerΒιολογία
παχυταινίαpachyteneΒιολογία
πειραματόφυτοexperimental plantΒιολογία
περατότηταpermeabilityΒιολογία
περιάνθιοperianthΒιολογία
περιβάλλονenvironmentΒιολογία
περίθλασηdiffractionΒιολογία
περιθλασίμετροdiffractometerΒιολογία
περικάρπιοpericarpΒιολογία
περικύκλιοpericycleΒιολογία
περιοδικότηταperiodicityΒιολογία
περίοδοςperiodΒιολογία
περισπέρμιοperispermΒιολογία
πέταλοpetalΒιολογία
πευκοβελόναpine needleΒιολογία
πηκτίνηpectinΒιολογία
πικροδάφνηoleanderrose-bayΒιολογία
πιττόσποροαγγελικήJapanese mock orangeAustralian laurelΒιολογία
πλάγιασμαlodgingΒιολογία
πλαγιοβαροτροπισμόςplagiogravitropismΒιολογία
πλαγκτόνplanktonΒιολογία
πλακούνταςplacentaΒιολογία
πλάσμαplasmaΒιολογία
πλασμαλήμμαplasmalemmaΒιολογία
πλασμίδιοplasmidΒιολογία
πλασμοδέσμηplasmodesmaΒιολογία
πλασμόλυσηplasmolysisΒιολογία
πλαστίδιοplastidΒιολογία
πλαστοχρόνοςplastochronformungszeitΒιολογία
πλάτανοςoriental plane treeΒιολογία
πλάτοςamplitudeΒιολογία
πλευρικόςlateralΒιολογία
πληροκαρπίαmastingΒιολογία
πνεύμοναςlungΒιολογία
πόαherbΒιολογία
ποζολάνηpozzolanΒιολογία
ποικιλομορφίαdiversityΒιολογία
ποικιλόμορφοςvariegatedΒιολογία
ποϊντσιάναpoincianaflame treeΒιολογία
πολαροτροπισμόςpolarotropismΒιολογία
πολικότηταpolarityΒιολογία
πολλαπλασιασμόςmultiplicationpropagationΒιολογία
πόλοςpoleΒιολογία
πολυαλκοόληpolyalcoholΒιολογία
πολυγονιδιακόςpolygeneΒιολογία
πολύγονοpolygonumΒιολογία
πολυηλεκτρολύτηςpolyelectrolyteΒιολογία
πολυκαρπικόςpolycarpiciteroparousΒιολογία
πολυκύτταροςmulticellularΒιολογία
πολυμορφισμόςpolymorphismΒιολογία
πολυπλοειδίαpolyploidyΒιολογία
πολυσακχαρίτηςpolysaccharideΒιολογία
πολυσπερμίαpolyspermyΒιολογία
πολφόςpulpΒιολογία
πόλωσηpolarizationΒιολογία
πορώδεςporosityΒιολογία
ποτεντίλλαbuttercup shrubΒιολογία
πουρίνηpurineΒιολογία
προεπεξεργασίαpretreatmentΒιολογία
προθέρμανσηpreheatingΒιολογία
προϊόνproductΒιολογία
προλίνηprolineΒιολογία
προπλαστίδιοproplastidΒιολογία
προσαρμογήadaptationΒιολογία
προσαρμοστικότηταadaptabilityΒιολογία
προσκεφάλαιοpulvinusΒιολογία
προσκόλλησηadhesionΒιολογία
πρόσληψηintakeΒιολογία
προσομοιώνωsimulateΒιολογία
προσρόφησηabsorptionadsorptionΒιολογία
προσυλλεκτικόςpreharvestΒιολογία
πρότυποpatternΒιολογία
πρόφασηprophaseΒιολογία
προώθησηpromotionΒιολογία
προωθητήςpromoterΒιολογία
πρόωροςprecociousΒιολογία
πρωιμότηταearlinessΒιολογία
πρωτεάσηproteaseΒιολογία
πρωτεΐνηproteinΒιολογία
πρωτεύωνprimateΒιολογία
πρωτόζωαprotozoaΒιολογία
πρωτόνημαprotonemaΒιολογία
πρωτόνιαprotonsΒιολογία
πρωτοπλάστηςprotoplastΒιολογία
πρωτοχλωροφυλλίδιοprotochlorophyllideΒιολογία
πτέριδαfernΒιολογία
πτεριδόφυτοpteridophytefernΒιολογία
πυκνότηταdensityΒιολογία
πυξάριboxwoodΒιολογία
πυράκανθοςscarlet firethornΒιολογία
πυρήναςnucleusΒιολογία
πυρηνίσκοςnucleolusΒιολογία
πυρηνόπλασμαnucleoplasmΒιολογία
ραβδόμυλοςrod millΒιολογία
ράγαberryΒιολογία
ραδιενέργειαradioactivityΒιολογία
ΡάδιοradiumΒιολογία
Ράδιο226radium226Βιολογία
Ράδιο228radium228Βιολογία
ραδιοϊσότοποραδιενεργό ισότοποradioisotopeΒιολογία
ραδιολογικόςradiologicalΒιολογία
ραδιόμετροradiometerΒιολογία
ραδιονουκλίδιοradionuclideΒιολογία
ΡαδόνιοRadonΒιολογία
Ραδόνιο220Radon220Βιολογία
Ραδόνιο222Radon222Βιολογία
ράμνοςMediterranean buckthornΒιολογία
ρετροϊόςretrovirusΒιολογία
ρευστότηταfluidityΒιολογία
ριβόσωμαribosomeΒιολογία
ρίζαrootΒιολογία
ριζίδιοradicleΒιολογία
ριζοβολίαrootingΒιολογία
ριζοκαλίνηrhizocalineΒιολογία
ρίζωμαrhizomeΒιολογία
ρόδακαςrosetteΒιολογία
ροδόδενδροrhododendronΒιολογία
ροδοφύκηrhodophytaΒιολογία
ροήfluxΒιολογία
ρολογιάpassion flowerΒιολογία
ροόγραμμαflow chartΒιολογία
ΡουθήνιοRutheniumΒιολογία
Ρουθήνιο103Ruthenium103Βιολογία
Ρουθήνιο106Ruthenium106Βιολογία
ρύθμισηregulationΒιολογία
ρυθμιστήςbufferΒιολογία
ρυθμόςrhythmΒιολογία
ρώμηvigourΒιολογία
σάκχαροsugarΒιολογία
σακχαρόζηsaccharosesucroseΒιολογία
σάλπιγγαsalpinxΒιολογία
σαπρόφυτοsaprophyteΒιολογία
σαρκομερίδιοsarcomereΒιολογία
σαρκόφυτοsucculent plantΒιολογία
σάρωσηscanningΒιολογία
σερίνηserineΒιολογία
σεσκιτερπένιοsesquiterpeneΒιολογία
σηματοδότηςmarkerΒιολογία
σημύδαEuropean birchΒιολογία
σθένοςvalenceΒιολογία
σκέδασηscatteringΒιολογία
σκίασηshadingΒιολογία
σκίασηshadowingΒιολογία
σκληρότητα μαγνησίου κλπ."3606
σκοτομετατροπήdark transformationΒιολογία
σκοτοπερίοδοςskotoperiodΒιολογία
σκύλοςdogΒιολογία
σπάθηspatheΒιολογία
σπαργήturgorΒιολογία
σπάρτοSpanish broomΒιολογία
σπεκτρίνηspectrinΒιολογία
σπέρμασπερματοζωάριοspermΒιολογία
σπερματέγχυσηinseminationΒιολογία
σπερματίδηspermatidΒιολογία
σπερματογένεσηspermatogenesisΒιολογία
σπερματοκύτταροspermatocyteΒιολογία
σπερματόφυτοspermatophyteseed plantΒιολογία
σπληνεκτομήsplenectomyΒιολογία
σποράsowingΒιολογία
σποριάγγειοsporangiumΒιολογία
σποριαγγειοφόροςsporangiophoreΒιολογία
σπόριοsporeΒιολογία
σποριογένεσηsporiogenesisΒιολογία
σποριοφυτικόςsporophyticΒιολογία
σπορίωσηsporulationΒιολογία
σπόροςσπέρμαseedΒιολογία
σταθεροποίησηstabilisationΒιολογία
σταθεροποιητήςstabilizerlinersΒιολογία
στατόκυτοστατοκύτταροstatocyteΒιολογία
στατόλιθοςstatolithΒιολογία
στάχυςspikeΒιολογία
στείροςsterileΒιολογία
στειρότηταsterilityinfertilityΒιολογία
στέλεχοςstrainΒιολογία
στέλεχοςstemΒιολογία
στενοσύνδεσμοςtight junctionΒιολογία
στερεομορφίαconfigurationΒιολογία
στερεομορφίαstereomorphyΒιολογία
στερεοποίησηsolidificationΒιολογία
στερεοσκόπιοstereomicroscopeΒιολογία
στεροειδήsteroidsΒιολογία
στήληsteleΒιολογία
στήληcolumellaΒιολογία
στήμοναςstamenΒιολογία
στίγμαstigmaΒιολογία
στίγμαtraitΒιολογία
στοιβάδαlayerΒιολογία
στοιχείοelementΒιολογία
στοιχειομετρίαstoicheiometrystoechiometryΒιολογία
στόμαstomatal complexstomaΒιολογία
στρατηγικήstrategyΒιολογία
ΣτρόντιονStrontiumΒιολογία
Στρόντιον90Strontium90Βιολογία
στρωμάτωσηstratificationΒιολογία
στρωμνήlitterΒιολογία
στύλοςstyleΒιολογία
συγκέντρωσηconcentrationΒιολογία
συγκομιδήharvestΒιολογία
συγκράτησηdetentionΒιολογία
συγκρότησηassemblyΒιολογία
σύζευξηconjugationΒιολογία
συκιάcommon figΒιολογία
συλλεκτήραςsinkΒιολογία
συμβολήinterferenceΒιολογία
συμπαράγονταςcofactorΒιολογία
σύμπηξηcoagulationΒιολογία
συμπλαστικόςsymplasticΒιολογία
συμπύκνωμαconcentrateΒιολογία
συμπύκνωσηcondensationΒιολογία
συμφορίκαρποςsnowberryΒιολογία
σύναψηsynapsesynapsisΒιολογία
σύνδρομοsyndromeΒιολογία
συνεξέλιξηcoevolutionΒιολογία
συνεχέςcontinuumΒιολογία
σύνθεσηsynthesisΒιολογία
συνμεταφοράsymportΒιολογία
σύντηξηfusionΒιολογία
συσσωμάτωμαaggregateΒιολογία
συσσωμάτωσησυσσώρευσηagglomerationΒιολογία
σύστασηcompositionΒιολογία
σύσφιξηfurrowingΒιολογία
συσχέτισηcorrelationΒιολογία
συχνότηταfrequencyΒιολογία
σφαιρόμυλοςball millΒιολογία
σφιγγολιπίδιοsphingolipidΒιολογία
σφυρόμυλοςhammer crusherΒιολογία
σχάραgritΒιολογία
σχιζοφρένειαschizophreniaΒιολογία
σχίνοςμαστιχόδενδροmastic treeΒιολογία
σωματίδιοparticleΒιολογία
σωματικόςsomaticΒιολογία
ταμάριξαρμυρίκιtamariskΒιολογία
ταμιευτήραςreservoirΒιολογία
τανίνηtanninΒιολογία
ταξιανθίαinflorescenceΒιολογία
ταξινόμησηclassificationtaxonomyΒιολογία
ταξινομητήςclassifierΒιολογία
τάξοςίταμοςEnglish yewΒιολογία
ταυτοποίησηidentificationΒιολογία
τάχοςταχύτηταrateΒιολογία
ταχυαυξήςfast-growingΒιολογία
τελόφασηtelophaseΒιολογία
τερπένιοterpeneΒιολογία
τετράδαtetradΒιολογία
τετραμερήςtetramerΒιολογία
τετραπυρρόλιοtetrapyrroleΒιολογία
τήξηmeltingΒιολογία
τιμήvalueΒιολογία
τοκετόςdeliveryΒιολογία
τομήsectionΒιολογία
τονοπλάστηςtonoplastΒιολογία
τοξικότηταtoxicityΒιολογία
τουμπουλίνηtubulinΒιολογία
τρανσφερίνηtransferrinΒιολογία
τραυματισμόςscarificationΒιολογία
τραχεόφυτοtracheophyteseed plantΒιολογία
τράχηλοςcervixΒιολογία
ΤρίτιοΤritiumΒιολογία
τριτιωμένοςtritiatedΒιολογία
τρίχωμαtrichomeΒιολογία
τροπισμόςtropismΒιολογία
τροφοδοσίαfeedΒιολογία
τροχόζωοrotiferΒιολογία
τρυπτοφάνηtryptophanΒιολογία
τύμπανοdrumΒιολογία
τυροσιναιμίαtyrosinemiaΒιολογία
τυροσίνηtyrosineΒιολογία
υβρίδιοhybridΒιολογία
υβριδισμόςυβριδοποίησηhybridizationΒιολογία
υγροποιητήςsurfactantwetting agentΒιολογία
υδατάνθρακαςcarbohydrateΒιολογία
υδατοδιαλυτόςwater solubleΒιολογία
υδροκεφαλίαhydrocephalyΒιολογία
υδρόλυσηhydrolysisΒιολογία
υδρομεταλλουργίαhydrometallurgyΒιολογία
υδροσυγκεντρωτήςjigΒιολογία
υδροτροπισμόςhydrotropismΒιολογία
υδρόφιλοςhydrophileΒιολογία
υδρόφοβοςhydrophobichydrophobeΒιολογία
υδροφόροςaquiferΒιολογία
υδροχωρίαhydrochoryΒιολογία
υμενίνηcutinΒιολογία
υπερδιήθησηultrafiltrationΒιολογία
υπερδομήultrastructureΒιολογία
υπέρηχοςultrasoundΒιολογία
υπερικόAaron's beardΒιολογία
υπεριώδηςultravioletΒιολογία
υπερμικροτόμοςultramicrotomeΒιολογία
υπεροξύσωμαυπεροξείσωμαperoxisomeΒιολογία
υπέρυθροςinfraredΒιολογία
υπόβαθροbackgroundΒιολογία
υποδοχέαςreceptorΒιολογία
υποκοτύλιοhypocotylΒιολογία
υποκυτταρικόςsubcellularΒιολογία
υπολειπόμενοςrecessiveΒιολογία
υπολίμνιοhypolimnionΒιολογία
υπομονάδαsubunitΒιολογία
υποναστίαhyponastyΒιολογία
υποξίαhypoxiaΒιολογία
υπόστρωμαsubstrateΒιολογία
υφαντουργίαtextile industryΒιολογία
φαγοκύτταροphagocyteΒιολογία
φάγοςphageΒιολογία
φαινολογίαphenologyΒιολογία
φαινότυποςphenotypeΒιολογία
φαινυλαλανίνηphenylalanineΒιολογία
φαινυλκετονουρίαphenylketonuriaΒιολογία
ΦαιόφυταPhaeophytaΒιολογία
φακόςlensΒιολογία
φάσηphaseΒιολογία
φάσμαspectrumΒιολογία
φασματογράφοςspectrographΒιολογία
φασματοφωτομετρικόςspectrophotometricΒιολογία
φασματοφωτόμετροspectrophotometerΒιολογία
φεϊζόαpineapple guavaΒιολογία
φθορισμόςfluorescenceΒιολογία
φιλάδελφοςφούλιmock orangeΒιολογία
φίλτροδιηθητήραςfilterΒιολογία
φιλτρόπρεσσαpressure filterΒιολογία
φιστικιάpistachio-nut treeΒιολογία
φλαβίνηflavinΒιολογία
φλοιόςcortexΒιολογία
φλοίωμαphloemΒιολογία
φόρμιοNew Zealand flaxΒιολογία
φορσύθιαforsythiaΒιολογία
φορτίοchargeΒιολογία
φουντουκιάλεπτοκαρυάhazelΒιολογία
φραγκοσυκιάIndian fig cactusΒιολογία
φραγμοσύνδεσμοςseptate junctionΒιολογία
φρεατόφυτοphreatophyteΒιολογία
φρουκτόζηfructoseΒιολογία
φρύξηroastingΒιολογία
φυγοκέντρησηcentrifugationΒιολογία
φυγόκεντροςcentrifugeΒιολογία
φύκιφύκοςalgaΒιολογία
φυκοκυανίνηphycocyaninΒιολογία
φυλετικόςsexsexualΒιολογία
φυλετικότηταsexΒιολογία
φυλλάριοleafletΒιολογία
φύλλοleafΒιολογία
φυλλοβολίαleaf sheddingΒιολογία
φυλλοβόλοςdeciduousΒιολογία
φυλλοπαχύφυτοleaf succulentΒιολογία
φυλλόπτωσηαποκοπή φύλλουleaf abscissionΒιολογία
φύλλωμαcanopyfoliageΒιολογία
φύλοsexΒιολογία
φυλογενετικόςphylogeneticΒιολογία
φυλοεπηρεαζόμενοςsex influencedΒιολογία
φυλοκαθορισμόςsex determinationΒιολογία
φυλοπεριορισμένοςsex limitedΒιολογία
φυλοσύνδετοςsex linkedΒιολογία
φυματίωσηtuberculosisΒιολογία
φυσιολογίαphysiologyΒιολογία
φυσιολογικόςphysiologicalΒιολογία
φυτάριοsaplingΒιολογία
φύτευσηplantingsowingΒιολογία
φυτοκοινωνίαplant communityΒιολογία
φυτοπλαγκτόνphytoplanktonΒιολογία
φυτορμόνηphytohormoneplant hormoneΒιολογία
φυτοτοξικότηταphytotoxicityΒιολογία
φυτόχρωμαphytochromeΒιολογία
φύτρωσηgerminationΒιολογία
φυτρωτικότηταgerminabilityΒιολογία
φυτώριοnurseryΒιολογία
φωσφολιπίδιοphospholipidΒιολογία
φωσφοπεντόζηphosphopentoseΒιολογία
φωτίνιαChinese photiniaΒιολογία
φωτισμόςilluminationirradiationΒιολογία
φωτοαλληλομετατρέψιμοςphotoreversibleΒιολογία
φωτοαναπνοήphotorespirationΒιολογία
φωτοαναστελλόμενοςlight inhibitedΒιολογία
φωτοαναστολήphotoinhibitionΒιολογία
φωτοαπαιτητικόςlight requiringΒιολογία
φωτοαυτότροφοςphotoautotrophΒιολογία
φωτοδέκτηςphotoreceptorΒιολογία
φωτοέκπλυσηphoto bleachingΒιολογία
φωτοκαταστροφήphotodestructionΒιολογία
φωτόλυσηphotolysisΒιολογία
φωτομετατροπήphototransformationΒιολογία
φωτομορφογένεσηphotomorphogenesisΒιολογία
φωτοναστίαphotonastyphotonastic growth movementΒιολογία
φωτόνιοphotonΒιολογία
φωτοοξείδωσηphotooxidationΒιολογία
φωτοπεριοδικόςphotoperiodicΒιολογία
φωτοπεριοδισμόςphotoperiodismΒιολογία
φωτοπερίοδοςphotoperiodΒιολογία
φωτοσύνθεσηphotosynthesisΒιολογία
φωτοσυνθετικόςphotosyntheticΒιολογία
φωτοσύστημαphotosystemΒιολογία
φωτόταξηphototaxisΒιολογία
φωτοτροπισμόςphototropismΒιολογία
χαλαζίαςquartzΒιολογία
χαρακτηριστικόχαρακτηριστικό γνώρισμαcharacteristicΒιολογία
χαράκωμαπερίδεσηgirdlingΒιολογία
χασμοσύνδεσμοςgap junctionΒιολογία
χειμωνανθόςwinter sweetΒιολογία
χερσαίοςεδαφικόςterrestrialΒιολογία
χημειολιθότροφοchemolithoautotrophΒιολογία
χημειοτακτισμόςchemotaxisΒιολογία
χημειοτροπισμόςchemotropismΒιολογία
χίασμαchiasmaΒιολογία
χιασματυπίαεπιχιασμόςcrossing overΒιολογία
χλωραμίνηchloramineΒιολογία
χλωρίδαfloraΒιολογία
χλώριοchlorineΒιολογία
χλωρίωσηchlorinationΒιολογία
ΧλωροφύκηChlorophytaΒιολογία
χλωροφύλληchlorophyllΒιολογία
χλωροφυλλίδιοchlorophyllideΒιολογία
χολινεστεράσηcholinesteraseΒιολογία
χονδρομερήςcoarseΒιολογία
χρονοδότηςσυγχρονιστήςtime giversynchronizerΒιολογία
χρονοθέτησηtimingΒιολογία
χρωματίνηchromatinΒιολογία
χρωματογραφίαchromatographyΒιολογία
χρωμομερίδιοchromomereΒιολογία
χρωμόνημαchromonemaΒιολογία
χρωμοπρωτεΐνηchromoproteinΒιολογία
χρωμόσωμαchromosomeΒιολογία
χρωμοφόροchromophoreΒιολογία
χρωστικήpigmentΒιολογία
χυμοτόπιοvacuoleΒιολογία
ψεκασμόςspraysprayingΒιολογία
Ψευδάργυρος-65Zinc-6565-ZincΒιολογία
ψευδοερμαφροδιτισμόςpseudohermaphroditismΒιολογία
ψευδοερμαφρόδιτοςpseudohermaphroditeΒιολογία
ψυκτοεξάχνωσηfreeze etchingΒιολογία
ψυκτοτεμαχισμόςfreeze fracturingΒιολογία
ψύξηψυχρή στρωμάτωσηchillingΒιολογία
ψυχανθέςψυχανθές φυτόlegumeΒιολογία
ψυχρόφιλοςcryophilicΒιολογία
ωαγωγόςFallopian tubeΒιολογία
ωάριοeggovumΒιολογία
ωογένεσηoogenesisΒιολογία
ωοθήκηovaryΒιολογία
ωοθυλάκιοθυλακοκύτταροfollicleΒιολογία
ωοκύτταροoocyteegg cellΒιολογία
ωόλημμαoolemmaΒιολογία
ωρίμανσηripeningmaturationΒιολογία
ώριμοςmatureripeΒιολογία
ωριμότηταmaturityripenessΒιολογία
ώσηchaseΒιολογία
ώσμωσηosmosisΒιολογία
ωχροπλάστηςetioplastΒιολογία
ώχρωσηetiolationΒιολογία
ωχρωτικόςetiolatedΒιολογία
7-δεϋδροχοληστερόλη7-dehydrocholesterolΙατρική & υγεία
C-κύτταροπαραθυλακιώδες κύτταροC-cellΙατρική & υγεία
glucoscanglucoscanΙατρική & υγεία
g-πρωτεΐνηg-proteinΙατρική & υγεία
α-d-γαλακτόζηα-d-galactoseΙατρική & υγεία
αβιδίνηavidinΙατρική & υγεία
άγαρagarΙατρική & υγεία
αγαρόζηagaroseΙατρική & υγεία
αγγειακόςφλεβικόςvascularΙατρική & υγεία
αγγειΐτιδαvasculitisΙατρική & υγεία
αγγείοvesselΙατρική & υγεία
αγγειοτασίνηangiotensinΙατρική & υγεία
αγωγήtreatmentΙατρική & υγεία
αδέναςglandΙατρική & υγεία
αδενικόςglandularΙατρική & υγεία
αδενοιόςadenovirusΙατρική & υγεία
αδενοκαρκίνωμαadenocarcinomaΙατρική & υγεία
αδενοκυκλάσηadenyl-cyclaseΙατρική & υγεία
αδιαλυτοποίησηinsolubilisationinsolubilizationΙατρική & υγεία
αδιάλυτοςinsolubleΙατρική & υγεία
αδυναμίαweaknessΙατρική & υγεία
αζω-γέφυραn-n bondΙατρική & υγεία
αθανατοποίησηimmortalisationimmortalizationΙατρική & υγεία
αθηροσκλήρωσηatherosclerosisΙατρική & υγεία
αιδοίοpudendumvulvaΙατρική & υγεία
αιθανόληethanolΙατρική & υγεία
αίμαbloodΙατρική & υγεία
αιματοκρίτηςhaematocrithematocritΙατρική & υγεία
αίμηhemehaemΙατρική & υγεία
αιμοκυανίνηhaemocyaninhemocyaninΙατρική & υγεία
αιμοκυτταροβλάστηςhemocytoblasthaemocytoblastΙατρική & υγεία
αιμοληψίαblood specimen collectionbloodtakingΙατρική & υγεία
αιμόλυσηhaemolysishemolysisΙατρική & υγεία
αιμοπετάλιαplateletsΙατρική & υγεία
αιμοπεταλιακόςplatelet-derivedΙατρική & υγεία
αιμοποίησηhaemopoiesishemopoiesisΙατρική & υγεία
αιμοποιητικόςheamopoetichemopoeticΙατρική & υγεία
αιμορραγίαhaemorrhagehemorrhageΙατρική & υγεία
αιμορροφιλίαhaemophiliahemophiliaΙατρική & υγεία
αιμοσυγκόλλησηhaemagglutinationhemagglutinationΙατρική & υγεία
αιμοσφαίριαblood cellsΙατρική & υγεία
αιμοσφαιρίνηhaemoglobinhemoblobinΙατρική & υγεία
αιμοσφαιρινοπάθειαhemoglobinopathyhaemoglobinopathyΙατρική & υγεία
αιμοχρωμάτωσηhemochromatosishaemochromatosisΙατρική & υγεία
αισθητικόςsensoryΙατρική & υγεία
αίτιοcauseΙατρική & υγεία
αιτιοπαθογένειαpathogenic causeΙατρική & υγεία
άκαμπτοςrigidΙατρική & υγεία
άκανθοςάκανθος η ακανθώδηςacanthus spinosusΙατρική & υγεία
ακετοεξαμίδηacetohexamideΙατρική & υγεία
ακετόνηοξόνηacetoneΙατρική & υγεία
ακετυλίωσηacetylationΙατρική & υγεία
ακετυλοχολινεστεράσηacetylcholinesteraseΙατρική & υγεία
ακετυλοχολίνηacetylcholineΙατρική & υγεία
ακίδαspiculeΙατρική & υγεία
ακινητοποίησηimmobilisationimmobilizationΙατρική & υγεία
ακινητοποιώimmobilizeΙατρική & υγεία
ακμήacneΙατρική & υγεία
άκμωναςincusΙατρική & υγεία
ακολουθίααλληλουχίαsequenceΙατρική & υγεία
ακόρεστοςunsaturatedΙατρική & υγεία
ακούσιοςinvoluntaryΙατρική & υγεία
άκραextremitiesΙατρική & υγεία
ακρίβειαprecisionΙατρική & υγεία
άκρομέλοςlimbΙατρική & υγεία
ακροκεντρικόςacrocentricΙατρική & υγεία
ακρόσωμαacrosomaΙατρική & υγεία
ακρυλαμίδιοacrylamideΙατρική & υγεία
ακτινοβολίαirradiationradiationΙατρική & υγεία
Α-κύτταροA-cellΙατρική & υγεία
άλαςsaltΙατρική & υγεία
αλατοδιουρητικόςsalt diureticΙατρική & υγεία
αλβουμίνηαλμπουμίνηalbuminΙατρική & υγεία
αλβουμινουρίααλευκωματινουρίαalbuminuriaΙατρική & υγεία
αλκαλικόςβασικόςalkalinebasicΙατρική & υγεία
αλκαπτονουρίαalkaptonuriaalcaptonuriaΙατρική & υγεία
αλλεργίαallergyΙατρική & υγεία
αλλεργιογόνοallergenΙατρική & υγεία
αλληλεπίδρασηinteractionΙατρική & υγεία
αλληλεπιδρώinteractΙατρική & υγεία
αλληλοεπικαλύπτωεπικαλύπτωoverlapΙατρική & υγεία
αλληλόμορφοalleleΙατρική & υγεία
αλλοαντιγόνοalloantigenΙατρική & υγεία
αλλογενετικόςallogeneticΙατρική & υγεία
αλλογενήςallogeneicallogenicΙατρική & υγεία
αλλοίωσηalterationchangeΙατρική & υγεία
αλλοτυπίαallotypyΙατρική & υγεία
αλλότυποςallotypeΙατρική & υγεία
άλογοhorseΙατρική & υγεία
αλογόνοhalogenΙατρική & υγεία
αλουμίνιοαργίλιοaluminumaluminiumΙατρική & υγεία
αλυσίδαάλυσοςchainΙατρική & υγεία
άμβλωσηαποβολήabortionΙατρική & υγεία
αμετάβλητοςstationaryΙατρική & υγεία
αμηνόρροιαamenorrheaΙατρική & υγεία
αμινομάδαamino groupΙατρική & υγεία
αμινοξύamino acidΙατρική & υγεία
αμινοπτερίνηaminopterinΙατρική & υγεία
αμμωνίαammoniaΙατρική & υγεία
αμνιοκέντησηamniocentecisΙατρική & υγεία
αμύελοςunmyelinatedΙατρική & υγεία
αμφιβληστροειδήςαμφιβληστροειδής χιτώναςretinaΙατρική & υγεία
αμφιβληστροειδοπάθειαretinopathyΙατρική & υγεία
αμφιγονίαamphigonyΙατρική & υγεία
αμφοτερικόςamphotericΙατρική & υγεία
αναβολέαςstapesΙατρική & υγεία
αναβολισμόςαναβολική δράσηanabolismΙατρική & υγεία
αναγνώρισηrecognitionΙατρική & υγεία
αναγωγήreductionΙατρική & υγεία
αναδίπλωσηfoldingΙατρική & υγεία
αναδόμησηreconstructionΙατρική & υγεία
ανάδρασηfeed backΙατρική & υγεία
ανάδρομοςupstreamΙατρική & υγεία
αναιμίαanemiaΙατρική & υγεία
αναλυτήςanalyseranalyzerΙατρική & υγεία
αναλύωresolveΙατρική & υγεία
αναμιγνύωmixΙατρική & υγεία
αναπαραγωγήreproductionΙατρική & υγεία
αναπνοήrespirationΙατρική & υγεία
ανάπτυξηdevelopmentΙατρική & υγεία
ανασταλτικόςinhibitorysuspensiveΙατρική & υγεία
αναστέλλωinhibitblockΙατρική & υγεία
αναστολήπαρεμπόδισηinhibitionΙατρική & υγεία
αναστροφήinversionΙατρική & υγεία
ανασυνδυασμένοςrecombinantΙατρική & υγεία
ανάφασηanaphaseΙατρική & υγεία
αναφυλοτοξικόςanaphylatoxicΙατρική & υγεία
ανδρογόνοandrogenΙατρική & υγεία
ανεπάρκειαέλλειψηdeficiencyΙατρική & υγεία
ανευπλοειδίαaneuploidyΙατρική & υγεία
ανεύρυσμαaneurysmΙατρική & υγεία
ανθεκτικόςresistantΙατρική & υγεία
ανθεκτικότητααντίστασηresistanceΙατρική & υγεία
ανθρώπινοςhumanΙατρική & υγεία
ανίχνευσηdetectionΙατρική & υγεία
ανιχνεύσιμοςdetectableΙατρική & υγεία
ανιχνευσιμότηταdetectabilityΙατρική & υγεία
ανιχνευτήςdetectorprobeΙατρική & υγεία
άνοδοςanodeΙατρική & υγεία
ανομοιογένειαlack of homogeneityΙατρική & υγεία
ανορεξίαanorexiaΙατρική & υγεία
ανοσίαimmunityΙατρική & υγεία
ανοσοανεπάρκειαimmunodeficiencyΙατρική & υγεία
ανοσοαντίδρασηimmunoreactionΙατρική & υγεία
ανοσοαποτύπωσηimmunoblottingΙατρική & υγεία
ανοσοβιολογίαimmunobiologyΙατρική & υγεία
ανοσογονικόςimmunogenicΙατρική & υγεία
ανοσογονικότηταimmunogenicityΙατρική & υγεία
ανοσογόνοimmunogenΙατρική & υγεία
ανοσοδιαγνωστικόςimmunodiagnosticΙατρική & υγεία
ανοσοδιάχυσηimmunodiffusionΙατρική & υγεία
ανοσοδοκιμασίαimmunoassayΙατρική & υγεία
ανοσοεπικράτησηimmunodominanceΙατρική & υγεία
ανοσοηλεκτροφόρησηimmunoelectrophoresisΙατρική & υγεία
ανοσοθεραπείαimmunotherapyΙατρική & υγεία
ανοσοΐζημαimmune precipitateΙατρική & υγεία
ανοσοϊστοχημείαimmunohistochemistryΙατρική & υγεία
ανοσοκαθήλωσηιmmunofixationΙατρική & υγεία
ανοσοκαθίζησηανοσοκατακρήμνισηimmunoprecipitationΙατρική & υγεία
ανοσοκαταστολήimmunosuppressionΙατρική & υγεία
ανοσοκυτταρολογίαcellular immunologyΙατρική & υγεία
ανοσολογίαimmunologyΙατρική & υγεία
ανοσολογικόςimmunologicalΙατρική & υγεία
ανοσοπαθολογίαimmunopathologyΙατρική & υγεία
ανοσοπαθολογικόςimmunopathologicalΙατρική & υγεία
ανοσοποιημένοςimmunisedimmunizedΙατρική & υγεία
ανοσοποίησηimmunisationimmunizationΙατρική & υγεία
ανοσοπροσρόφησηimmunoadsorbtionΙατρική & υγεία
ανοσοπροσροφητήςimmunoadsorbentΙατρική & υγεία
ανοσοσύμπλεγμαανοσοσύμπλοκοimmune complexΙατρική & υγεία
ανοσοσφαιρίνηimmunoglobulinΙατρική & υγεία
ανοσοφθορισμόςποσοτικός ανοσοφθορισμόςimmunofluorescenceΙατρική & υγεία
ανοσοχημείαimmunochemistryΙατρική & υγεία
ανοχήtoleranceΙατρική & υγεία
ανταγωνιζόμενοςσυναγωνιζόμενοςcompetitingΙατρική & υγεία
ανταγωνισμόςcompetitionΙατρική & υγεία
ανταγωνιστικόςcompetitiveΙατρική & υγεία
αντανάκλασηreflectionΙατρική & υγεία
αντι-ανοσοσφαιρίνηanti-immunoglobulinΙατρική & υγεία
αντιβιοτικόantibioticΙατρική & υγεία
αντιβράχιοforearmΙατρική & υγεία
αντιγονικότηταantigenicityΙατρική & υγεία
αντιγόνοantigenΙατρική & υγεία
αντιγόνο-στόχοςantigen-targetΙατρική & υγεία
αντίγραφοcopyΙατρική & υγεία
αντίδρασηreactionΙατρική & υγεία
αντιδραστήριοreagentΙατρική & υγεία
αντιεπιληπτικάantiepileptic agentsΙατρική & υγεία
αντικατάστασηsubstitutionΙατρική & υγεία
αντικειμενικόςobjectiveΙατρική & υγεία
αντι-κεντρομεριδιακόςanti-centromereΙατρική & υγεία
αντιμεταβολίτηςantimetaboliteΙατρική & υγεία
αντιμετωπίζωwork outΙατρική & υγεία
αντιόξινοςantacidΙατρική & υγεία
αντιορόςάνοσος ορόςantiserumimmune serumΙατρική & υγεία
αντισηπτικόantisepticΙατρική & υγεία
αντι-στρεπτολυσίνηanti-streptolysinΙατρική & υγεία
αντιστρεπτόςreversibleΙατρική & υγεία
αντισυλληπτικόςcontraceptiveΙατρική & υγεία
αντίσωμαantibodyΙατρική & υγεία
αντισώματαanti-bodiesΙατρική & υγεία
άντροantrumΙατρική & υγεία
ανώμαλοςirregularΙατρική & υγεία
αξενικόςελεύθερος μικροβίωνgerm freeΙατρική & υγεία
αξιολόγησηevaluationΙατρική & υγεία
αξιοπιστίαfidelityreliabilityΙατρική & υγεία
άξοναςneuriteaxonΙατρική & υγεία
απαγωγόςefferentΙατρική & υγεία
απαμίδωσηdeamidationΙατρική & υγεία
απέκκρισηexcretionΙατρική & υγεία
απελευθέρωσηreleaseΙατρική & υγεία
απενεργοποίησηinactivationΙατρική & υγεία
απευαισθητοποίησηdesensitizationΙατρική & υγεία
απλοειδήςhaploidΙατρική & υγεία
απλότυποςhaplotypeΙατρική & υγεία
απόγονοςprogenyΙατρική & υγεία
αποδεσμεύωdissociateΙατρική & υγεία
αποδιάταξημετουσίωσηdenaturationΙατρική & υγεία
αποδιατάσσωdenatureΙατρική & υγεία
απόθεμαdepositΙατρική & υγεία
αποθήκευσηεναποθήκευσηstorageΙατρική & υγεία
αποκαρβοξυλάσηdecarboxylaseΙατρική & υγεία
αποκοκκίωσηdegranulationΙατρική & υγεία
αποκόλλησηdetachmentΙατρική & υγεία
αποκρινόμενοςrespondingΙατρική & υγεία
απομόνωσηisolationΙατρική & υγεία
απομύζησηaspirationΙατρική & υγεία
απορρόφησηabsorbanceΙατρική & υγεία
απορρύθμισηdysregulationΙατρική & υγεία
αποστειρωμένοςστείροςsterileΙατρική & υγεία
αποτέλεσμαresultΙατρική & υγεία
αποτιτάνωσηcalcificationΙατρική & υγεία
απουσίαabsenceΙατρική & υγεία
απόφυσηapophysisΙατρική & υγεία
αποχρωματισμόςdestainingΙατρική & υγεία
απτένιοαπτίνηhaptenΙατρική & υγεία
απτοσφαιρίνηhaptoglobinΙατρική & υγεία
αραίωσηdilutionΙατρική & υγεία
αραχνοειδήςarachnoidΙατρική & υγεία
αργινίνηarginineΙατρική & υγεία
άργυροςsilverΙατρική & υγεία
αργυρόφιλαargentaffinΙατρική & υγεία
αρθρικόςsynovialarticularΙατρική & υγεία
άρθρωσηjointarticulationΙατρική & υγεία
αρουραίοςεπίμυςratΙατρική & υγεία
αρτηρίαarteryΙατρική & υγεία
αρχικόςinitialΙατρική & υγεία
ασβεστιουρίαcalciuriaΙατρική & υγεία
ασθένειανόσοςdiseaseΙατρική & υγεία
ασθενήςpatientΙατρική & υγεία
άσθμαasthmaΙατρική & υγεία
ασιτίαstarvationΙατρική & υγεία
άσκησηexerciseΙατρική & υγεία
ασκίτηςascitesΙατρική & υγεία
ασκόςutricleΙατρική & υγεία
ασπαρτάμηaspartameΙατρική & υγεία
ασταθέςunstableΙατρική & υγεία
αστεροειδήςstellateΙατρική & υγεία
ασυμπτωματικόςasymptomaticΙατρική & υγεία
α-σφαιρίνηα-globulinΙατρική & υγεία
άτομοatomΙατρική & υγεία
ατρακτοςspindleΙατρική & υγεία
αύλακαgrooveΙατρική & υγεία
αύλακαςfissuresulcusΙατρική & υγεία
αυλόςlumenΙατρική & υγεία
αυτοαναγνώρισηself-recognitionΙατρική & υγεία
αυτοανοσίαautoimmunityΙατρική & υγεία
αυτοάνοσοςautoimmuneΙατρική & υγεία
αυτοαντιγόνοautoantigenΙατρική & υγεία
αυτοαντιδραστικότηταautoreactivityΙατρική & υγεία
αυτοαντίσωμαautoantibodyΙατρική & υγεία
αυτοδραστικόςαυτοαντιδρώνautoreactiveself-reactiveΙατρική & υγεία
αυτοεξεταζόμενοςself-controlledΙατρική & υγεία
αυτοεπίθεσηself attackΙατρική & υγεία
αυτοκρινήςautocrineΙατρική & υγεία
αυτόλογοςautologousΙατρική & υγεία
αυτόματοautomaticΙατρική & υγεία
αυτοματοποιημένοςautomatedΙατρική & υγεία
αυτοπαρακολούθησηαυτοέλεγχοςself controlΙατρική & υγεία
αυτοραδιογραφίαautoradiographyradioautographyΙατρική & υγεία
αυτορρύθμισηautoregulationΙατρική & υγεία
αυτοσωμικόςautosomalΙατρική & υγεία
αυτοϋποδοχέαςautoreceptorΙατρική & υγεία
αυχέναςneckΙατρική & υγεία
αφυδάτωσηdehydrationΙατρική & υγεία
αχινόςsea urchinΙατρική & υγεία
αχονδροπλασίαachondroplasiaΙατρική & υγεία
βαθμονόμησηcalibrationΙατρική & υγεία
βαθμονομητήςcalibratorΙατρική & υγεία
βακτηριακόςbacterialΙατρική & υγεία
βακτήριοbacteriumΙατρική & υγεία
βαλανίτιδαbalanitisΙατρική & υγεία
β-άλυσοςβ-αλυσίδαb-chainΙατρική & υγεία
β-αποκλειστέςb-blocksΙατρική & υγεία
βαρβιτουρικόbarbiturateΙατρική & υγεία
βαρύτηταgravityΙατρική & υγεία
βασεόφιλαbasophilsΙατρική & υγεία
βασεόφιλοbasophilΙατρική & υγεία
βάσηbaseΙατρική & υγεία
β-γαλακτοζιδάσηβ-galactosidaseΙατρική & υγεία
βεθανεχόληβητανεχόληurecholinebethanecolΙατρική & υγεία
β-ενδορφίνηb-endorphinβ-endorphinΙατρική & υγεία
βιμεντίνηvimentinΙατρική & υγεία
βινβλαστίνηvinblastineΙατρική & υγεία
βιοαποικοδομήσιμοςbiodegradableΙατρική & υγεία
βιοδοκιμασίαbioassayΙατρική & υγεία
βιομόριοbiomoleculeΙατρική & υγεία
βιοσύστασηbioformationΙατρική & υγεία
βιοτίνηbiotinΙατρική & υγεία
βιοχρωστικήvital stainΙατρική & υγεία
βιοψίαbiopsyΙατρική & υγεία
βιταμίνηvitaminΙατρική & υγεία
Β-κύτταροB-cellΙατρική & υγεία
βλαστομερίδιoblastomereΙατρική & υγεία
βλάστωμαblastomaΙατρική & υγεία
βλένναmucusΙατρική & υγεία
βλεννογόνοςmucosamucousΙατρική & υγεία
βόδιoxΙατρική & υγεία
βόειοςbovineΙατρική & υγεία
βολβόςbulbusbulbΙατρική & υγεία
βράγχιοgillΙατρική & υγεία
βραχίοναςarmΙατρική & υγεία
βραχυφαλαγγίαbrachyphalagyΙατρική & υγεία
βρεγματικόςparietalΙατρική & υγεία
β-σφαιρίνηβ-globulinΙατρική & υγεία
γάγγραιναgangreneΙατρική & υγεία
γάλαmilkΙατρική & υγεία
γαλακτοζαιμίαgalactosemiaΙατρική & υγεία
γαλουχίαlactationΙατρική & υγεία
γαμέτηςgameteΙατρική & υγεία
γαμετογένεσηgametogenesisΙατρική & υγεία
γαστρεκτομήgastrectomyΙατρική & υγεία
γαστρικόςgastricΙατρική & υγεία
γενεάgenerationΙατρική & υγεία
γενετικόςgeneticΙατρική & υγεία
γήρανσηagingΙατρική & υγεία
γλιβενκλαμίδηglibenclamideΙατρική & υγεία
γλοβουλίνηglobulinΙατρική & υγεία
γλουταραλδεΰδηglutaraldehydeΙατρική & υγεία
γλουτοίbuttocksΙατρική & υγεία
γλυβουρίδηglyburideΙατρική & υγεία
γλυκαγόνοglucageneΙατρική & υγεία
γλυκαγόνωμαglucagonomaΙατρική & υγεία
γλυκαιμίαglycaemiaglycemiaΙατρική & υγεία
γλυκερόληglycerolΙατρική & υγεία
γλυκίνη-προλίνηglycine-prolineΙατρική & υγεία
γλυκοαιμοσφαιρίνηglycohemoglobinglycohaemoglobinΙατρική & υγεία
γλυκογένεσηglucogenesisΙατρική & υγεία
γλυκογόνοglycogenΙατρική & υγεία
γλυκοζαμινογλυκάνηglycoseaminoglycanΙατρική & υγεία
γλυκόζηglucoseΙατρική & υγεία
γλυκοζουρίαglucosuryglycosuriaΙατρική & υγεία
γλυκοζυλιωμένοςglycosylatedΙατρική & υγεία
γλυκοκορτικοειδέςglucocorticoidΙατρική & υγεία
γλυκοκορτικοειδήglucocorticoidsΙατρική & υγεία
γλυκολιπίδιαglycolipidsΙατρική & υγεία
γλυκόλυσηglycolysisΙατρική & υγεία
γλυκονεογένεσηgluconeogenesisΙατρική & υγεία
γλυκοπενίαglucopeniaglycopeniaΙατρική & υγεία
γλυκοπρωτεΐνηglycoproteinΙατρική & υγεία
γονίδιοgeneΙατρική & υγεία
γονιδίωμαγένωμαgenomeΙατρική & υγεία
γονιμοποίησηfertilizationΙατρική & υγεία
γόνοςspawnΙατρική & υγεία
γονότυποςgenotypeΙατρική & υγεία
γραμμωτόςstriatedΙατρική & υγεία
γ-σφαιρίνηγ-globulinΙατρική & υγεία
γυναίκαwomanΙατρική & υγεία
γύρηpollenΙατρική & υγεία
δάκτυλοfingerΙατρική & υγεία
δείγμαspecimensampleΙατρική & υγεία
δείκτηςσηματοδότηςmarkerindicatorΙατρική & υγεία
δέκτηςξενιστήςrecipienthostΙατρική & υγεία
δενδρίτηςdendriteΙατρική & υγεία
δεξιόχειραςright handedΙατρική & υγεία
δεξτράνηdextranΙατρική & υγεία
δέρμαintegumentskinΙατρική & υγεία
δερματομυοσίτιςdermatomyositisΙατρική & υγεία
δερμίδιοcuticulacuticleΙατρική & υγεία
δέσμευσηblockingΙατρική & υγεία
δεσμόςbondΙατρική & υγεία
δεσμόσωμαdesmosomeΙατρική & υγεία
δεσοξυριβονουκλεοπρωτεΐνεςdeoxyribonucleoproteinsΙατρική & υγεία
δευτερογενήςδευτεροταγήςsecondaryΙατρική & υγεία
δηλητήριοvenomΙατρική & υγεία
διαβήτηςdiabetesΙατρική & υγεία
διαβητικόςdiabeticΙατρική & υγεία
διαβητογόνοςdiabetogenicΙατρική & υγεία
διάγνωσηdiagnosisΙατρική & υγεία
διαγνωστικόςdiagnosticΙατρική & υγεία
διαδικασίαprocedureΙατρική & υγεία
δίαιταδιαιτητική αγωγήdietΙατρική & υγεία
διακίνησηdiakinesisΙατρική & υγεία
διακύμανσηπαραλλαγήvariationvarietyΙατρική & υγεία
διακυτταρικόςintercellularΙατρική & υγεία
διαλδεΰδηdialdehydeΙατρική & υγεία
διαλοβιακόςμεσολοβίδιοςinterlobularΙατρική & υγεία
διαλοβικόςμεσολόβιοςinterlobarΙατρική & υγεία
διάλυμαsolutionΙατρική & υγεία
διαλυτόςsolubleΙατρική & υγεία
διαλυτότηταsolubilityΙατρική & υγεία
διαλύωdissolveΙατρική & υγεία
διαμεμβρανικόςtransmembraneΙατρική & υγεία
διαμινοβενζιδίνηdiaminobenzidineΙατρική & υγεία
διαμόρφωσηστερεοδιάταξηconformationΙατρική & υγεία
διαπερατότηταpermeabilityΙατρική & υγεία
διαπίδυσηdialysisΙατρική & υγεία
διάσπασηαυλάκωσηdegradationcleavageΙατρική & υγεία
διαταραχήperturbationΙατρική & υγεία
διατηρώconserveΙατρική & υγεία
διάτρητοςfenestratedΙατρική & υγεία
διαφανοποίησηclearingΙατρική & υγεία
διαφοροποίησηdifferentiationΙατρική & υγεία
διάχυσηdiffusionΙατρική & υγεία
διαχωρισμόςseparationΙατρική & υγεία
διγουανίδηdiguanideΙατρική & υγεία
διδύμιολοφίδιοcolliculusΙατρική & υγεία
δίδυμοςtwinΙατρική & υγεία
διδύναμοδισθενέςbivalentΙατρική & υγεία
διέγερσηexcitationstimulationΙατρική & υγεία
διεγέρτηςstimulatorΙατρική & υγεία
διεγερτικόςstimulatoryΙατρική & υγεία
διερεύνησηinvestigationΙατρική & υγεία
διήθησηinfiltrationΙατρική & υγεία
δικουμαρόληdikoumarolΙατρική & υγεία
δικτυοκύτταροδικτυοερυθροκύτταροreticulocyteΙατρική & υγεία
δι-λειτουργικόςbi-functionalbifunctionalΙατρική & υγεία
διμερέςdimerΙατρική & υγεία
δινιτροφαινόληdinitrophenolΙατρική & υγεία
διουρητικόςdiureticΙατρική & υγεία
διόφθαλμοςbinocularΙατρική & υγεία
διπλασιασμόςduplicationΙατρική & υγεία
διπλοταινίαdiploteneΙατρική & υγεία
δισακχαρίτηςdisaccharideΙατρική & υγεία
διφασικόςbiphasialdiphasicΙατρική & υγεία
διφθερίτιδαdiphtheriaΙατρική & υγεία
διφθορο-δινιτρο-βενζόλιοdifluoro-dinitro-benzeneΙατρική & υγεία
δίψαthirstΙατρική & υγεία
διωικόςdizygoticΙατρική & υγεία
δοκίδαtrabeculaΙατρική & υγεία
δοκιμασίαέλεγχοςassaytestΙατρική & υγεία
δομήstructureΙατρική & υγεία
δορυφόροςsatelliteΙατρική & υγεία
δόσηdoseΙατρική & υγεία
δραστικότηταactivityΙατρική & υγεία
δυσλειτουργίαdysfunctionΙατρική & υγεία
δωδεκαδάκτυλοduodenumΙατρική & υγεία
ε-αμινομάδαe-amino groupε-amino groupΙατρική & υγεία
εγγύς-μακράνproximodistalΙατρική & υγεία
εγκάρσιοςtransverseΙατρική & υγεία
εγκεφαλομυοκαρδίτιδαencephalomyocarditisΙατρική & υγεία
εγκεφαλοπάθειαencephalopathyencephalic diseaseΙατρική & υγεία
εγκέφαλοςbrainΙατρική & υγεία
εγκυμοσύνηκύησηpregnancyΙατρική & υγεία
έγκυοςpregnantΙατρική & υγεία
ειδικόςspecificΙατρική & υγεία
ειδικότηταεξειδίκευσηspecificityΙατρική & υγεία
ειλεόςileumileusΙατρική & υγεία
έκκρισηsecretionΙατρική & υγεία
εκκριτικόςsecretoryΙατρική & υγεία
εκλαμψίαeclampsiaΙατρική & υγεία
εκλεκτικότηταselectivityΙατρική & υγεία
εκλεπτύνσηslimmingΙατρική & υγεία
έκλουσηέκπλυσηelutionΙατρική & υγεία
εκούσιοςvoluntaryΙατρική & υγεία
εκπόλωσηdepolarizationΙατρική & υγεία
εκσπερμάτωσηejaculationΙατρική & υγεία
εκτροπήdeviationΙατρική & υγεία
έκφρασηexpressionΙατρική & υγεία
εκχύλισηextractionΙατρική & υγεία
εκχύλισμαextractΙατρική & υγεία
έλασμαlamellaΙατρική & υγεία
ελάσσωνminorΙατρική & υγεία
ελαστάσηelastaseΙατρική & υγεία
ελέγχωexaminetestΙατρική & υγεία
έλικαgyrusΙατρική & υγεία
έλκοςulcerΙατρική & υγεία
ελονοσίαmalariaΙατρική & υγεία
εμβολιασμόςvaccinationΙατρική & υγεία
εμβόλιοvaccineΙατρική & υγεία
εμβρυολογίαembryologyΙατρική & υγεία
έμμετοςvomitΙατρική & υγεία
εμμηνόπαυσηmenopauseΙατρική & υγεία
εμμηνορρυσίαmenstruationΙατρική & υγεία
εμμύελoςmyelinatedΙατρική & υγεία
εμπλουτισμόςenrichmentΙατρική & υγεία
εμπύρηνοnucleatedΙατρική & υγεία
έμφραγμαinfarctΙατρική & υγεία
εμφύσημαemphysemaΙατρική & υγεία
εμφύτευμαimplantΙατρική & υγεία
εναιώρημαsuspensionΙατρική & υγεία
εναπόθεσηdepositionΙατρική & υγεία
εναποθηκευμένοςstored upΙατρική & υγεία
ένδειξηindicationΙατρική & υγεία
ενδιαίτησηresidencyΙατρική & υγεία
ενδοεπικοινωνίαintercommunicationΙατρική & υγεία
ενδοθηλιακόςendothelialΙατρική & υγεία
ενδοκαρδίτιδαendocarditisΙατρική & υγεία
ενδοκρινήςendocrineΙατρική & υγεία
ενδοκρινοπάθειαendocrinopathyΙατρική & υγεία
ενδοκυτταρικόςενδοκυττάριοςintracellularΙατρική & υγεία
ενδολοβιακόςενδολοβιώδηςintralobularΙατρική & υγεία
ενδομήτριοendometriumΙατρική & υγεία
ενδομυϊκόςintramuscularΙατρική & υγεία
ενδοπεριτοναϊκόςintraperitonealΙατρική & υγεία
ενδοπλασματικόςendoplasmaticΙατρική & υγεία
ενδόστεοendosteumΙατρική & υγεία
ενδοτοξίνηendotoxinΙατρική & υγεία
ενδοϋποδοχέαςinteroceptorΙατρική & υγεία
ενδοφλέβιοςintravenousintravascularΙατρική & υγεία
ενέργειαenergyΙατρική & υγεία
ενεργοποιημένοςactivatedΙατρική & υγεία
ενεργοποίησηactivationcapacitationΙατρική & υγεία
ενεργοποιητήςactivatorΙατρική & υγεία
ενεργοποιώactivateΙατρική & υγεία
ένεσηinjectionΙατρική & υγεία
ενζυματικόςenzymaticΙατρική & υγεία
ένζυμοenzymeΙατρική & υγεία
ενούρησηenuresisΙατρική & υγεία
ενοχοποίησηincriminationΙατρική & υγεία
ενσωματώνωincorporateΙατρική & υγεία
ενσωμάτωσηincorporationΙατρική & υγεία
εντατικοποιημένοςintensiveΙατρική & υγεία
εντερεκτομήintestinal excisionΙατρική & υγεία
έντεροintestinebowelΙατρική & υγεία
εντερογλυκαγόνηenteroglucagenΙατρική & υγεία
εντομοκτόνοinsecticideΙατρική & υγεία
εντόπισηταυτοποίησηidentificationlocalisationΙατρική & υγεία
ενυδάτωσηhydrationΙατρική & υγεία
ένωσηcompoundΙατρική & υγεία
εξαλάτωσηsalting outΙατρική & υγεία
εξάλειψηerasureΙατρική & υγεία
εξάνθημαexanthemaΙατρική & υγεία
εξελιξιμότηταevolutionprogressionΙατρική & υγεία
εξεταζόμενοςexaminedtestedΙατρική & υγεία
εξόνιοεξώνιοexonΙατρική & υγεία
εξοπλισμόςequipmentΙατρική & υγεία
εξουδετερώνωneutraliseneutralizeΙατρική & υγεία
εξουδετέρωσηneutralisationneutralizationΙατρική & υγεία
εξόφθαλμοςexophthalmosΙατρική & υγεία
εξωαγγειακόςextravascularΙατρική & υγεία
εξωαρθρικέςextra-articularΙατρική & υγεία
εξωγενέςexogenousΙατρική & υγεία
εξωκρινήςexocrineΙατρική & υγεία
εξωκυτταρικόςεξωκυττάριοςextracellularΙατρική & υγεία
εξωκύτωσηexocitosisΙατρική & υγεία
εξωπαγκρεατικόςnon pancreaticΙατρική & υγεία
εξωπυρηνικόςextranuclearΙατρική & υγεία
εξωτερικόςadventitialΙατρική & υγεία
εξωτοξίνηexotoxinΙατρική & υγεία
εξωϋποδοχέαςexteroceptorΙατρική & υγεία
επάγωinduceΙατρική & υγεία
επαγωγήinductionΙατρική & υγεία
επαναδιέγερσηrestimulationΙατρική & υγεία
επαναληψιμότηταrepeatabilityΙατρική & υγεία
επαναπορρόφησηreabsorptionΙατρική & υγεία
επεισόδιοattackΙατρική & υγεία
επένδυμαependymaΙατρική & υγεία
επιδείνωσηaggravationΙατρική & υγεία
επιδερμίδαepidermisΙατρική & υγεία
επιδημιολογίαepidemiologyΙατρική & υγεία
επιδημιολογικόςepidemiologicalΙατρική & υγεία
επιδιδυμίδαvas deferensepididymisΙατρική & υγεία
επίδρασηinfluenceΙατρική & υγεία
επιθήλιοepitheliumΙατρική & υγεία
επικάλυψηoverlappingΙατρική & υγεία
επικρατήςdominantΙατρική & υγεία
επίκτητοςacquiredΙατρική & υγεία
επιμετάλλωσηmetallisationmetallizationΙατρική & υγεία
επιμόλυνσηtransfectionΙατρική & υγεία
επινεφρίδιοadrenal glandΙατρική & υγεία
επίπεδοστάθμηlevelΙατρική & υγεία
επιπλοκήcomplicationΙατρική & υγεία
επιστρώνωκαλύπτωcoatcoverΙατρική & υγεία
επίστρωσηκάλυψηcoatingΙατρική & υγεία
επίτασηintensityintensificationΙατρική & υγεία
επιφάνειαsurfaceΙατρική & υγεία
επίφυσηepiphysisΙατρική & υγεία
επίχρισμαsmearΙατρική & υγεία
επωάζωincubateΙατρική & υγεία
επώασηincubationΙατρική & υγεία
εργαστήριοlaboratoryΙατρική & υγεία
ερέθισμαstimulusΙατρική & υγεία
ερευνητήςresearcherΙατρική & υγεία
ερυθράroseolaΙατρική & υγεία
ερυθροκύτταρο-μάρτυραςcontrol erythrocyteΙατρική & υγεία
ερυθρότηταruborΙατρική & υγεία
εστέραςesterΙατρική & υγεία
εστεράσηesteraseΙατρική & υγεία
εστιάζωfocusΙατρική & υγεία
εστιασμόςfocusΙατρική & υγεία
ετεροαντιγόνοheteroantigenΙατρική & υγεία
ετερογένειαheterogeneityheterogenyΙατρική & υγεία
ετερογενετικόςheterogeneticΙατρική & υγεία
ετερογενήςheterogenousheterogeneousΙατρική & υγεία
ετερόζυγοςheterozygousΙατρική & υγεία
ετερόλογοςheterologousΙατρική & υγεία
ετερόφιλοςheterophileΙατρική & υγεία
ευαισθησίαsensitivitysensibilityΙατρική & υγεία
ευαισθητοποιημένοςsensitisedsensitizedΙατρική & υγεία
ευθυρεοειδικόςeuthyroidΙατρική & υγεία
ευκαμψίαελαστικότηταflexibilityΙατρική & υγεία
ευπάθειαsensitivenessΙατρική & υγεία
εύρημαfindingΙατρική & υγεία
εύροςrangeΙατρική & υγεία
ευφυΐαintelligenceΙατρική & υγεία
εφαρμογήapplicationΙατρική & υγεία
εφαρμόσιμοςapplicableΙατρική & υγεία
εφηβείαpubertyΙατρική & υγεία
ζακαλίνηjacalinΙατρική & υγεία
ζάληdizzinessΙατρική & υγεία
ζελατίνηgelatingelatineΙατρική & υγεία
ζευγάριpairΙατρική & υγεία
ζυγοταινίαzygoteneΙατρική & υγεία
ζυγώτηςzygoteΙατρική & υγεία
ζώνηταινίαbandΙατρική & υγεία
ζωνοποίησηbandingΙατρική & υγεία
ζώοanimalΙατρική & υγεία
ηθικόςενάρετοςvirtuousΙατρική & υγεία
ηθμόςsieveΙατρική & υγεία
ηλεκτροανοσοδοκιμασίαelectro-immunoassayΙατρική & υγεία
ηλεκτρόδιοelectrodeΙατρική & υγεία
ηλεκτροενδώσμωσηelectroendosmosisΙατρική & υγεία
ηλεκτροκαρδιογράφημαelectrocardiogramΙατρική & υγεία
ηλεκτροκατακρήμνισηelectroprecipitationΙατρική & υγεία
ηλεκτρολύτηςelectrolyteΙατρική & υγεία
ηλεκτρομεταφοράelectrotransferΙατρική & υγεία
ηλεκτρόνιοelectronΙατρική & υγεία
ηλεκτροστατικόςelectrostaticΙατρική & υγεία
ηλεκτροφόρησηelectrophoresisΙατρική & υγεία
ηλεκτροώσμωσηelectrosmosisΙατρική & υγεία
ηλικίαageΙατρική & υγεία
ημερήσιοςcircadianΙατρική & υγεία
ημικρανίαhemicraniaΙατρική & υγεία
ημικυτταρίνηhemicelluloseΙατρική & υγεία
ημιπερίοδοςsemiperiodΙατρική & υγεία
ήπαρσυκώτιliverΙατρική & υγεία
ηπαρίνηheparinΙατρική & υγεία
ηπατίτιδαhepatitisΙατρική & υγεία
ηπατοκύτταροhepatocyteliver cellΙατρική & υγεία
ηπατοπάθειαliver diseaseΙατρική & υγεία
ηπάτωμαhepatomaΙατρική & υγεία
ήπιοςmildΙατρική & υγεία
ηωσινόφιλαeosinophilsΙατρική & υγεία
ηωσινοφιλίαeosinophiliaΙατρική & υγεία
θαλασσαιμίαthalassemiaΙατρική & υγεία
θανατηφόροςmortallethalΙατρική & υγεία
θάνατοςdeathΙατρική & υγεία
θειαζίδηthiazineΙατρική & υγεία
θεραπείαtherapycureΙατρική & υγεία
θερμίδαcalorieΙατρική & υγεία
θερμοδυναμικόςthermodynamicΙατρική & υγεία
θερμοκρασίαtemperatureΙατρική & υγεία
θερμότηταheatΙατρική & υγεία
θέσηsiteΙατρική & υγεία
θηλασμόςsucklingΙατρική & υγεία
θηλαστικόmammalΙατρική & υγεία
θηλήmammillapapilla mammaeΙατρική & υγεία
θόλωσηcloudingΙατρική & υγεία
θολωσιμετρίαturbidimetryΙατρική & υγεία
θρομβοπενίαthrombopeniathrombocytopeniaΙατρική & υγεία
θυγατρικόςdaughterΙατρική & υγεία
θυλάκιοfollicleΙατρική & υγεία
θυμιδίνηthymidineΙατρική & υγεία
θύμοςthymusΙατρική & υγεία
θυρεοειδεκτομήthyroidectomyΙατρική & υγεία
θυρεοειδίτιδαthyroiditisΙατρική & υγεία
θυρεοσφαιρίνηthyroglobulinΙατρική & υγεία
θυρεοτροπίνηthyreotropinΙατρική & υγεία
θυροξίνηthyroxineΙατρική & υγεία
θώρακαςchestΙατρική & υγεία
ια-υδροξυλάσηio-hydroxilaseΙατρική & υγεία
ιδιοπαθήςidiopathicΙατρική & υγεία
ίδιοςτου εαυτούselfΙατρική & υγεία
ιδιότοποςidiotopeΙατρική & υγεία
ιδιοτυπίαidiotypyΙατρική & υγεία
ιδιοτυπικόςidiotypicΙατρική & υγεία
ιδιότυποςidiotypeΙατρική & υγεία
ιδιοϋποδοχέαςιδιοδεκτικός υποδοχέαςproprioceptorΙατρική & υγεία
ίζημαprecipitateΙατρική & υγεία
ιζηματογραμμήprecipitin lineΙατρική & υγεία
ικανότηταcapacityΙατρική & υγεία
ίκτεροςjaundiceicterusΙατρική & υγεία
ιλαράmeaslesΙατρική & υγεία
ινιακόςoccipitalΙατρική & υγεία
ινοβλάστηςfibroblastΙατρική & υγεία
ινοσάρκωμαinosarcomeΙατρική & υγεία
ινσουλιναιμίαinsulinaemiainsulinemiaΙατρική & υγεία
ινσουλίνηinsulinΙατρική & υγεία
ινσουλινοανεπάρκειαinsulin incapacityΙατρική & υγεία
ινσουλινοεξαρτώμενοςinsulin dependentΙατρική & υγεία
ινσουλινοθεραπείαinsulin therapyΙατρική & υγεία
ινσουλινοθεραπευόμενοςunder insulin therapyΙατρική & υγεία
ινσουλινώμαinsulinomaΙατρική & υγεία
ιντερλευκίνηinterleukinΙατρική & υγεία
ιντερφερόνηinterferonΙατρική & υγεία
ιντρόνιοintronΙατρική & υγεία
ινωδογόνοfibrinogenΙατρική & υγεία
ιξώδεςviscosityΙατρική & υγεία
ιολογίαvirologyΙατρική & υγεία
ιόνionΙατρική & υγεία
ιοντοανταλλάκτηςion exchangerΙατρική & υγεία
ιόςvirusΙατρική & υγεία
ιππόκαμποςhippocampusΙατρική & υγεία
ιππουρίδαcauda equinaΙατρική & υγεία
ίριδαirisΙατρική & υγεία
ισοαντιγόνοisoantigenΙατρική & υγεία
ισοένζυμοisoenzymeΙατρική & υγεία
ισομορφήisoformΙατρική & υγεία
ισοπυκνωτικόςisopycnoticΙατρική & υγεία
ισορροπίαequillibriumΙατρική & υγεία
ισότονοισοτονικόisotonicΙατρική & υγεία
ισοτυπίαisotypyΙατρική & υγεία
ισότυποςisotypeΙατρική & υγεία
ισοφανικόςisophaneΙατρική & υγεία
ισοχρωμόσωμαisochromosomeΙατρική & υγεία
ισταμίνηhistamineΙατρική & υγεία
ιστολογίαhistologyΙατρική & υγεία
ιστόνηhistoneΙατρική & υγεία
ιστόςtissueΙατρική & υγεία
ιχνοθέτηςtracerlabelΙατρική & υγεία
ιχνοστοιχείοtrace elementΙατρική & υγεία
ιωδιωμένοςiodinatedΙατρική & υγεία
ιωδίωσηiodinationΙατρική & υγεία
καζεΐνηcaseinΙατρική & υγεία
καθαρισμόςpurificationΙατρική & υγεία
καθαρόςκαθαρισμένοςpurepurifiedΙατρική & υγεία
κάθαρσηclearanceΙατρική & υγεία
καθεψίνηcathepsinΙατρική & υγεία
καθηλωμένοςimmobilisedimmobilizedΙατρική & υγεία
καθιζάνωκατακρημνίζωprecipitateΙατρική & υγεία
καθίζησηsedimentationΙατρική & υγεία
κάθοδοςcathodeΙατρική & υγεία
καθορισμόςπροσδιορισμόςdeterminationΙατρική & υγεία
κακοήθηςmalignantΙατρική & υγεία
καλαθοκύτταροbasket cellΙατρική & υγεία
κάλιοpotassiumΙατρική & υγεία
καλοήθηςnon malignantbenignΙατρική & υγεία
καλσιτονίνηcalcitoninΙατρική & υγεία
καλυπτήριοςπροστατευτικόςprotectiveΙατρική & υγεία
κάντινταcandidaΙατρική & υγεία
καρβοδιιμίδιοcarbodiimideΙατρική & υγεία
καρβοξυλιωμένοςcarboxylatedΙατρική & υγεία
καρβοξυπεπτιδάσηcarboxypeptidaseΙατρική & υγεία
καρδιάheartΙατρική & υγεία
καρδιακόςcardiacΙατρική & υγεία
καρδιολιπίνηcardiolipinΙατρική & υγεία
καρκίνοςcancerΙατρική & υγεία
καρκίνωμαcarcinomaΙατρική & υγεία
καρυότυποςkaryotypeΙατρική & υγεία
καταβολισμόςcatabolismΙατρική & υγεία
κάταγμαfractureΙατρική & υγεία
κατάδρομοςdownstreamΙατρική & υγεία
κατακρήμνισηκαθίζησηprecipitationΙατρική & υγεία
κατάλοιπουπόλειμμαresidueΙατρική & υγεία
κατάλυσηcatalysisΙατρική & υγεία
καταλυτικόςcatalyticΙατρική & υγεία
καταμέτρησηmeasuringΙατρική & υγεία
κατανάλωσηconsummationΙατρική & υγεία
κατανομήdistributionΙατρική & υγεία
καταρράκτηςcataractΙατρική & υγεία
κατασταλτικόςsuppressorΙατρική & υγεία
καταστέλλωsuppressΙατρική & υγεία
καταστολήsuppressionΙατρική & υγεία
κατάφυση κατάφυση τένοντα μυ"61
κατάψυξηfreezeΙατρική & υγεία
καταψύχωfreezeΙατρική & υγεία
κατεργασίαεπεξεργασίαtreatmentΙατρική & υγεία
κατεχολαμίνηcatecholamineΙατρική & υγεία
κατιόνcationΙατρική & υγεία
κατσίκαgoatΙατρική & υγεία
κατώφλιρεοβάσηthresholdrheobaseΙατρική & υγεία
καχεξίαcachexiaΙατρική & υγεία
κεκορεσμένοςκορεσμένοςsaturatedΙατρική & υγεία
κεντρομερίδιοcentromereΙατρική & υγεία
κερατινοκύτταροkeratinocyteΙατρική & υγεία
κερατοειδήςcorneaΙατρική & υγεία
κερκίδαradiusΙατρική & υγεία
κετογένεσηketogenesisΙατρική & υγεία
κετονουρίαketonuriaΙατρική & υγεία
κετοξέωσηκετοοξέωσηketoacidosisΙατρική & υγεία
κέτωσηketosisΙατρική & υγεία
κήληherniaΙατρική & υγεία
κηλίδαmaculaΙατρική & υγεία
κινητικήkineticsΙατρική & υγεία
κινητικόςmotorΙατρική & υγεία
κινητικότηταmobilityΙατρική & υγεία
κινητοπλάστηςkinetoplastΙατρική & υγεία
κίρρωσηcirrhosisΙατρική & υγεία
κιρσόςκιρσώδης φλέβαvaricose veinΙατρική & υγεία
κλάσμαfractionΙατρική & υγεία
κλασμάτωσηfractionationΙατρική & υγεία
κληρονομικόςhereditaryinheritableΙατρική & υγεία
κληρονομικότηταheredityinheritanceΙατρική & υγεία
κλίβανοςincubatorΙατρική & υγεία
κλίμακαclimaxΙατρική & υγεία
κλοφιβράτηclofibrateΙατρική & υγεία
κλωνοποίησηcloningΙατρική & υγεία
κλώνοςcloneΙατρική & υγεία
κλωνότυποςclonotypeΙατρική & υγεία
κοιλιακόςceliacΙατρική & υγεία
κοιλωματοκύτταροcoelomocyteΙατρική & υγεία
κοκκιοκύτταροgranulocyteΙατρική & υγεία
κοκκιώδηςgranularΙατρική & υγεία
κολλαγόνοcollagenΙατρική & υγεία
κολλοειδέςcolloidΙατρική & υγεία
κολποειδήςsinusoidΙατρική & υγεία
κόλποςvaginaΙατρική & υγεία
κολχικίνηcolchicineΙατρική & υγεία
κόμμιgumΙατρική & υγεία
κόπωσηfatigueΙατρική & υγεία
κορεσμόςsaturationΙατρική & υγεία
κόρηpupilΙατρική & υγεία
κορτιζόληcortisolΙατρική & υγεία
κορτικοειδέςcorticoidΙατρική & υγεία
κορτικοστεροειδήcorticosteroidsΙατρική & υγεία
κοτόπουλοchickenΙατρική & υγεία
κουνέλιrabbitΙατρική & υγεία
κοχλίαςcochleaΙατρική & υγεία
κρανίοcraniumΙατρική & υγεία
κρεατινίνηcreatinineΙατρική & υγεία
κριτήριocriterionΙατρική & υγεία
κροταφικόςtemporalΙατρική & υγεία
κρυοκαθίζησηcryoprecipitationΙατρική & υγεία
κρυοστάτηςcryostatΙατρική & υγεία
κρυοσφαιρίνηcryoglobulinΙατρική & υγεία
κρυσταλλογραφίαcrystallographyΙατρική & υγεία
κρύσταλλοςcrystalΙατρική & υγεία
κυβοειδήςcuboidalΙατρική & υγεία
κυκλοσπορίνηcyclosporineΙατρική & υγεία
κυκλοφορίαcirculationΙατρική & υγεία
κυλινδρικόςcylindricalcylindriformΙατρική & υγεία
κύλινδροςcylinderΙατρική & υγεία
κυστεΐνηcysteineΙατρική & υγεία
κυστίδιοcystidiumΙατρική & υγεία
κυτοσόληκυτοσόλιοcytosolΙατρική & υγεία
κυτταρoκίνηcytokineΙατρική & υγεία
κυτταρικόςcellularΙατρική & υγεία
κυτταρίνηcelluloseΙατρική & υγεία
κύτταροcellΙατρική & υγεία
κυτταρογενετικήcytogeneticsΙατρική & υγεία
κυτταρόλυσηcytolysisΙατρική & υγεία
κυτταρομεγαλοϊόςcytomegalovirusΙατρική & υγεία
κυτταρόπλασμαcytoplasmΙατρική & υγεία
κυτταροπλασματικόςcytoplasmicΙατρική & υγεία
κυτταροτοξικότηταcytotoxicityΙατρική & υγεία
κυτταροφαγίαφαγοκύτωσηphagocytosisΙατρική & υγεία
κυψέληλόβιοacinusalveolusΙατρική & υγεία
κωδικοποιώencodeΙατρική & υγεία
κώμαcomaΙατρική & υγεία
κωνίοconeΙατρική & υγεία
λακτόζηlactoseΙατρική & υγεία
λακτοφερρίνηlactoferrinΙατρική & υγεία
λαπαροσκόπησηlaparoscopyΙατρική & υγεία
λεβεντόπαlevo-dopeΙατρική & υγεία
λείοςsmoothΙατρική & υγεία
λειτουργίαfunctionΙατρική & υγεία
λειτουργικόςfunctionalΙατρική & υγεία
λεκάνηpelvisΙατρική & υγεία
λεκτίνηlectinΙατρική & υγεία
λεμφογάγγλιολεμφαδέναςlymph nodeΙατρική & υγεία
λεμφοζίδιοlymph noduleΙατρική & υγεία
λεμφοκίνηlymphokineΙατρική & υγεία
λεμφοκύτταραlymphocytesΙατρική & υγεία
λεμφοκύτταρο-B8lymphocyte-B8Ιατρική & υγεία
λέμφωμαlymphomaΙατρική & υγεία
λέπραleprosyΙατρική & υγεία
λευκίνηleucineΙατρική & υγεία
λευκοκυττάρωσηleukocytosisΙατρική & υγεία
λευκοπενίαleukopenialeucopeniaΙατρική & υγεία
λευχαιμίαleukaemialeukemiaΙατρική & υγεία
λήθαργοςlethargyΙατρική & υγεία
λίπηfatsΙατρική & υγεία
λιπίδιαlipidsΙατρική & υγεία
λιποατροφίαlipoatrophyΙατρική & υγεία
λιπογένεσηlipogenesisΙατρική & υγεία
λιποκύτταραfat cellsadipose tissue cellsΙατρική & υγεία
λιπόλυσηlipolysisΙατρική & υγεία
λιποπολυσακχαρίτηςlipopolysaccharideΙατρική & υγεία
λιποπρωτεΐνηlipoproteinΙατρική & υγεία
λίποςfatΙατρική & υγεία
λιποσύνθεσηliposynthesisΙατρική & υγεία
λιπόσωμαliposomeΙατρική & υγεία
λιπώδηςadiposeΙατρική & υγεία
λοβόςlobeΙατρική & υγεία
λοίμωξηφλεγμονήinfectioninflammationΙατρική & υγεία
λόρδωσηlordosisΙατρική & υγεία
λυσοζύμηlysozymeΙατρική & υγεία
λυσόσωμαlysosomeΙατρική & υγεία
λυσοσωμικόςlysosomalΙατρική & υγεία
λύσσαrabiesΙατρική & υγεία
λυσυλπυριδολίνηlysilpiridolineΙατρική & υγεία
λυχνίαlampΙατρική & υγεία
μαγνήσιοmagnesiumΙατρική & υγεία
μαγνήτηςmagnetΙατρική & υγεία
μακροαγγειοπάθειαmacrovascular diseaseΙατρική & υγεία
μακρομόριοmacromoleculeΙατρική & υγεία
μακροσωμίαmacrosomiaΙατρική & υγεία
μακροφάγοmacrophageΙατρική & υγεία
μανδύαςmantleΙατρική & υγεία
μάρτυραςcontrolΙατρική & υγεία
μαστοκυττάρωσηmastocytosisΙατρική & υγεία
μαστόςbreastΙατρική & υγεία
μεγακαρυοκύτταροmegakaryocyteΙατρική & υγεία
μεγαλακρίαακρομεγαλίαacromegalyΙατρική & υγεία
μέγεθοςsizeΙατρική & υγεία
μεθιμαζόληmethimasolΙατρική & υγεία
μεθοδολογίαmethodologyΙατρική & υγεία
μέθοδοςmethodΙατρική & υγεία
μεθυλενο-δις-ακρυλαμίδιοmethylene-bis-acrylamideΙατρική & υγεία
μεθυλίωσηmethylationΙατρική & υγεία
μεθυλντόπαmethyl-dopeΙατρική & υγεία
μείωσηmeiosisΙατρική & υγεία
μελανίνηmelaninΙατρική & υγεία
μελανοκύτταροmelanocyteΙατρική & υγεία
μεμβράνηmembraneΙατρική & υγεία
μεμονωμένοςindividualΙατρική & υγεία
μερκαπτοαιθανόληmercaptoethanolΙατρική & υγεία
μεσέγχυμαmesenchymeΙατρική & υγεία
μεσοβελιαίοςmidsagittalmedian-saggitalΙατρική & υγεία
μεσοθηλιακόςmesothelialΙατρική & υγεία
μεσοθηλίωμαmesotheliomaΙατρική & υγεία
μεσοκυττάριοςinterstitialΙατρική & υγεία
μεσολαβητήςmediatorΙατρική & υγεία
μεσολόβιοτυλώδες σώμαcorpus callosumΙατρική & υγεία
μεσοπλεύριοςintercostalΙατρική & υγεία
μεσόφασηmesophaseΙατρική & υγεία
μεταβατικόςtransitionalΙατρική & υγεία
μεταβολίσιμοςmetabolisableΙατρική & υγεία
μεταβολισμόςmetabolismΙατρική & υγεία
μεταβολίτηςmetaboliteΙατρική & υγεία
μετάγγισηtransfusionΙατρική & υγεία
μετα-ισομερέςμ-ισομερέςm-isomerΙατρική & υγεία
μετακεντρικόςmetacentricΙατρική & υγεία
μετακινούμαιμεταναστεύωmigrateΙατρική & υγεία
μετάλλαξηmutationΙατρική & υγεία
μεταλλαξιογένεσηmutagenesisΙατρική & υγεία
μεταλλαξογόνοmutagenΙατρική & υγεία
μεταλλοπρωτεΐνηmetalloproteinΙατρική & υγεία
μεταμόρφωσηmetamorphosisΙατρική & υγεία
μεταμόσχευσηtransplantationgraftingΙατρική & υγεία
μετανάστευσημετακίνησηmigrationΙατρική & υγεία
μετασυναπτικόςpost-joiningΙατρική & υγεία
μετατόπισηtranslocationΙατρική & υγεία
μετατροπήalterationversionΙατρική & υγεία
μεταϋποδοχέαςpost receptorΙατρική & υγεία
μετάφασηmetaphaseΙατρική & υγεία
μεταφοράtransportationΙατρική & υγεία
μετάφυσηmetaphysisΙατρική & υγεία
μέτρησηmeasurementΙατρική & υγεία
μετφορμίνηmetforminΙατρική & υγεία
μετωπικόςμετωπιαίοςfrontalcoronalΙατρική & υγεία
μήνιγγαmeninxΙατρική & υγεία
μηνιγγίτιδαmeningitisΙατρική & υγεία
μηνιγγιτιδόκοκκοςmeningococusΙατρική & υγεία
μηρόςthighΙατρική & υγεία
μητέραmotherΙατρική & υγεία
μηχανισμόςmechanismΙατρική & υγεία
μιγάςmulattoΙατρική & υγεία
μίγμαmixtureΙατρική & υγεία
μικροαγγειοπάθειαmicroangiopathymicro vascular diseaseΙατρική & υγεία
μικροαλβουμινουρίαmicroalbuminuriaΙατρική & υγεία
μικροανάλυσηmicroanalysisΙατρική & υγεία
μικροανεύρισμαmicroaneurysmΙατρική & υγεία
μικρόβιοmicrobeΙατρική & υγεία
μικροεπέμβασηmicromanipulationΙατρική & υγεία
μικροετερογένειαmicroheterogeneityΙατρική & υγεία
μικροϊνίδιαmicrofilamentsΙατρική & υγεία
μικροκαλλιέργειαmicrocultureΙατρική & υγεία
μικροκυστίδιοmicro-vesicleΙατρική & υγεία
μικρολάχνηmicrovillusΙατρική & υγεία
μικρομοριακόςmicromolecularΙατρική & υγεία
μικροοργανισμόςmicroorganismΙατρική & υγεία
μικροπλάκαmicroplateΙατρική & υγεία
μικροσκόπιοmicroscopeΙατρική & υγεία
μικροσωληνίσκοςmicrotubuleΙατρική & υγεία
μικροτόμοςmicrotomeΙατρική & υγεία
μικροφθορισμόμετροmicro fluorimeterfluorometerΙατρική & υγεία
μίτωσηmitosisΙατρική & υγεία
μολυσματικόςinfectiousΙατρική & υγεία
μονάδαunitΙατρική & υγεία
μονιμοποίησηστερέωσηfixationΙατρική & υγεία
μονιμοποιητικόςfixativeΙατρική & υγεία
μονοειδικόςmonospecificΙατρική & υγεία
μονοκίνηmonokineΙατρική & υγεία
μονοκλωνικόςmonoclonalΙατρική & υγεία
μονοκύτταραmonocytesΙατρική & υγεία
μονοκύτταροςmonocellΙατρική & υγεία
μονολοβιακόςunilobularΙατρική & υγεία
μονομερέςmonomerΙατρική & υγεία
μονοπολικόςunipolarΙατρική & υγεία
μονοπυρήνωσηmononucleosisΙατρική & υγεία
μονοσακχαρίτηςmonosaccharideΙατρική & υγεία
μονοστιβάδαmonolayerΙατρική & υγεία
μονοφθάλμιoςmonocularΙατρική & υγεία
μονοωικόςmonozygoteΙατρική & υγεία
μοριακόςmolecularΙατρική & υγεία
μοριακότηταmolarityΙατρική & υγεία
μόριοmoleculeΙατρική & υγεία
μορφογένεσηmorphogenesisΙατρική & υγεία
μορφόγονοmorphogenΙατρική & υγεία
μορφολογίαmorphologyΙατρική & υγεία
μόσχευμαgrafttransplantΙατρική & υγεία
μυασθένειαmuscular diseasemyastheniaΙατρική & υγεία
μυατονίαmyatoniaΙατρική & υγεία
μυελοειδήςmyeloidΙατρική & υγεία
μυελοκήληmyeloceleΙατρική & υγεία
μυελόςmedullaΙατρική & υγεία
μυελοϋπεροξειδάσηmyeloperoxidaseΙατρική & υγεία
μυέλωμαmyelomaΙατρική & υγεία
μύκηταςfungusΙατρική & υγεία
μυκητοκτόνοςfungicideΙατρική & υγεία
μυκόπλασμαmycoplasmaΙατρική & υγεία
μυοκτόνοςrodenticideΙατρική & υγεία
μυοσφαιρίνηmyoglobinΙατρική & υγεία
μυςποντικόςmouseΙατρική & υγεία
μυςmuscleΙατρική & υγεία
μυώδηςbrawnyΙατρική & υγεία
μωσαϊκισμόςmosaicismΙατρική & υγεία
νάιλονnylonΙατρική & υγεία
νανισμόςnanismΙατρική & υγεία
νατράσβεστοςsoda-limeΙατρική & υγεία
νεογέννητοςnewly bornΙατρική & υγεία
νεοδιαγνωσθείςnewly diagnosedΙατρική & υγεία
νεοεπίτοποςneoepitopeΙατρική & υγεία
νεοπλασίαneoplasiaΙατρική & υγεία
νεόπλασμαneoplasmaΙατρική & υγεία
νετρόνιοneutronΙατρική & υγεία
νευραμινιδάσηneuraminidaseΙατρική & υγεία
νευρείλημμανευρείλημαneurilemmaΙατρική & υγεία
νευρικόςneuralΙατρική & υγεία
νευρίνωμαneurinomaΙατρική & υγεία
νευρογλοίαgliaΙατρική & υγεία
νευροδιαβιβαστήςneurotransmitterΙατρική & υγεία
νευροϊνίδιοneurofibrilΙατρική & υγεία
νευροπάθειαneuropathyΙατρική & υγεία
νευροτοξικότηταneurotoxicityΙατρική & υγεία
νευροτροφικόςneurotrophicΙατρική & υγεία
νευρώναςnerve cellneuronΙατρική & υγεία
νεφελομετρίαnephelometryΙατρική & υγεία
νεφρικόςrenalΙατρική & υγεία
νεφρίτιδαnephritisΙατρική & υγεία
νεφρόςkidneyΙατρική & υγεία
νεφρώναςnephronΙατρική & υγεία
νημάτιοfibrefiberΙατρική & υγεία
νήστιςνήστιδαjejunumΙατρική & υγεία
νιτροκυτταρίνηnitrocelluloseΙατρική & υγεία
νιτροφαινυλοφωσφατάσηnitrophenyl phosphataseΙατρική & υγεία
νορμογλυκαιμίαnormoglycaemianormoglycemiaΙατρική & υγεία
νουκλεοτίδιοnucleotideΙατρική & υγεία
νυκταλωπίαnight blindnessΙατρική & υγεία
νυκτουρίαnocturiaΙατρική & υγεία
ξενοαντιγόνοxenoantigenΙατρική & υγεία
ξενογενετικόςxenogeneticΙατρική & υγεία
ξενογενήςxenogeneicxenogenicΙατρική & υγεία
ξένοςnon selfforeignΙατρική & υγεία
ξηροδερμίαxerosisΙατρική & υγεία
ογκογονίδιοoncogeneΙατρική & υγεία
όγκοςtumorΙατρική & υγεία
όγκοςvolumeΙατρική & υγεία
οδοντίνηdentinΙατρική & υγεία
οδοντοκονίαcementumΙατρική & υγεία
οινόπνευμαalcoholΙατρική & υγεία
οισοφάγοςoesophagusesophagusΙατρική & υγεία
ολιγοπεπτίδιοoligopeptideΙατρική & υγεία
ολιγοσακχαρίτηςoligosaccharideΙατρική & υγεία
ολιγοσπερμίαoligospermyΙατρική & υγεία
ομάδαgroupΙατρική & υγεία
ομαλόςregularΙατρική & υγεία
ομοδιμερήςhomodimerichomodimerΙατρική & υγεία
ομόζυγοςhomozygousΙατρική & υγεία
ομοιογένειαhomogeneityΙατρική & υγεία
ομοιοπολικόςcovalentΙατρική & υγεία
ομοιόστασηομοιοστασίαhomeostasisΙατρική & υγεία
ομοκυστινουρίαhomocystinuriaΙατρική & υγεία
ομολογίαhomologyΙατρική & υγεία
ομόλογοςhomologousΙατρική & υγεία
οξειδάσηoxidaseΙατρική & υγεία
οξείδωσηoxidationΙατρική & υγεία
όξινοςacidicΙατρική & υγεία
οξονουρίαacetonuriaΙατρική & υγεία
οξυγόνοoxygenΙατρική & υγεία
οξυγόνωσηoxygenationΙατρική & υγεία
οξυουρίαaciduriaΙατρική & υγεία
οπισθοδρομικόςretrogradeΙατρική & υγεία
ορατόςvisibleΙατρική & υγεία
οργανίδιοorganelleΙατρική & υγεία
οργανισμόςorganismΙατρική & υγεία
όργανοorganΙατρική & υγεία
οργανοειδικόςorgan specificΙατρική & υγεία
ορθο-ισομερέςο-ισομερέςo-isomerΙατρική & υγεία
ορθότηταaccuracyΙατρική & υγεία
ορμόνηhormoneΙατρική & υγεία
ορμονογόνοςhormonogenicΙατρική & υγεία
ορογόνοςserosaΙατρική & υγεία
ορολογίαserologyΙατρική & υγεία
ορολογικόςserologicalΙατρική & υγεία
ορονοσίαserum sicknessΙατρική & υγεία
ορόςserumΙατρική & υγεία
όρχιςtestisΙατρική & υγεία
οστεοβλάστηςosteoblastΙατρική & υγεία
οστεογένεσηοστεοποίησηosteogenesisossificationΙατρική & υγεία
οστεοδοκίδεςtrabeculae of boneΙατρική & υγεία
οστεοδυστροφίαosteodystrophyΙατρική & υγεία
οστεοκαλσίνηbone Gla proteinΙατρική & υγεία
οστεοκλάστηςosteoclastΙατρική & υγεία
οστεοκύτταροosteocyteΙατρική & υγεία
οστεόλυσηosteolysisΙατρική & υγεία
οστεομαλακίαmollitiesΙατρική & υγεία
οστεονεκτίνηosteonectinΙατρική & υγεία
οστεοπενίαosteopeniaΙατρική & υγεία
οστεοπλασίαosteoplastyΙατρική & υγεία
οστεοποντίνηosteopontinΙατρική & υγεία
οσφρητικόςolfactoryΙατρική & υγεία
όσχεοscrotumΙατρική & υγεία
ουδετερόφιλαneutrophilsΙατρική & υγεία
ουδετερόφιλοneutrophilΙατρική & υγεία
ούραurineΙατρική & υγεία
ουραιμίαuraemiauremiaΙατρική & υγεία
ουρεάσηureaseΙατρική & υγεία
ουρητήραςureterΙατρική & υγεία
ουρίαureaΙατρική & υγεία
ουροποιητικόςurinaryΙατρική & υγεία
ουσίαsubstanceΙατρική & υγεία
ο-φαινυλενοδιαμίνηo-phenylenediamineΙατρική & υγεία
οφθαλμοπάθειαophthalmopathyΙατρική & υγεία
οφθαλμοπληγίαophthalmoplegiaΙατρική & υγεία
οψωνίνηopsoninΙατρική & υγεία
οψωνοποίησηopsonisationΙατρική & υγεία
πάγκρεαςpancreasΙατρική & υγεία
παγκρεατεκτομήpancreatectomyΙατρική & υγεία
παγκρεατίτιδαpancreatitisΙατρική & υγεία
παγκρεατοζυμίνηpancreatic hormoneΙατρική & υγεία
παγωμένοςfrozenΙατρική & υγεία
παθογένεσηpathogenesisΙατρική & υγεία
παθογονικότηταpathogenicityΙατρική & υγεία
παθογόνοςpathogenpathogenicΙατρική & υγεία
παθολογικόςpathologicalΙατρική & υγεία
παθοφυσιολογίαpathophysiologyΙατρική & υγεία
παθοφυσιολογικόςpathophysiologicalΙατρική & υγεία
παπαΐνηpapainΙατρική & υγεία
παράγονταςfactoragentΙατρική & υγεία
παραγωγήproductionΙατρική & υγεία
παράγωγοderivativeΙατρική & υγεία
παραισθησίαparesthesiaΙατρική & υγεία
παρα-ισομερέςπ-ισομερέςp-isomerΙατρική & υγεία
παρακείμενοςadjacentΙατρική & υγεία
παρακρινήςparacrineΙατρική & υγεία
παρακρύσταλλοςparacrystalΙατρική & υγεία
παράμετροςparameterΙατρική & υγεία
παράπλευροςπλευρικόςlateralΙατρική & υγεία
παραπρωτεϊναιμίαparaproteinaemiaparaproteinemiaΙατρική & υγεία
παραπρωτεΐνηparaproteinΙατρική & υγεία
παρασιτικόςparasiticΙατρική & υγεία
παράσιτοparasiteΙατρική & υγεία
παρασκεύασμαπαρασκευήpreparationΙατρική & υγεία
παρασκευαστικόςpreparativeΙατρική & υγεία
παρατήρησηobservationΙατρική & υγεία
παράτοποςparatopeΙατρική & υγεία
παραφίνωσηparaffin embeddingΙατρική & υγεία
παρεγκεφαλίδαcerebellumΙατρική & υγεία
παρέγχυμαparenchymaΙατρική & υγεία
παρεμβολήπαρέμβασηinterferenceΙατρική & υγεία
παρεμποδιστήςinhibitorΙατρική & υγεία
παρενέργειαside effectΙατρική & υγεία
παρωτίδαparotidΙατρική & υγεία
παρωτίτιδαmumpsΙατρική & υγεία
πάσχωνpatientsΙατρική & υγεία
παχυσαρκίαπαχυσωμίαobesityΙατρική & υγεία
παχυταινίαpachyteneΙατρική & υγεία
π-βενζοκινόνηp-benzoquinoneΙατρική & υγεία
πείραμαexperimentΙατρική & υγεία
πειραματόζωοlaboratory animalexperimental animalΙατρική & υγεία
πέμφιγαpemphigusΙατρική & υγεία
πεμφιγοειδέςpemphigoidΙατρική & υγεία
πενικιλίνηpenicillinΙατρική & υγεία
πενταμερέςpentamerΙατρική & υγεία
πεπτίδιοpeptideΙατρική & υγεία
πεπτικόςdigestiveΙατρική & υγεία
περιβάλλονenvironmentΙατρική & υγεία
περιεκτικότηταcontentΙατρική & υγεία
περικύτταραpericytesΙατρική & υγεία
περιόστεοperiosteumΙατρική & υγεία
περιπυρηνικόςperinuclearΙατρική & υγεία
περίσσειαexcessΙατρική & υγεία
περιττόςsuperfluousΙατρική & υγεία
περιχόνδριοperichondriumΙατρική & υγεία
πέψηdigestionΙατρική & υγεία
πεψίνηpepsinΙατρική & υγεία
πηγήfontanelΙατρική & υγεία
πηκτίνηpectinΙατρική & υγεία
πήκτωμαgelΙατρική & υγεία
πίθηκοςmonkeyΙατρική & υγεία
πλακούνταςplacentaΙατρική & υγεία
πλακώδεςsquamousplacodeΙατρική & υγεία
πλάσμαplasmaΙατρική & υγεία
πλασματοκύτταροplasma cellΙατρική & υγεία
πλασματοκύτωμαplasmatocytomaΙατρική & υγεία
πλειοτροπισμόςpleiotropismΙατρική & υγεία
πλεονέκτημαadvantageΙατρική & υγεία
πληθυσμόςpopulationΙατρική & υγεία
πνεύμοναςlungΙατρική & υγεία
ποικιλομορφίαdiversityΙατρική & υγεία
ποικιλόμορφοςvariegatedΙατρική & υγεία
πολικότηταpolarityΙατρική & υγεία
πολλαπλασιασμόςmultiplicationΙατρική & υγεία
πόλοςpoleΙατρική & υγεία
πολυ-l-λυσίνηpoly-l-lysineΙατρική & υγεία
πολυαιθυλενογλυκόληpolyethylene glycolΙατρική & υγεία
πολυακρυλαμίδιοpolyacrylamideΙατρική & υγεία
πολυακρυλαμίδιο-αγαρόζηpolyacrylamide-agaroseΙατρική & υγεία
πολυαργινίνηpolyarginineΙατρική & υγεία
πολυβινύλιοpolyvinylΙατρική & υγεία
πολυβινυλοχλωρίδιοpolyvinylchlorideΙατρική & υγεία
πολυγονιδιακόςpolygeneΙατρική & υγεία
πολυδράμνιοpolyhydramnioΙατρική & υγεία
πολυδραστικότηταpolyreactivityΙατρική & υγεία
πολυδύναμοςπολυσθενήςpolyvalentmultivalentΙατρική & υγεία
πολυεστέραςpolyesterΙατρική & υγεία
πολυκατιόνpolycationΙατρική & υγεία
πολυκλωνικόςpolyclonalΙατρική & υγεία
πολυλοβιακόςmultilobularΙατρική & υγεία
πολυμεράσηpolymeraseΙατρική & υγεία
πολυμερισμόςpolymerisationΙατρική & υγεία
πολυμορφισμόςpolymorphismΙατρική & υγεία
πολυμορφοπύρηνοςpolymorphonuclearΙατρική & υγεία
πολυμυοσίτιδαpolymyositisΙατρική & υγεία
πολυουρίαpolyuriaΙατρική & υγεία
πολυπεπτίδιοpolypeptideΙατρική & υγεία
πολυπλοειδίαpolyploidyΙατρική & υγεία
πολυπλοκότηταcomplexityΙατρική & υγεία
πολυπύρηνοςmultinuclearΙατρική & υγεία
πολυσακχαρίτηςpolysaccharideΙατρική & υγεία
πολυσπερμίαpolyspermyΙατρική & υγεία
πολύστιβοstratifiedΙατρική & υγεία
πολυστοιχειακόςmultiunitΙατρική & υγεία
πολυστυρένιοpolystyreneΙατρική & υγεία
πολυφαγίαgluttonyΙατρική & υγεία
πολφόςpulpΙατρική & υγεία
πονοϋποδοχέαςnociceptorΙατρική & υγεία
πορώδεςπορώδης ιδιότηταporosityΙατρική & υγεία
πορώδηςporousΙατρική & υγεία
ποσθίτιδαposthitisΙατρική & υγεία
ποσοστόpercentageΙατρική & υγεία
ποσοτικοποίησηquantificationΙατρική & υγεία
πουρίνηpurineΙατρική & υγεία
πρηνισμόςpronationΙατρική & υγεία
πρόβατοsheepΙατρική & υγεία
προβενεσίδηprobenecidΙατρική & υγεία
προγεστερόνηprogesteroneΙατρική & υγεία
πρόγνωσηprognosisΙατρική & υγεία
προ-διαβητικόςpre-diabeticΙατρική & υγεία
προδιάθεσηpredispositionΙατρική & υγεία
πρόδρομοςπροχωρητικόςanterogradeΙατρική & υγεία
πρόδρομοςprecursorΙατρική & υγεία
προέλευσηoriginΙατρική & υγεία
προεπεξεργασίαpretreatmentΙατρική & υγεία
προεπώασηpreincubationΙατρική & υγεία
προϊνσουλίνηproinsulinΙατρική & υγεία
προϊόνproductΙατρική & υγεία
πρόκλησηprovocationΙατρική & υγεία
προλακτίνηprolactinΙατρική & υγεία
προλακτίνωμαprolactinomaΙατρική & υγεία
πρόληψηpreventionΙατρική & υγεία
προορμόνηpro-hormoneΙατρική & υγεία
προπρανολόληpropranololΙατρική & υγεία
προ-προ-ινσουλίνηpreinsulinΙατρική & υγεία
προπυλθειουρακίληpropylthiuracylΙατρική & υγεία
προσαγωγόςafferentΙατρική & υγεία
προσαρμογήεθισμόςadaptationΙατρική & υγεία
πρόσδεμαligandΙατρική & υγεία
προσδένωbindΙατρική & υγεία
προσέγγισηapproachΙατρική & υγεία
προσκόλλησηadhesionattachmentΙατρική & υγεία
πρόσμιξηcontaminationcontaminantΙατρική & υγεία
προσοφθάλμιοςocularΙατρική & υγεία
προσρόφησηadsorptionΙατρική & υγεία
προσταγλανδίνηprostaglandinΙατρική & υγεία
προστασίαprotectionΙατρική & υγεία
πρόσωποfaceΙατρική & υγεία
πρότυποpatternstandardΙατρική & υγεία
προτυποποίησηstandardisationΙατρική & υγεία
πρότυποςstandardΙατρική & υγεία
πρόφασηprophaseΙατρική & υγεία
προφύλαξηprophylacticsΙατρική & υγεία
πρωταμίνηprotamineΙατρική & υγεία
πρωτεάσηproteaseΙατρική & υγεία
πρωτεΐνηproteinΙατρική & υγεία
πρωτεϊνοσύνθεσηprotein biosynthesisΙατρική & υγεία
πρωτεϊνουρίαproteinuriaΙατρική & υγεία
πρωτεογλυκάνηproteoglycanΙατρική & υγεία
πρωτεόλυσηproteolysisΙατρική & υγεία
πρωτεολυτικόςproteoliticΙατρική & υγεία
πρωτεύωνprimateΙατρική & υγεία
πρωτόγαλαcolostrumΙατρική & υγεία
πρωτογενήςprimaloriginalΙατρική & υγεία
πρωτόζωοprotozoanΙατρική & υγεία
πρωτόκολλοprotocolΙατρική & υγεία
πτύχωσηfoldΙατρική & υγεία
πύληhilumΙατρική & υγεία
πυρετογόνοςpyrogenΙατρική & υγεία
πυρετόςfeverΙατρική & υγεία
πυρήναςnucleusΙατρική & υγεία
πυρηνίσκοςnucleolusΙατρική & υγεία
πυριμιδίνηpyrimidineΙατρική & υγεία
ραβδίοrodΙατρική & υγεία
ραδιενέργειαradioactivityΙατρική & υγεία
ραδιοϊσότοποradioisotopeΙατρική & υγεία
ραδιοσημασμένοςradiolabelledradiolabeledΙατρική & υγεία
ραχαιοκοιλιακόςοπισθιοπρόσθιοςdorsoventralΙατρική & υγεία
ραχιτισμόςricketsΙατρική & υγεία
ρενίνηreninΙατρική & υγεία
ρεννίνηπυτίαrenninΙατρική & υγεία
ρετικουλίνηreticulinΙατρική & υγεία
ρετροϊόςretrovirusΙατρική & υγεία
ρητίνηresinΙατρική & υγεία
ρικέτσιαrickettsiaΙατρική & υγεία
ροδαμίνηrhodamineΙατρική & υγεία
ρυθμιστήςregulatorΙατρική & υγεία
ρυθμιστικόςregulatoryΙατρική & υγεία
ρυθμόςrateΙατρική & υγεία
σάκοςκυστίδιοsacculeΙατρική & υγεία
σακχαρίνηsaccharinΙατρική & υγεία
σάκχαροsugarΙατρική & υγεία
σακχαρόζηsucrosesaccharoseΙατρική & υγεία
σαλικυλικόςsalicylicΙατρική & υγεία
σάλιοsalivaΙατρική & υγεία
σάλπιγγαsalpinxΙατρική & υγεία
σαπονίνηsaponinΙατρική & υγεία
σεκρετίνηsecretineΙατρική & υγεία
σεροτονίνηserotoninΙατρική & υγεία
σήμαsignalΙατρική & υγεία
σημαίνωlabelΙατρική & υγεία
σήμανσηlabellingΙατρική & υγεία
σημασμένοςlabelledΙατρική & υγεία
σηψαιμίαsepsisΙατρική & υγεία
σιαλογαγγλιοσίδιοsialogangliosideΙατρική & υγεία
σιαλοπρωτεΐνηsialoproteinΙατρική & υγεία
σίδηροςironΙατρική & υγεία
σκελετικόςskeletalΙατρική & υγεία
σκορβούτοscurvyΙατρική & υγεία
σκύλοςdogΙατρική & υγεία
σμάλτοenamelΙατρική & υγεία
σμαλτοβλάστηςameloblastΙατρική & υγεία
σορβιτόληsorbitolΙατρική & υγεία
σουλφονιλουρίασουλφονυλουρίαsulphonylureasulfonylureaΙατρική & υγεία
σπείραμαglomerulusΙατρική & υγεία
σπειράματαglomeruliΙατρική & υγεία
σπειραματονεφρίτιδαglomerulonephritisΙατρική & υγεία
σπέρμασπερματοζωάριοspermspermatozoonΙατρική & υγεία
σπερματέγχυσηinseminationΙατρική & υγεία
σπερματίδηspermatidΙατρική & υγεία
σπερματογένεσηspermatogenesisΙατρική & υγεία
σπερματοκύτταροspermatocyteΙατρική & υγεία
σπλήναςspleenΙατρική & υγεία
σπληνεκτομήsplenectomyΙατρική & υγεία
σπονδυλωτόςvertebrateΙατρική & υγεία
σταθεροποίησηstabilisationΙατρική & υγεία
σταθεροποιητήςstabiliserΙατρική & υγεία
σταθερόςstableΙατρική & υγεία
σταφυλήuvulaΙατρική & υγεία
στειρότηταinfertilitysterilityΙατρική & υγεία
στέλεχοςstemstrainΙατρική & υγεία
στερεοϊσομερέςconformerΙατρική & υγεία
στερεόςdenseΙατρική & υγεία
στηθάγχηheart painΙατρική & υγεία
στήληcolumnΙατρική & υγεία
στιβάδαlayerΙατρική & υγεία
στίγμαtraitΙατρική & υγεία
στομάχιstomachΙατρική & υγεία
στρεπταβιδίνηstreptavidinΙατρική & υγεία
στρεπτόκοκκοςstreptococcusΙατρική & υγεία
στρεπτολυσίνηstreptolysinΙατρική & υγεία
στρώμαstromaΙατρική & υγεία
συγγένειαaffinityΙατρική & υγεία
συγκέντρωσηconcentrationΙατρική & υγεία
συγκόλλησηagglutinationΙατρική & υγεία
συγκολλητίνηagglutininΙατρική & υγεία
σύζευγμαconjugateΙατρική & υγεία
σύζευξηconjugationcouplingΙατρική & υγεία
συμπαθητικόςsympatheticΙατρική & υγεία
συμπεριφοράbehaviourΙατρική & υγεία
σύμπλεγμασύμπλοκοcomplexΙατρική & υγεία
συμπλήρωμαcomplementsupplementΙατρική & υγεία
συμπλοκοποιητήςcomplectorΙατρική & υγεία
σύμπτωμαsymptomΙατρική & υγεία
συμπυκνωτήςcondenserΙατρική & υγεία
συναπτικόςsynapticΙατρική & υγεία
σύναψηsynapsesynapsisΙατρική & υγεία
σύνδεσηπρόσδεσηbindinglinkageΙατρική & υγεία
συνδεσμικόςcommissuralΙατρική & υγεία
σύνδεσμοςligamentlinkΙατρική & υγεία
σύνδρομοsyndromeΙατρική & υγεία
συνένζυμοcoenzymeΙατρική & υγεία
συνεργείαsynergismΙατρική & υγεία
συνεργιστικόςsynergisticΙατρική & υγεία
σύνθεσηsynthesisΙατρική & υγεία
συνθετάσηsynthetaseΙατρική & υγεία
συνθετικόςsyntheticΙατρική & υγεία
σύνθετοςcomplexΙατρική & υγεία
συνθέτωsynthesiseΙατρική & υγεία
συνθήκηconditionΙατρική & υγεία
συντελεστήςcoefficientΙατρική & υγεία
σύντηξηfusionmeltingΙατρική & υγεία
συρίγγιοfistulaΙατρική & υγεία
συσσωμάτωμαaggregateΙατρική & υγεία
συσσωρεύωaccumulateΙατρική & υγεία
σύστασηcompositionΙατρική & υγεία
συστατικόcomponentconstituentΙατρική & υγεία
σύφιληsyphilisΙατρική & υγεία
συχνότηταfrequencyΙατρική & υγεία
σφαιρίδιοbeadΙατρική & υγεία
σφικτόδεσμοςtight junctionΙατρική & υγεία
σφύραmalleusΙατρική & υγεία
σχήμαμορφήshapeformΙατρική & υγεία
σχηματισμόςformationΙατρική & υγεία
σχιζοφρένειαschizophreniaΙατρική & υγεία
σχιστοσωμίασηschistosomiasisΙατρική & υγεία
σώμαcorpusΙατρική & υγεία
σωματίδιοσωμάτιοparticleΙατρική & υγεία
σωματικόςsomaticΙατρική & υγεία
σωματομεδίνηsomatomedinΙατρική & υγεία
σωματοστατίνηsomatostatineΙατρική & υγεία
σωματότυποςsomatotypeΙατρική & υγεία
σωμίτηςsomiteΙατρική & υγεία
τάξηclassΙατρική & υγεία
τασεοϋποδοχέαςstretch receptorΙατρική & υγεία
τάσηvoltageΙατρική & υγεία
τελοδενδρίαterminal arborizationΙατρική & υγεία
τελόφασηtelophaseΙατρική & υγεία
τένονταςtendonΙατρική & υγεία
τερηδόναcariestooth decayΙατρική & υγεία
τερματικόςτελικόςterminalΙατρική & υγεία
τεστοστερόνηtestosteroneΙατρική & υγεία
τετράδαtetradΙατρική & υγεία
τετραμεθυλενοδιαμίνηtetramethylethylene diaminetemedΙατρική & υγεία
τετραμερέςtetramerΙατρική & υγεία
τεχνικήtechniqueΙατρική & υγεία
τιμολόληtimololΙατρική & υγεία
τιτλοδότησηtitrationΙατρική & υγεία
τμήμαsegmentΙατρική & υγεία
τοκετόςdeliveryΙατρική & υγεία
τολαζαμίδηtolazamideΙατρική & υγεία
τολβουταμίδηtolbutamideΙατρική & υγεία
τομέαςdomainΙατρική & υγεία
τομήsectionΙατρική & υγεία
τοξικόςtoxicΙατρική & υγεία
τοξικότηταtoxicityΙατρική & υγεία
τοξίνηtoxinΙατρική & υγεία
τοξοειδήςarcuateΙατρική & υγεία
τοξοπλάσμωσηtoxoplasmosisΙατρική & υγεία
τοποϊσομεράσηtopoisomeraseΙατρική & υγεία
τουμπουλίνηtubulinΙατρική & υγεία
τρανσφαιρίνηtransferinΙατρική & υγεία
τρανσφερρίνηtransferrinΙατρική & υγεία
τραύμαwoundΙατρική & υγεία
τράχηλοςcervixΙατρική & υγεία
τριγλυκερίδιαtriglyceridesΙατρική & υγεία
τριιωδοθυρονίνηtriiodothyronineΙατρική & υγεία
τρινιτροφαινόληtrinitrophenolΙατρική & υγεία
τροποποίησηmodificationΙατρική & υγεία
τροφοδοτικόpower supplyΙατρική & υγεία
τρυψίνηtrypsinΙατρική & υγεία
τρωκτικόrodentΙατρική & υγεία
τυροσιναιμίαtyrosinemiaΙατρική & υγεία
τυροσίνηtyrosineΙατρική & υγεία
υαλοειδήςhyalineΙατρική & υγεία
υβρίδιοhybridΙατρική & υγεία
υβριδισμόςhybridizationΙατρική & υγεία
υβριδοποίησηhybridisationΙατρική & υγεία
υβρίδωμαhybridomaΙατρική & υγεία
υγρόςliquidΙατρική & υγεία
υδατάνθρακαςcarbohydrateΙατρική & υγεία
υδράργυροςmercuryΙατρική & υγεία
υδροκεφαλίαhydrocephalyΙατρική & υγεία
υδρόλυσηhydrolysisΙατρική & υγεία
υδρολυσίνηhydrolysineΙατρική & υγεία
υδροξυαπατίτηςhydroxyapatiteΙατρική & υγεία
υδροξυκινολίνηhydroxyquinolineΙατρική & υγεία
υδροξυλομάδαhydroxyl groupΙατρική & υγεία
υδροξυουρίαhydroxyureaΙατρική & υγεία
υδροξυπρολίνη-λυσίνηhydroxyproline-lysineΙατρική & υγεία
υδρόφιλοςhydrophileΙατρική & υγεία
υδρόφοβοςhydrophobeΙατρική & υγεία
υλικόmaterialΙατρική & υγεία
υπεζωκόταςpleuraΙατρική & υγεία
υπερανοσοποίησηhyperimmunisationΙατρική & υγεία
υπερασβεστιαιμίαhypercalcemiaΙατρική & υγεία
υπεργλυκαιμίαhyperlycaemiahyperglucemiaΙατρική & υγεία
υπερδιάτασηhyperdilatationΙατρική & υγεία
υπερέκκρισηhypersecretionΙατρική & υγεία
υπερευαισθησίαhypersensitivityΙατρική & υγεία
υπέρηχοςultrasoundΙατρική & υγεία
υπερθέρμανσηoverheatingΙατρική & υγεία
υπερθυρεοειδισμόςhyperthyroidismΙατρική & υγεία
υπερινσουλινισμόςhyperinsulinismΙατρική & υγεία
υπερκαλιαιμίαhyperkalemiaΙατρική & υγεία
υπερκείμενοsupernatantΙατρική & υγεία
υπερκετοναιμίαhyperketonaemiahyperketonemiaΙατρική & υγεία
υπερλιπιδαιμίαhyperlipidemiaΙατρική & υγεία
υπεροικογένειαsuperfamilyΙατρική & υγεία
υπεροξειδάσηperoxidaseΙατρική & υγεία
υπεροξειδάση-αντι-υπεροξειδάσηperoxidase-anti-peroxidaseΙατρική & υγεία
υπερπαραθυρεοειδισμόςhyperparathyroidismΙατρική & υγεία
υπερπλασίαhyperplasiaΙατρική & υγεία
υπερπροϊνσουλιναιμίαhyperproinsulinemiaΙατρική & υγεία
υπερπρολακτιναιμίαhyperprolactinaemiahyperprolactinemiaΙατρική & υγεία
υπερτρίχωσηhypertrichosisΙατρική & υγεία
υπερχοληστεριναιμίαhypercholesterolaemiahypercholesterolemiaΙατρική & υγεία
υπέρχρωσηhyperpigmentationhyperchromiaΙατρική & υγεία
υπερωσμωτικότηταhyperosmolarityΙατρική & υγεία
υποασβεστιαιμίαlow blood calciumhypocalcaemiaΙατρική & υγεία
υπόβαθροbackgroundΙατρική & υγεία
υποβλεννογόνοςsubmucosaΙατρική & υγεία
υπογαμμασφαιριναιμίαhypogammaglobulinaemiahypogammaglobulinemiaΙατρική & υγεία
υπογλυκαιμίαhypoglycaemiahypoglycemiaΙατρική & υγεία
υπογλώσσιοςsublingualΙατρική & υγεία
υπογνάθιοςsubmandibularsubmaxillaryΙατρική & υγεία
υπογοναδισμόςhypogonadismΙατρική & υγεία
υποδερμίδαsubcutaneous tissuehypodermisΙατρική & υγεία
υποδόριοςενδοδερμικόςintracutaneoussubcutaneousΙατρική & υγεία
υποδοχέαςreceptorΙατρική & υγεία
υποκαλιαιμίαhypopotassaemiahypopotassemiaΙατρική & υγεία
υπολειπόμενοςrecessiveΙατρική & υγεία
υπόλευκοwhitishΙατρική & υγεία
υπομονάδαsubunitΙατρική & υγεία
υπονατριαιμίαhyponatremiaΙατρική & υγεία
υποξανθίνηhypoxanthineΙατρική & υγεία
υποομάδαsubgroupΙατρική & υγεία
υποπαραθυρεοειδισμόςhypoparathyroidismΙατρική & υγεία
υποπληθυσμόςsubpopulationΙατρική & υγεία
υπορρύθμισηhyporegulationΙατρική & υγεία
υπόστρωμαsubstrateΙατρική & υγεία
υποτάξηsubclassΙατρική & υγεία
υποτροπιάζωrelapseΙατρική & υγεία
υπο-υπομορφισμόςhypo-hypomorfismΙατρική & υγεία
υποφυσεοεξαρτώμενοςhypophysis dependentΙατρική & υγεία
υπόφυσηpituitary glandΙατρική & υγεία
υφήstructureΙατρική & υγεία
φαγοκύτταροphagocyteΙατρική & υγεία
φαινόμενοphenomenoneffectΙατρική & υγεία
φαινότυποςphenotypeΙατρική & υγεία
φαινυλαλανίνηphenylalanineΙατρική & υγεία
φαινυλαμίνηphenylamineΙατρική & υγεία
φαινυλκετονουρίαphenylketonouriaΙατρική & υγεία
φαινυλοβουταζόνηphenylbutasonephenylbutazoneΙατρική & υγεία
φαινυντοίνηphenytoinephenytoinΙατρική & υγεία
φαινφορμίνηphenforminΙατρική & υγεία
φαιοχρωμοκύττωμαpheochromocytomaΙατρική & υγεία
φακόςlensΙατρική & υγεία
φάρμακοdrugΙατρική & υγεία
φασματοφωτόμετροphasma photometerΙατρική & υγεία
φερριτίνηferritinΙατρική & υγεία
φετουίνηfetuinΙατρική & υγεία
φθαρτόςdeciduousΙατρική & υγεία
φθορίζωfluoresceΙατρική & υγεία
φθορίζωνfluorescentΙατρική & υγεία
φθορισκεΐνηφθορισεΐνηfluoresceinΙατρική & υγεία
φθορισμομετρίαfluorometryΙατρική & υγεία
φθορισμόςfluorescenceΙατρική & υγεία
φικόλληficollΙατρική & υγεία
φίλτροfilterΙατρική & υγεία
φλέβαveinΙατρική & υγεία
φλεγμονώδηςinflammatoryΙατρική & υγεία
φλογοκύτταροflame cellΙατρική & υγεία
φλοιόςcortexΙατρική & υγεία
φονικόςkillerΙατρική & υγεία
φορέαςcarrierΙατρική & υγεία
φορμαλδεΰδηformaldehydeΙατρική & υγεία
φορτίοchargeΙατρική & υγεία
φόρτισηgain of chargeΙατρική & υγεία
φουροσεμίδηphourosemideΙατρική & υγεία
φρεάτιοwellΙατρική & υγεία
φρουκτόζηfructoseΙατρική & υγεία
φυγοκέντρησηcentrifugationΙατρική & υγεία
φυλετικόςsexΙατρική & υγεία
φυλετικότηταsexΙατρική & υγεία
φύλοsexΙατρική & υγεία
φυλογενετικόςphylogeneticΙατρική & υγεία
φυλοεπηρεαζόμενοςsex influencedΙατρική & υγεία
φυλοπεριορισμένοςsex limitedΙατρική & υγεία
φυλοσύνδετοςsex linkedΙατρική & υγεία
φυματίωσηtuberculosisΙατρική & υγεία
φυσιολογίαphysiologyΙατρική & υγεία
φυσιολογικόςnormalphysiologicalΙατρική & υγεία
φωσφογλυκομουτάσηphosphoglycomutaseΙατρική & υγεία
φωσφολιπάσηphospholipaseΙατρική & υγεία
φωσφολιπίδιαphospholipidsΙατρική & υγεία
φωσφοπρωτεΐνηphosphoric proteinΙατρική & υγεία
φωσφορικόςphosphoricΙατρική & υγεία
φωσφορισμόςphosphorescencephosphorismΙατρική & υγεία
φωσφορυλίωσηphosphorylationΙατρική & υγεία
φωτόμετροphotometerΙατρική & υγεία
χαλκόςcopperΙατρική & υγεία
χαρακτηρισμόςcharacterisationΙατρική & υγεία
χαρακτηριστικόcharacteristicΙατρική & υγεία
χαρτογράφησηmappingΙατρική & υγεία
χασμοδεσμόςgap junctionΙατρική & υγεία
χείληlabiaΙατρική & υγεία
χημειοκίνηchemokineΙατρική & υγεία
χημειοτακτισμόςchemotaxisΙατρική & υγεία
χημειοφωταύγειαchemiluminescenceΙατρική & υγεία
χημικόςchemicalΙατρική & υγεία
χίασμαchiasmaΙατρική & υγεία
χιασματυπίαεπιχιασμόςcrossing overΙατρική & υγεία
χιλιόγραμμοkilogramΙατρική & υγεία
χλωροπροπαμίδηchlorpropamideΙατρική & υγεία
χνούδιlanugoΙατρική & υγεία
χοιρινόςporcineΙατρική & υγεία
χολέραcholeraΙατρική & υγεία
χολήbileΙατρική & υγεία
χοληστερίνηcholesterineΙατρική & υγεία
χοληστερόληcholesterolΙατρική & υγεία
χολινεστεράσηcholinesteraseΙατρική & υγεία
χολοκυστεκτομήcholecystectomyΙατρική & υγεία
χονδροασβεστίνηchondrocalcinΙατρική & υγεία
χονδροβλάστηςchondroblastΙατρική & υγεία
χόνδροςcartilageΙατρική & υγεία
χορήγησηadministrationinjectionΙατρική & υγεία
χρόνιοςchronicΙατρική & υγεία
χρυσόςgoldΙατρική & υγεία
χρωματίνηchromatinΙατρική & υγεία
χρωματογραφίαchromatographyΙατρική & υγεία
χρωμιόφιλοςchromaffinΙατρική & υγεία
χρωμογόνοchromogenΙατρική & υγεία
χρωμομερίδιοchromomereΙατρική & υγεία
χρωμόνημαchromonemaΙατρική & υγεία
χρωμόσωμαχρωματόσωμαchromosomeΙατρική & υγεία
χρώσηstainingΙατρική & υγεία
χρωστικήstaindyeΙατρική & υγεία
χυλομικροναιμίαchylomicronemiaΙατρική & υγεία
χυμικόςhumoralΙατρική & υγεία
ψαλίδαfornixΙατρική & υγεία
ψάριfishΙατρική & υγεία
ψευδάργυροςzincΙατρική & υγεία
ψευδοερμαφροδιτισμόςpseudohermaphroditismΙατρική & υγεία
ψευδοερμαφρόδιτοςpseudohermaphroditeΙατρική & υγεία
ψευδοκάταγμαpseudofractureΙατρική & υγεία
ψευδοϋπογλυκαιμίαpseudo hypoglycaemiapseudo hypoglycemiaΙατρική & υγεία
ψυχροσυγκολλητίνηcold agglutininΙατρική & υγεία
ωάριοeggΙατρική & υγεία
ωλένηulnaΙατρική & υγεία
ωοαγωγόςFallopian tubeΙατρική & υγεία
ωογένεσηoogenesisΙατρική & υγεία
ωοθηκεκτομήoophorectomyΙατρική & υγεία
ωοθήκηovaryΙατρική & υγεία
ωοθυλάκιοθυλακοκύτταροfollicleovarian follicleΙατρική & υγεία
ωοκύτταροoocyteΙατρική & υγεία
ωόλημμαoolemmaΙατρική & υγεία
ωρίμανσηmaturationΙατρική & υγεία
ώριμοςmatureΙατρική & υγεία
ωχρινοτροπίνηωχρινοποιητική ορμόνηluteotropinΙατρική & υγεία
αγωγόςductΜηχανολογία
αέραςairΜηχανολογία
αεροκινητήραςair motorΜηχανολογία
αεροσυμπιεστήςair compressorΜηχανολογία
άζωτοnitrogenΜηχανολογία
άκμονεςanvilsΜηχανολογία
ακροδέκτηςswages terminalΜηχανολογία
ακροπτερύγιοtipΜηχανολογία
ακροφύσιοnozzleorificeΜηχανολογία
ακτίναradiusΜηχανολογία
αλουμίνιοaluminum Μηχανολογία
αναβαθμόςshoulderΜηχανολογία
ανακλαστήρεςreflectorsΜηχανολογία
αναμικτήραςcarburetorcarburettorΜηχανολογία
αναρρόφησηυποπίεσηsuctionΜηχανολογία
ανεμιστήραςfanΜηχανολογία
ανεπιτυχήςunacceptable countersinkingΜηχανολογία
ανεροειδέςaneroidΜηχανολογία
ανιχνευτήςdetectorΜηχανολογία
ανοικτόopenΜηχανολογία
ανορθωτήςrectifierΜηχανολογία
ανταποκριτήςresponderΜηχανολογία
αντίβαροαντίβαρο πτερώσεωςcounterweightflyweightΜηχανολογία
αντισταθμιστήςcompensatorΜηχανολογία
αντισταθμιστικόtrim tabΜηχανολογία
αντίστασηresistorbleeder resistorΜηχανολογία
αντλίαpumpΜηχανολογία
άντωσηliftΜηχανολογία
άξοναςshaftaxleΜηχανολογία
απαέρωσηventΜηχανολογία
αποκατάστασηventΜηχανολογία
αποκλίνονdivergentΜηχανολογία
αποξεστήραςscraperΜηχανολογία
αποσβεστήραςdamperΜηχανολογία
αποστραγγίσεωςdrain cocksΜηχανολογία
αποστράγγισηdrainΜηχανολογία
αρσενικόςmaleΜηχανολογία
αυλάκιslotΜηχανολογία
αυτομετασχηματιστήςauto transformerΜηχανολογία
αφαλόςhubΜηχανολογία
βαθμίδεςstagesΜηχανολογία
βάθοςdepthΜηχανολογία
βαλβίδαvalveΜηχανολογία
βαλβίδεςmanifold valvesΜηχανολογία
βάσηbaseΜηχανολογία
βήμαpitchΜηχανολογία
βλάβηdamaged areaΜηχανολογία
βλεφαρίδεςανοιγόκλειμα βλεφαρίδωνblinkerΜηχανολογία
βλητροκοχλίαςclevis boltΜηχανολογία
βοηθητικήauxiliaryΜηχανολογία
γεννήτριαgeneratorΜηχανολογία
δακτύλιοςcollargrommetΜηχανολογία
δεξαμενήtankreservoirΜηχανολογία
δευτερόλεπταsecondsΜηχανολογία
διακόπτηςswitchΜηχανολογία
διαμορφωμένηmodulatingΜηχανολογία
διανομέαςδιανομική βαλβίδα συμπιέζοντας το πέλμα β6."62
διάφραγμαbafflediaphragmΜηχανολογία
διαχύτηςdiffuserΜηχανολογία
διεγερτήραςεμβολέαςriserΜηχανολογία
δίσκοςdiskΜηχανολογία
δίχαλοturnbuckle forkΜηχανολογία
διωστήραςconnecting rodΜηχανολογία
δοκίμιοspecimenΜηχανολογία
εγχυτήραςburnerejectorΜηχανολογία
έδραseatΜηχανολογία
έδρανοbushingΜηχανολογία
έδρασηtrunnionΜηχανολογία
εισαγωγήinletinΜηχανολογία
είσοδοςportinletΜηχανολογία
εκκεντρικότηταgear strutΜηχανολογία
έκκεντροέκκεντρη πλάκαcamcamplateΜηχανολογία
εκκένωσηdumpΜηχανολογία
εκκινητήραςstarter motorΜηχανολογία
έκρηξηfiringΜηχανολογία
εκτοξευτήςslingerΜηχανολογία
εκτροπέαςdeflectorbaffleΜηχανολογία
ελατήριαspringsΜηχανολογία
ελατήριοspringΜηχανολογία
έλικαpropellerΜηχανολογία
ελικοστρόβιλοςturbo propΜηχανολογία
έμβολοpistonplungerΜηχανολογία
εμποδιστήραςbubble levelΜηχανολογία
ενδείκτηςindicatorgageΜηχανολογία
ενισχυτήςamplifier - rightΜηχανολογία
εξαγωγήέξοδος αέραexhaustexhaust ejectorΜηχανολογία
εξατμιστήςevaporatorΜηχανολογία
εξισωτήςequalizerΜηχανολογία
έξοδοςoutletΜηχανολογία
εξωτερικάoutboardΜηχανολογία
εξωτερικόouterΜηχανολογία
επαφήcontractorcontactΜηχανολογία
επικάλυμμαcapΜηχανολογία
επικάλυψηκάλυμμαcoverΜηχανολογία
επικάλυψηfacingΜηχανολογία
επικασσιτέρωσηtin coatingΜηχανολογία
επιμήκυνσηεφελκυσμόςstretchingΜηχανολογία
επιστροφήreturnΜηχανολογία
επίσωτροtireΜηχανολογία
επιτρεπτήpermissible countersinkingΜηχανολογία
εσωτερικάinboardΜηχανολογία
εσωτερικόinnerΜηχανολογία
ζεύξηshackleΜηχανολογία
ζυγόςrocker armyokeΜηχανολογία
ηλεκτρικήelectricalΜηχανολογία
ηλεκτρόδιοelectrodeΜηχανολογία
ηλεκτροκινητήραςelectric motorΜηχανολογία
ήλοικοχλίεςrivets or screwsΜηχανολογία
θάλαμοςcabinΜηχανολογία
θερμαντήραςheaterΜηχανολογία
θερμοδιακόπτεςthermal switchesΜηχανολογία
θερμοδιακόπτηςthermal switchΜηχανολογία
θερμοκρασίαtemperatureΜηχανολογία
θερμοστάτηςthermostatΜηχανολογία
θήκησώμαhousingΜηχανολογία
θηλυκόςfemaleΜηχανολογία
θραύσηfractureΜηχανολογία
θύραdoorΜηχανολογία
ισορροπημένοιbalancedΜηχανολογία
ισορροπίαequilibriumΜηχανολογία
κάλυψηcaseΜηχανολογία
καλώδιοbondingΜηχανολογία
κανονικόnormalΜηχανολογία
κανονικόςoptionalΜηχανολογία
κάτοψηside viewΜηχανολογία
καυσαέριαexhaust gasesΜηχανολογία
καύσιμοfuelΜηχανολογία
κενόςvacuumΜηχανολογία
κεντρικάcenterΜηχανολογία
κεφαλήheadcross headΜηχανολογία
κινητήραςmotorengineΜηχανολογία
κίτρινοyellowΜηχανολογία
κλειστήoffclosedΜηχανολογία
κλίσηrollΜηχανολογία
κόκκινοredΜηχανολογία
κυλινδρίσκοςτροχίσκοςrollerΜηχανολογία
κύλινδροςbowlcylinderΜηχανολογία
κύριαmainΜηχανολογία
κυρτήbrazier headΜηχανολογία
κυστίδαsumpΜηχανολογία
κύτταροcellΜηχανολογία
κώνοςconeΜηχανολογία
λαβύρινθοςlabyrinthΜηχανολογία
λευκόwhiteΜηχανολογία
λυγισμόςkinkΜηχανολογία
μεταβιβαστήςtransducertransmitterΜηχανολογία
μετακαυστήραςafterburnerΜηχανολογία
μετασχηματιστήςtransformerΜηχανολογία
μηχανικήmechanicalΜηχανολογία
μικροδιακόπτεςmicro switcherΜηχανολογία
μικροσκόπιοmicroscopeΜηχανολογία
μόλυβδοςleadΜηχανολογία
μπροστινόfrontΜηχανολογία
οδηγόςpilotΜηχανολογία
οδοντώσειςcam trackΜηχανολογία
ολίσθησηslipΜηχανολογία
οξυγόνοoxygenΜηχανολογία
οφθαλμοκοχλίαςeyeboltΜηχανολογία
παράκυκλοςwasherΜηχανολογία
παρειάcrankarmΜηχανολογία
παρελκόμενοaccessoryΜηχανολογία
παρέμβασμαflangeinsertΜηχανολογία
πείροιrivetsΜηχανολογία
πείροςstudΜηχανολογία
περίβλημαnut caseshroudΜηχανολογία
περικόχλιοnutνutΜηχανολογία
περιοριστήραςorificeΜηχανολογία
πεταλούδαbutterflyΜηχανολογία
πίδακαςejectorΜηχανολογία
πίεσηpressureΜηχανολογία
πιλοτήριοcockpitflight stationΜηχανολογία
πίσωrearΜηχανολογία
πλαίσιοσκελετός μηχανήματοςframeΜηχανολογία
πλάκαrouting templateΜηχανολογία
πλεξούδαstrandΜηχανολογία
πλήρωσηchargingΜηχανολογία
πλωτήραςfloatΜηχανολογία
ποδόπληκτροfoot treadleΜηχανολογία
ποδωστήριαpedalsΜηχανολογία
προέγχυσηprimerΜηχανολογία
προεκτάσειςextension armsΜηχανολογία
πρόοψηfront viewtop viewΜηχανολογία
προσθήκηpreload shimΜηχανολογία
προσοχήcautionΜηχανολογία
προστομίδαnippleΜηχανολογία
προτιμητέαpreferred countersinkingΜηχανολογία
προτιμώμενοςpreferredΜηχανολογία
πτερύγιοbladefinΜηχανολογία
πτέρωσηfeatherΜηχανολογία
πτήσηflightΜηχανολογία
πτυχώσειςcrimpsΜηχανολογία
πυρήναςcoreΜηχανολογία
πυροκροτητήςcartridgeΜηχανολογία
ράβδοςrodΜηχανολογία
ρεοστάτηςrheostatΜηχανολογία
ρύγχοςsnoutΜηχανολογία
ρυθμιστήςρυθμιστής βήματοςregulatorgovernorΜηχανολογία
ρυθμιστικόadjusterΜηχανολογία
σβήσιμοcut offΜηχανολογία
σιγαστήραςsilencerΜηχανολογία
σκανδάληtriggerΜηχανολογία
σκέλοςshock strutpush-pullΜηχανολογία
σπινθηριστήςαναφλεκτήρας πλατίναigniterigniter plugΜηχανολογία
σταθμάweightsΜηχανολογία
σταθμοδόχηweight panΜηχανολογία
στατικόstaticΜηχανολογία
στεγανοποιητικόsealantΜηχανολογία
στέλεχοςshankΜηχανολογία
στένωσηorificeventuriΜηχανολογία
στρόβιλοςturbineΜηχανολογία
στροβοσκόπιοstrobe lightΜηχανολογία
στρογγυλήround headΜηχανολογία
στρόφαλοςcrankpinjournalΜηχανολογία
στροφείοimpellerrotorΜηχανολογία
στροφήyawΜηχανολογία
συγκλίνονconvergentΜηχανολογία
συγκόλλησηsolderweldΜηχανολογία
συμπίεσησυρρίκνωσηshrinkingΜηχανολογία
συμπιεστήςcompressorΜηχανολογία
συμπυκνωτήςcondenserΜηχανολογία
σύνδεσηcrimp or pinchΜηχανολογία
συνδεσμολογίαlinkΜηχανολογία
σύνδεσμοςfittingresistance elementΜηχανολογία
συνηθισμένηuniversal headΜηχανολογία
σύρμαwireΜηχανολογία
συρματόσχοινοcableΜηχανολογία
συσσωρευτήςaccumulatorΜηχανολογία
σφαιροτριβέαςball bearingΜηχανολογία
σφιγκτήραςκολάροclampΜηχανολογία
σωλήναςtubetubingΜηχανολογία
σωληνοειδέςsolenoidΜηχανολογία
σωλήνωσηfuel linemanifoldΜηχανολογία
ταχύτηταvelocityΜηχανολογία
τηλεδιακόπτηςrelayΜηχανολογία
τομέαςsectorΜηχανολογία
τομέςtemplatesΜηχανολογία
τραβηχτόςpull typeΜηχανολογία
τριβέαςbearingΜηχανολογία
τροχαλίεςpulleysΜηχανολογία
τροχόςwheelΜηχανολογία
τύμπανοdrumΜηχανολογία
τυφλόςblind typeΜηχανολογία
υγρασίαmoistureΜηχανολογία
υπερστροφέςoverspeedΜηχανολογία
υπερσυμπιεστήςsuperchargerΜηχανολογία
υποδοχέαςsocketΜηχανολογία
υποδοχήreceptacleΜηχανολογία
υπομόχλιονfulcrumΜηχανολογία
υποστήριγμαsupportΜηχανολογία
υποστροφέςunderspeedΜηχανολογία
υψηλήhighΜηχανολογία
φακοίlensΜηχανολογία
φέρμουΐτliningΜηχανολογία
φιάληφιάλη-δοχείοcontainerΜηχανολογία
φίλτροscreenstrainerΜηχανολογία
φίλτρο/ξηραντήραςfilter/drier Μηχανολογία
φισούνεςbellowsΜηχανολογία
φλάντζαflangeΜηχανολογία
φλογοσωλήναςflame tubeΜηχανολογία
φορέαςpylonΜηχανολογία
φρέναbrakesΜηχανολογία
φυσητήραςblowerΜηχανολογία
φυσίγγιοcartridgeΜηχανολογία
φωςlightΜηχανολογία
χαμηλήlowΜηχανολογία
χειραντλίαhand pumpΜηχανολογία
χειρολαβήhandleΜηχανολογία
χιτώνιοχιτώνιο-δακτυλίδιsleeveΜηχανολογία
χοάνηgooch crucibleΜηχανολογία
χρονιστήςtimer or cycling unitΜηχανολογία
χρόνοςtimeΜηχανολογία
χτυπητόςstump typeΜηχανολογία
χωροβάτηςbubble protactorΜηχανολογία
ψαλίδαforkΜηχανολογία
ψυχόμενοςcooled spaceΜηχανολογία
cdcdΜΜΕ
άβυσσοςmise-en-abymeΜΜΕ
αγοράmarketplaceagoraΜΜΕ
άδειαlicenseΜΜΕ
αεροναυπηγικήaerospaceΜΜΕ
αθλητικάsports eventsΜΜΕ
αίνιγμαenigmaΜΜΕ
αισθητικάaestheticallyΜΜΕ
αισθητικήαισθητική πλευράaestheticsΜΜΕ
αισθητικόςaestheticΜΜΕ
αιτιότηταcausalityΜΜΕ
ακουστικήacousticsΜΜΕ
α-κριτικόςuncriticalΜΜΕ
ακροατήςlistenerΜΜΕ
αληθοφάνειαvraisemblanceverisimilitude77
ά-λογοςunreflectiveΜΜΕ
αμερικανοποιώamericaniseΜΜΕ
αμεροληψίαimpartialityΜΜΕ
αμοντάριστοςuneditedΜΜΕ
αμφισημίαequivocationΜΜΕ
αναγνώστηςreaderΜΜΕ
αναγνώστης/θεατήςreader/spectatorΜΜΕ
ανακαλώevokeΜΜΕ
αναξιοπιστίαunreliabilityΜΜΕ
αναπαραγωγήreproductionΜΜΕ
αναπαράστασηrepresentationΜΜΕ
αναπαραστατικόςrepresentativeΜΜΕ
ανεξαρτησίαindependenceΜΜΕ
ανθολογίαanthologyΜΜΕ
ανθρωπολογίαanthropologyΜΜΕ
ανοικειοποίησηdefamiliarisationΜΜΕ
ανταγωνισμόςcompetitionΜΜΕ
αντανάκλασηmirroringΜΜΕ
ανταποκριτήςcorrespondentΜΜΕ
αντικειμενικότηταobjectivitysubjectivityΜΜΕ
αντικείμενοsubjectΜΜΕ
αντι-κινηματογράφοςanti-cinemaΜΜΕ
αντικυβερνητικήpro-oppositionΜΜΕ
αντίληψηπρόσληψηperceptionperceivingΜΜΕ
αντιμυθιστόρημαantinovelΜΜΕ
αντιπολίτευσηoppositionΜΜΕ
αξίωμαpublic officeΜΜΕ
απαρχήoriginΜΜΕ
απλοποίησηsimplificationΜΜΕ
αποδέκτηςδέκτηςreceiveradresseeΜΜΕ
αποδέκτης-θεατήςviewer-receiverΜΜΕ
αποθήκευσηrestorationΜΜΕ
αποκέντρωσηdecentralisationΜΜΕ
αποκωδικοποίησηdecodingΜΜΕ
απο-πολιτιστικοποίησηde-cultivationΜΜΕ
απορρυθμισμένοςderegulatedΜΜΕ
απόσπασμαπαράθεμαquotationΜΜΕ
αρθρογράφοςpublicistΜΜΕ
αρθρογραφώeditorialiseΜΜΕ
αριστούργημαmasterpieceΜΜΕ
αρχηγίαleadershipΜΜΕ
αρχικειμενικότηταarchitextualityΜΜΕ
αστέραςstarΜΜΕ
ασύρματοςradiowirelessΜΜΕ
ασφάλειαprotectorΜΜΕ
άτομοindividualΜΜΕ
αυθαιρεσίαarbitrarinessΜΜΕ
αυτοαναφοράself-reflexivityself-citationΜΜΕ
αυτοαναφορικόςself-reflexiveΜΜΕ
αυτοαναφορικότηταself-reflectivenessreflexivityΜΜΕ
αυτολογοκρισίαself-censorshipΜΜΕ
αυτορρύθμισηself-regulationΜΜΕ
αφηγηματικόςnarrativeΜΜΕ
αφηγηματικότηταnarrativityΜΜΕ
αφηγηματολόγοςnarratologistΜΜΕ
αφήγησηnarrationενώ ο όρος ""narration"" είναι πιο κοντά στο ""διήγηση-diegesis"". Δες και τον όρο ""αφήγηση"" -ως αφηρημένος όρος- και ""διήγηση""."
αφήγησηnarrativeενώ ο όρος ""narration"" είναι πιο κοντά στο ""διήγηση-diegesis"". Δες και τον όρο ""αφήγηση"" -στην πράξη- και ""διήγηση""."
αφηγητήςnarratorΜΜΕ
αφηγούμαιto narrateΜΜΕ
αφηρημένοabstractΜΜΕ
αφιέρωσηdedicationΜΜΕ
αχρονικόςa-chronicΜΜΕ
βάση-σταθμόςbase stationΜΜΕ
βήμαbemaΜΜΕ
βιβλιογραφίαbibliographyΜΜΕ
βιντεοφόνvideophoneΜΜΕ
βιολογίαbiologyΜΜΕ
βλέμμαματιάgazelookΜΜΕ
γεγονόςσυμβάνeventfactΜΜΕ
γενικόςgeneralΜΜΕ
γιγαχέρτζgigahertzΜΜΕ
γλυπτόsculptureΜΜΕ
γλώσσαlanguage77
γλωσσοκεντρικόςlanguage centeredΜΜΕ
γλωσσολογίαγλωσσική επιστήμηlinguisticsΜΜΕ
γνωσιολογίαcognitionΜΜΕ
γνωστικόςγνωσιολογικόςcognitiveΜΜΕ
γουέστερν αλλά παραμένει ο αγγλικός ή γαλλικός όρος ""φιλμ νουάρ""western
γράμμαletterΜΜΕ
γραμματικήgrammarΜΜΕ
γραμματολογίαgrammatologyΜΜΕ
γραμμικόςlinearΜΜΕ
γραμμικότηταlinearityΜΜΕ
γυαλίglassΜΜΕ
γυναίκες-αστέρεςfemale starsΜΜΕ
γυρίσματαmakingΜΜΕ
δειγματοληψίαsamplingΜΜΕ
δείχνονταςδεικνύναιshowingΜΜΕ
δεοντολογίαprinciplesΜΜΕ
δέσμηbeamΜΜΕ
δευτεραγωνιστήςsecond roleΜΜΕ
δήλωσηdenotationΜΜΕ
δήλωσηmanifestationΜΜΕ
δημιουργόςfilm makerauteurΜΜΕ
δημοσιογράφοςjournalistsΜΜΕ
διαδίκτυοinternetΜΜΕ
διαδοχήsuccessionΜΜΕ
διάδρασηinteractionΜΜΕ
διαδραστικός είναι ξεκάθαρη η τάση για να μεταφραστεί και να μην μεταγραφεί απλώς με ελληνικούς χαρακτήρες."2831
διακειμενικόςintertextualΜΜΕ
διακειμενικότητα στον οποίον περιλαμβάνεται και η ""διακειμενικότητα"" ως ειδικότερη κατηγορία77
διακείμενουπερκείμενο για αυτό που αντλεί. Προτιμούμε τον όρο ""διακείμενο"" αντί για το ""υπερκείμενο""."2831
διακυβέρνησηgovernmentΜΜΕ
διάλογοςdialogueΜΜΕ
διαμόρφωσηmodulationΜΜΕ
διανοούμενοςintellectualΜΜΕ
διαπλοκήcombinationΜΜΕ
διασημότηταcelebrityΜΜΕ
διασκευήπροσαρμογήadaptionadaptationΜΜΕ
διαφήμισηpublicityΜΜΕ
διάφραγμαdiaphragmΜΜΕ
διεπιστημονικόςinterdisciplinaryΜΜΕ
διεύθυνσηπροορισμόςdestinationΜΜΕ
διήγησηδιήγηση μίας ιστορίας[[ καθώς στο τρέχον λεξιλόγιο ""αφήγηση"" και ""διήγηση"" συνήθως δεν διαφοροποιούνται. Προτείνουμε εδώ για λόγους πρακτικούς και σε συμφωνία με την ετυμολογική και ιστορική πλευρά των όρων]]diegesis
διήγηση-αφήγησηdiegesis-narrativeΜΜΕ
δικαστήριαcourtsΜΜΕ
δίοδοςκανάλιchannelΜΜΕ
δισκέταdisketteΜΜΕ
δόμησηδομήstructureΜΜΕ
δομισμόςστρουκτουραλισμόςstructuralismΜΜΕ
δομιστικόςδομικόςbased on structuralismstructuralΜΜΕ
δορυφόροςsatelliteΜΜΕ
δράμαdramaΜΜΕ
δράσηactionΜΜΕ
δυαδικότηταdualityΜΜΕ
εθνομεθοδολογικόςethnomethodologicalΜΜΕ
ειδήσειςπρόγραμμα ειδήσεωνnewsΜΜΕ
ειδικόςειδικός γνώστηςexpertΜΜΕ
είδοςgenreΜΜΕ
εικόναimageΜΜΕ
εικονογράφησηillustrationΜΜΕ
ειρωνικόςironicΜΜΕ
εισαγωγήintroductionΜΜΕ
εκδότηςpublishereditorΜΜΕ
εκδοχήversionΜΜΕ
εκλογέςelectionΜΜΕ
εκπομπήtransmissionΜΜΕ
εκτόξευσηlaunchingΜΜΕ
εκφώνησηenunciationΜΜΕ
έλλειψηellipsisΜΜΕ
εμπειρισμόςempiricismΜΜΕ
εμπορικόςcommercial77
εμποροποίησηcommercialisationΜΜΕ
ενδοκειμενικότηταintratextualityΜΜΕ
ενίσχυσηamplificationΜΜΕ
ενισχυτήςamplifierΜΜΕ
έννοιαconceptΜΜΕ
ενοποίησηunificationΜΜΕ
ενσύρματοςκαθοδηγούμενοςwiredguidedΜΜΕ
εξασθένησηattenuationΜΜΕ
εξέλιξηevolutionΜΜΕ
εξιστόρησηencountingΜΜΕ
εξοπλισμόςequipmentΜΜΕ
εξώφυλλοbook jacketΜΜΕ
επαγωγήdeductionΜΜΕ
επαναγραφήre-writingΜΜΕ
επανακατασκευάζωto reconstructΜΜΕ
επανάληψηrepetitionΜΜΕ
επανάστασηrevolution2831
επίγειοςterrestrialΜΜΕ
επίγραμμαepigraphΜΜΕ
επιθυμίαdesireΜΜΕ
επικοινωνιακόςcommunicativeΜΜΕ
επικοινωνίεςcommunicationstelecommunications2831
επίλογοςpostfaceafterwordΜΜΕ
επιμέλειαeditingΜΜΕ
επιμελητήςeditorΜΜΕ
επιστημολογίαepistemologyΜΜΕ
επιστημονικόςscientificΜΜΕ
ΕργατικοίLabourΜΜΕ
έργοworkΜΜΕ
ερέθισμα-αντίδρασηstimulus-responseΜΜΕ
ερμηνευτήςperformerΜΜΕ
έσοδαincomefundingΜΜΕ
εστίασηfocusfocalisationΜΜΕ
εστιαστήςfocaliserΜΜΕ
εταιρείαcompanyΜΜΕ
ευφράδειαeloquenceΜΜΕ
εφαρμογήapplicationΜΜΕ
εφέeffectΜΜΕ
εφημερίδαnewspaperΜΜΕ
εφημερίδα-πρότυποnewspaper-modelΜΜΕ
ζωγραφικήpaintingΜΜΕ
ζώνηbandΜΜΕ
ηθοποιόςactorΜΜΕ
ηλεκτρισμόςelectricityΜΜΕ
ηλεκτρονικόςelectronicΜΜΕ
ημερολόγιοdiaryΜΜΕ
ήχοςsoundΜΜΕ
θέαμαspectacleΜΜΕ
θέασηvisionΜΜΕ
θέαση/ανάγνωσηreadingαλλά εδώ ο όρος ""θέαση"" χρησιμοποιήθηκε για να υπονοήσει το σχόλιο που μόλις έγινε."
θεατήςκοινόspectatorviewerΜΜΕ
θέατροtheatreΜΜΕ
θεματοποιώthematizeΜΜΕ
θεματοφύλακαςtrusteeΜΜΕ
θεολογίαtheologyΜΜΕ
θεσμόςinstitutionΜΜΕ
θετικισμόςpositivismΜΜΕ
θεωρητικοποίησηtheoreticalisationΜΜΕ
θεωρητικοποιώtheoriseΜΜΕ
θεωρητικόςtheoristΜΜΕ
θεωρητικόςtheoreticaltheoreticΜΜΕ
θεωρίαtheoryΜΜΕ
θεωρίεςtheoriesΜΜΕ
θόρυβοςnoiseΜΜΕ
ιδεόγραμμαideogramΜΜΕ
ιδεολογίαideologyΜΜΕ
ιεραρχίαhierarchyΜΜΕ
ίναfiberΜΜΕ
ιονόσφαιραionosphereΜΜΕ
ισομορφικόςisomorphicΜΜΕ
ιστορίααφηγηματικό περιεχόμενοstoryfabulaαν και υπάρχει συχνά πρόβλημα ακαθοριστίας
ιστορικοποιώhistoriseΜΜΕ
ισχύςpowerΜΜΕ
κάδροframeΜΜΕ
καθολικόςuniversalΜΜΕ
καθολικότηταπαγκοσμιότηταuniversalityglobalisationΜΜΕ
καθρέφτηςmirrorΜΜΕ
καθυστέρησηretardationΜΜΕ
κάλυψηcoverageΜΜΕ
καλώδιοcableΜΜΕ
κάμεραcameraΜΜΕ
κάμερα-αφηγητήςcamera-narratorΜΜΕ
κανάλισταθμόςchannelnetworkαν και ο ακριβής όρος στα ελληνικά είναι ""δίκτυο"". Επειδή
κανόναςruleΜΜΕ
κανονικότηταregularityΜΜΕ
καταγράφωrecordΜΜΕ
κατανόησηunderstandingΜΜΕ
κατασκευήconstructionΜΜΕ
κατάτμησηfragmentationsegmentationΜΜΕ
κατηγορίαcategoryΜΜΕ
κατηγοριοποίησηcategorisationΜΜΕ
κειμενικότηταtextualityΜΜΕ
κείμενοtextΜΜΕ
κειμενογλωσσολογικόςtextlinguisticΜΜΕ
κέντροoperatorΜΜΕ
κιλοχέρτζkilohertzΜΜΕ
κινηματογραφίαcinematographyΜΜΕ
κινηματογραφιστήςcineasteΜΜΕ
κινηματογραφολογίαcinematographologyΜΜΕ
κινηματογράφοςcinemafilmαντιστρόφως ο όρος ""film"" μεταφράζεται και ως ""ταινία"" -και με την καθαρά τεχνική σημασία της κόπιας ""κάηκε η ταινία/το φιλμ""- και παραμένει αμετάφραστος και απλώς μεταγεγραμμένος στα ελληνικά ως ""φιλμ""
κινηματογραφο-σημειολογίασημειολογία του κινηματογράφουcine-semiologyΜΜΕ
κοινοβούλιοparliamentΜΜΕ
κοινωνίαsocietyΜΜΕ
κοινωνιολογίαsociologyΜΜΕ
κοιτάζω της ""ματιάς""77
κόμιξκόμικςcomicsΜΜΕ
κόμμαpartyΜΜΕ
κονσόρτιουμκοινοπραξίαconsortiumΜΜΕ
κόρπους αλλά σε περικείμενο χωρίς τεχνική ορολογία φαίνεται μάλλον αποπροσανατολιστικό."2831
κρατίδιοregionΜΜΕ
κριτικήcriticismcriticΜΜΕ
κριτικόςcriticΜΜΕ
κύκλοςcycleΜΜΕ
κύκλωμαcircuitΜΜΕ
κύμαwaveΜΜΕ
κυματοδηγόςwaveguideΜΜΕ
κυψέληcellΜΜΕ
κώδικαςcodeΜΜΕ
κωμωδίαcomedyΜΜΕ
κωμωδίεςcomediesΜΜΕ
λαογραφίαfolkloreΜΜΕ
λέγεινλέγονταςtellingΜΜΕ
λέιζερlaserΜΜΕ
λειτουργίεςfunctionsΜΜΕ
λέξηwordΜΜΕ
λεξιλόγιοvocabularyΜΜΕ
λήψηreceptionΜΜΕ
λογικήlogicΜΜΕ
λογοκλοπήplagiarismΜΜΕ
λόγοςspeechΜΜΕ
λογοτεχνίαliteratureΜΜΕ
λογοτεχνικοκεντρικόςliterature centeredΜΜΕ
μαζοχισμόςmasochismΜΜΕ
μαθηματικοποίησηmathematicalisationΜΜΕ
μαθηματικόςmathematicalΜΜΕ
μεγαλοφαντασιακόςgrand-imagierΜΜΕ
μεγαχέρτζmegahertzΜΜΕ
μεθοδολογίαmethodologyΜΜΕ
μεθοδολογικόςmethodologicalΜΜΕ
μέθοδοςmethodΜΜΕ
μειονότηταminorityΜΜΕ
μελετητήςscholarΜΜΕ
μέσαmeansΜΜΕ
μεταβάλλομαιto be modifiedΜΜΕ
μετάβασηtransitionΜΜΕ
μεταγλώσσαmetalanguageΜΜΕ
μεταγλωττισμένοςdubbedΜΜΕ
μεταδίδωto transmitΜΜΕ
μεταδομισμόςpost-structuralismΜΜΕ
μεταθεωρητικόςmetatheoreticalΜΜΕ
μεταθεωρίαmetatheoryΜΜΕ
μετακειμενικότηταmetatextualityΜΜΕ
μεταμφίεσηmasqueradeΜΜΕ
μετασχηματίζομαιto be transformedΜΜΕ
μετασχηματισμόςtransformationΜΜΕ
μεταφοράadaptationΜΜΕ
μεταφοράmetaphorΜΜΕ
μεταψυχολογικόςmetapsychologicalΜΜΕ
μήκοςlengthΜΜΕ
μηχανισμόςmechanismΜΜΕ
μηχανισμόςapparatusΜΜΕ
μικρο-γλώσσεςmicro-languageΜΜΕ
μικροεπεξεργαστήςmicroprocessorΜΜΕ
μικροκοσμικόςmicrocosmicΜΜΕ
μικρόκοσμοςmicrocosmmicrocosmosΜΜΕ
μικροκύματαmicrowaveΜΜΕ
μικροκυψέληmicrocellΜΜΕ
μικρόφωνοmicrophoneΜΜΕ
μίμησηimitationmimesisΜΜΕ
μιούζικαλ αλλά παραμένει ο αγγλικός ή γαλλικός όρος ""φιλμ νουάρ""musical
μνημόνιοaide-memoireΜΜΕ
μονάδαunitΜΜΕ
μονόλογοςsoliloquiesΜΜΕ
μονοπλάνοone single shotΜΜΕ
μονοπώλιοmonopolyΜΜΕ
μοντάζ αν και σε κάποιες περιπτώσεις συναντούμε το ""σύνθεση εικόνας και ήχου""."πάνω στην ήδη γυρισμένη ταινία."
μοντάρωto editΜΜΕ
μόνωσηisolationΜΜΕ
μονωτήραςinsulatorΜΜΕ
μορφήformΜΜΕ
μορφήματαmorphemesΜΜΕ
μορφολογίαmorphologyΜΜΕ
μοτίβαthemeΜΜΕ
μουσικήmusicΜΜΕ
μυθιστόρημαnovelΜΜΕ
μυθοπλασίαfictionΜΜΕ
μύθοςmythΜΜΕ
ναυσιπλοΐαnavigationΜΜΕ
νόημαmeaningΜΜΕ
ντοκιμαντέρdocumentaryΜΜΕ
οθόνηscreenΜΜΕ
οικείοςfamiliarΜΜΕ
ολότηταwholenessΜΜΕ
ομιλητήςspeakerΜΜΕ
ομοιομορφίαuniformityΜΜΕ
οργανισμόςorganisationΜΜΕ
ορθολογισμόςrationalismrationalityΜΜΕ
ορθολογιστικόςrationalisticΜΜΕ
ορολογίαterminologyΜΜΕ
όροςtermΜΜΕ
παγίδαsnareΜΜΕ
παίζονταςactingΜΜΕ
παλίμψηστοpalimpsest2831
παντογνωσίαomniscienceΜΜΕ
παράγραφοςparagraphΜΜΕ
παραγωγέςmedia productsΜΜΕ
παραγωγόςproducerΜΜΕ
παράδειγμαparadigmΜΜΕ
παραθέτωreportΜΜΕ
παρακειμενικότηταparatextualityΜΜΕ
παρακείμενοparatextΜΜΕ
παραλληλισμόςparallelismΜΜΕ
παραμυθάςstorytellerΜΜΕ
παραμύθιfolktaletaleΜΜΕ
παρατάξειςpartiesΜΜΕ
παρατηρητήςobserverΜΜΕ
παρεμβάλλωinterfereΜΜΕ
παρεμβολήinterferenceΜΜΕ
παρωδίαtravestyΜΜΕ
περίβλημαcladdingΜΜΕ
περιεχόμενοcontentΜΜΕ
περικείμενοcontextΜΜΕ
περίληψηdigestΜΜΕ
περιοδικότηταperiodicityΜΜΕ
περιορισμόςconstrainΜΜΕ
περιφερειακόregionalΜΜΕ
πηγήsourceΜΜΕ
πήξιμοεπιβράδυνσηjammingΜΜΕ
πίνακαςindexΜΜΕ
πιστότηταfidelityΜΜΕ
πλάνοshotΜΜΕ
πλάτοςεύροςamplitudeΜΜΕ
πληροφορίεςinformationΜΜΕ
πληροφορικήπληροφορική τεχνολογίαinformaticsinformation technologyΜΜΕ
πληροφοριοδότηςinformantΜΜΕ
πλοκήplotstoryΜΜΕ
πνευματικόςδιανοητικόςintellectualΜΜΕ
ποίησηpoetryΜΜΕ
ποιητικήpoeticsΜΜΕ
πολίτεςcitizenryΜΜΕ
πολίτευμαconstitutionΜΜΕ
πολίτηςcitizenΜΜΕ
πολιτικήpoliticsΜΜΕ
πολιτικόςpoliticianΜΜΕ
πολιτισμόςcivilisation77
πολιτισμόςculture77
πολύσημαopen to different levels of interpretationΜΜΕ
πολυφωνίαpluralismΜΜΕ
πομπόςsenderΜΜΕ
πομπός-δημιουργόςcreator-senderΜΜΕ
ποσοστόrateΜΜΕ
πραγματικότηταrealityΜΜΕ
πραγματολογίαlinguistic pragmaticsΜΜΕ
πραγμάτωσηlangageΜΜΕ
πράξηactionΜΜΕ
προβολήprojectionΜΜΕ
πρόγραμμαprogrammeΜΜΕ
πρόλογοςforewordprefaceΜΜΕ
προστασίαprotectionΜΜΕ
προσωποποίησηpersonificationΜΜΕ
πρότασηsentenceΜΜΕ
πρότυποmodelΜΜΕ
πρωταγωνιστήςprotagonistΜΜΕ
πρωτοπορίαavant-gardeΜΜΕ
πυρήναςcoreΜΜΕ
πυρίτιοsiliconΜΜΕ
ραδιοκύματαradio wavesairwavesΜΜΕ
ραδιοτηλεόρασηbroadcastingόπου στη θέση του έχουμε συνηθέστερα τον ειδικότερο όρο ""τηλεόραση""
ρεαλισμόςrealismΜΜΕ
ρεπορτάζreportages2831
ρεύμαcurrentΜΜΕ
ρήτοραςoratorsrhetoresΜΜΕ
ρητορικήoratoryrhetoricΜΜΕ
ρητοροδιδάσκαλοςrhetorodidaskalosΜΜΕ
ριμέικremakeΜΜΕ
ρομποτικήroboticsΜΜΕ
σαπουνόπεραsoap operaΜΜΕ
σειρά[[ ""σειρά"" είναι η ""εκπομπή"" που τα επεισόδιά της είναι ""αυτοτελή"" και ""σίριαλ"" είναι η εκπομπή που η δράση διακόπτεται με το τέλος του επεισοδίου και συνεχίζει στο επόμενο."]]2831
σεκάνςσειράsequenceΜΜΕ
σενάριοscreenplayΜΜΕ
σεναριογράφοςscreenwriterΜΜΕ
σεξουαλικότητάsexualityΜΜΕ
σήμαsignalΜΜΕ
σημαίνονsignifierΜΜΕ
σημασιολογίαsemanticsΜΜΕ
σηματοδότησηgiving meaningΜΜΕ
σημείοsignsemeion2831
σημειολογίαsemiology77
σημειολογικόςbased on semiologyΜΜΕ
σημειώσειςnotesΜΜΕ
σημειωτική στη σχετική βιβλιογραφία απαντά περισσότερο αυτός ο όρος παρά ο όρος ""σημειολογία"". Η διάκρισηsemiotics
σημειωτικόςsemioticΜΜΕ
σημήματαsememesΜΜΕ
σήριαλserialsΜΜΕ
σινεφίλκινηματογραφόφιλοςmoviegoerΜΜΕ
σκέψηthoughtΜΜΕ
σκηνήsceneΜΜΕ
σκηνήstageΜΜΕ
σκηνικάsettingsΜΜΕ
σκηνικόsettingΜΜΕ
σκηνογραφίαscenographyΜΜΕ
σκηνοθέτηςmetteur-en-scenedirectorκαθώς προτιμάται το ""δημιουργός"" όχι αναγκαστικά με το βάρος της θεωρίας του δημιουργού. Αντίστοιχη είναι και η διάκριση των όρων στα ελληνικά."
σοφιστέςsophistssophistesΜΜΕ
στεγανοποίησηcompartmentalisationΜΜΕ
στούντιοstudioΜΜΕ
στρουκτουραλιστήςδομιστήςstructuralistΜΜΕ
συγκεντρωτισμόςcentralisationΜΜΕ
σύγκλισηconvergenceΜΜΕ
σύλληψηconceptualisationΜΜΕ
συμβάνταhappeningsΜΜΕ
συμβάσειςconventionsΜΜΕ
σύμβολαsymbolsΜΜΕ
συμβολικόςsymbolicΜΜΕ
σύμβολοsymbolΜΜΕ
συμβούλιοcouncilboardΜΜΕ
συμπεριφορισμόςμπιχεβιορισμόςbehaviourismΜΜΕ
συναίνεσηconsensusconsentΜΜΕ
συναίσθημαsentimentΜΜΕ
σύνδεσηconnectionΜΜΕ
συνεκτικότητασυνοχήcoherenceΜΜΕ
συνέλευσηassemblyΜΜΕ
συνεντεύξειςinterviewsΜΜΕ
συνεργάτηςcontributorΜΜΕ
συν-συγγραφείςco-authorsΜΜΕ
σύνταξηsyntaxΜΜΕ
συντηρητικοίconservativesΜΜΕ
συνυποδήλωσηconnotationΜΜΕ
σύρμαwireΜΜΕ
σύστημαsystemΜΜΕ
συστηματικόςsystematicalΜΜΕ
συχνότηταfrequencyΜΜΕ
συχνότητεςfrequenciesΜΜΕ
σχεδιασμόςdesignΜΜΕ
σχολήschoolΜΜΕ
σχόλιοcommentaryΜΜΕ
σώμαbodyΜΜΕ
ταινίαmovieΜΜΕ
τάξηclassΜΜΕ
ταξινόμησηtaxonomyclassificationΜΜΕ
τάσηvoltageΜΜΕ
ταύτισηidentificationΜΜΕ
ταχύτηταspeedΜΜΕ
τερματικόterminalΜΜΕ
τέχνεςartsΜΜΕ
τεχνικήtechnicΜΜΕ
τεχνοκράτεςtechnocratsΜΜΕ
τεχνολογίαtechnologyΜΜΕ
τηλεγραφίαtelegraphyΜΜΕ
τηλεδημοκρατίαteledemocracyΜΜΕ
τηλεδικτατορίαteledictatorshipΜΜΕ
τηλε-εργασίαteleworkΜΜΕ
τηλεματικήtelematicsΜΜΕ
τηλεοπτικογραφίαβιντεοτέξτvideotextΜΜΕ
τηλεόρασηtelevision2831
τηλεπικοινωνίεςtelecommunicationsΜΜΕ
τηλεσυνεδρίασηteleconferenceΜΜΕ
τηλεταινίαtelemovieΜΜΕ
τηλετράπεζαtelebankΜΜΕ
τηλεφωνίαtelephonyΜΜΕ
τηλέφωνοtelephoneΜΜΕ
τηλεχειριστήριοremote controlΜΜΕ
τίτλοιtitlesΜΜΕ
τμηματικόςserialΜΜΕ
τοκ-σόου αν και έχουν προταθεί νεολογισμοί του τύπου ""λογοθέαμα""77
τομέαςclusterΜΜΕ
τόποιtopoiΜΜΕ
τόποςplaceΜΜΕ
τσιπchipΜΜΕ
τυπικόςformalΜΜΕ
τυπολογίαtypologyΜΜΕ
τυποποίησηformalizationΜΜΕ
τύποςtypeΜΜΕ
υλικόmaterialΜΜΕ
υπαινιγμοίallusionsΜΜΕ
υπαινιγμόςallusionΜΜΕ
ύπαρξηοντότηταexistenceΜΜΕ
υπάρχωνexistentΜΜΕ
υπερβιβλίαhyperbooksΜΜΕ
υπεργενίκευσηovergeneralisationΜΜΕ
υπερδιακειμενικότητα[[ στον οποίον περιλαμβάνεται και η ""διακειμενικότητα"" ως ειδικότερη κατηγορία. Εν τούτοις τις περισσότερες φορές ο όρος ""υπερδιακειμενικότητα"" δεν χρησιμοποιείται και τη θέση του παίρνει η ""διακειμενικότητα""."]]2831
υπερδύναμηsuper powerΜΜΕ
υπερκειμενικότηταhypertextualityΜΜΕ
υποείδοςsubgenreΜΜΕ
υποκατηγορίαsub-categoryΜΜΕ
υποκείμενουπο-κείμενο αν και πολλές φορές απαντά ως ""υπο-κείμενο""77
υπο-κώδικαςsubcodeΜΜΕ
υποσύστημαsub-systemΜΜΕ
υποτιτλισμένοςsubtitledΜΜΕ
ύφοςstyleΜΜΕ
φαντασίαimaginationΜΜΕ
φαξfaxΜΜΕ
φιλμfilmΜΜΕ
φιλμ/κινηματογράφος/ταινία όπως είναι αυτούσιος ο τίτλος του άρθρου77
φιλοκυβερνητικήpro-governmentΜΜΕ
φιλολογίαphilologyΜΜΕ
φιλτράρισμαfiltrationΜΜΕ
φίλτροfilterΜΜΕ
φορμαλιστικόςformalistΜΜΕ
φόρουμχώρος για δημόσιες συζητήσεις και αντιπαραθέσειςforumΜΜΕ
φυσικόςnaturalΜΜΕ
φωνήvoiceΜΜΕ
φωνήvoice-overΜΜΕ
φωνήματαphonemesΜΜΕ
φωνητικήphoneticsΜΜΕ
φωνολογίαphonologyΜΜΕ
φωτισμόςlightingΜΜΕ
φωτογραφίαphotographpictureΜΜΕ
φωτοεκπομπήlight emittedΜΜΕ
φωτορομάντζοphotoplayΜΜΕ
χαρακτήραςcharacterΜΜΕ
χαρακτήρας-αφηγητήςcharacter-narratorΜΜΕ
χαρακτηρισμένοςcharacterisedΜΜΕ
χρήσηuseΜΜΕ
χρήστηςuserΜΜΕ
χρονικότηταtemporalityΜΜΕ
χρόνοςtime2831
χωρητικότηταspatialitycapacityΜΜΕ
χώροςspaceΜΜΕ
χωροχρόνοςtime and spacetemporality and spatialityΜΜΕ
ψευδό-διακειμενικότηταmendacious intertextualityΜΜΕ
ψευδό-ρεαλισμόςpseudo-realismΜΜΕ
ψεύδοςfalsehoodΜΜΕ
ψήφοςvoteΜΜΕ
ψηφοφόροιvotersΜΜΕ
ψυχαγωγίαentertainmentΜΜΕ
ψυχογλωσσολογίαpsycholinguisticsΜΜΕ
ψυχοθεραπείαpsychotherapyΜΜΕ
ψυχολογίαpsychologyΜΜΕ
ΑαλένιοAalenianΙστορία
αγγείαpotsvasesΙστορία
αγγειοπλάστεςpottersΙστορία
αγγειοπλάστηςpotterΙστορία
αγγειοπλαστικήceramicsΙστορία
αγγειόσπερμοangiospermΙστορία
αγίασμαblessingΙστορία
αγιογραφίαicon paintingΙστορία
αγκωνάριcornestoneΙστορία
αγωγιάτηςmuleteerΙστορία
αδελφότηταfraternityΙστορία
αδιακόσμηταundecoratedplainΙστορία
αερόβιοςaerobicΙστορία
αεροφωτογραφίαaerial photographyΙστορία
αέτωμαpedimentΙστορία
αζωικόςazoicΙστορία
ΑιγαίοAegeanΙστορία
αιγυπτιολόγοςEgyptologistΙστορία
αιώναςeraΙστορία
αιωνόθεμαerathemΙστορία
ακαδημαϊσμόςacademismΙστορία
ακμήacmeΙστορία
ΑκουιτάνιοAquitanianΙστορία
ακτινόζωοradiolariumΙστορία
ΑκτινοπτερύγιοιActinopterygiiΙστορία
αλάβαστροalabasterΙστορία
ΆλβιοAlbianΙστορία
αλκάλιαalkaliΙστορία
αλλόχθονοςallochthonousΙστορία
αλλφουρσινάalfoursinaΙστορία
αλμυρότηταsalinityΙστορία
ΑλμωπίαAlmopiaΙστορία
αλυτρωτισμόςirredentismΙστορία
άμβωναςpulpitΙστορία
αμμωνίτηςammoniteΙστορία
αμνήστευσηamnestyΙστορία
αμπάςabaΙστορία
αμφίβιαamphibiaΙστορία
αμφιβολίτηςamphiboliteΙστορία
αμφορέαςamphoraΙστορία
αναγένεσηanagenesisΙστορία
ΑναγέννησηRenaissanceΙστορία
ανάγλυφοreliefΙστορία
αναδιανομήredistributionΙστορία
αναδυμένοςemergedΙστορία
ανάδυσηemersionΙστορία
αναερόβιοςanaerobicΙστορία
ανακρυστάλλωσηrecrystallizationΙστορία
ανάκτοραpalacesΙστορία
ανάκτοροpalaceΙστορία
ανακωχήarmisticeΙστορία
αναλόγιοlecternstandΙστορία
αναρχίαanarchyΙστορία
ανασκαφέαςexcavatorΙστορία
ανασκαφήexcavationΙστορία
ανασκολοπισμόςimpalementΙστορία
αναστήλωσηreconstructionrestorationΙστορία
ανάχωμαbankΙστορία
ανεξιθρησκίαreligious toleranceΙστορία
ανεργίαunemploymentΙστορία
ανθέμιοpalmetteanthemioΙστορία
ανθηβόλιtracingΙστορία
ανθρακικόςcarbonateΙστορία
ανθρωπογεωγραφίαanthropogeographyΙστορία
ανθρωποειδέςhominidΙστορία
ανθρωπολογίαanthropologyΙστορία
ανθρωπολόγοςanthropologistΙστορία
ΑνίσιοAnisianΙστορία
ανταλλαγήexchangeΙστορία
αντικατάστασηreplacementrenewalΙστορία
αντικληρικαλισμόςanticlericalismΙστορία
ΑντιμεταρρύθμισηCounter-ReformationΙστορία
αντιπαροχήquid pro quo systemΙστορία
ανυδρίτηςanhydriteΙστορία
ανωδομήυπερδομήsuperstructureΙστορία
απανθράκωσηενανθράκωσηcarbonizationΙστορία
απεργίαstrikeΙστορία
απλωταριάaplotariaΙστορία
απογραφήcensusΙστορία
αποζημίωσηcompensation paymentΙστορία
απόθεσηdepositdepositionΙστορία
αποθέτηςdepositorΙστορία
αποθήκευσηstorageΙστορία
αποθήκηmagazinestore roomΙστορία
αποικιοκρατίαcolonialismΙστορία
αποικισμόςcolonisationcolonizationΙστορία
αποκέντρωσηdecentralisationΙστορία
αποκρυπτογράφησηdeciphermentΙστορία
απολίθωμαfossilΙστορία
απολιθωματοδιαγένεσηfossildiageneseΙστορία
απολίθωσηfossilizationΙστορία
απολυταρχισμόςabsolutismΙστορία
απομνημονεύματαmemoirsΙστορία
απομόνωσηisolationΙστορία
αποξήρανσηdrainageΙστορία
απορρίμματαdiscardΙστορία
αποσάθρωσηweatheringΙστορία
απόσβεσηwriting-offΙστορία
απόσπασμαdetachmentΙστορία
αποστρογγυλοποίησηαποστρογγύλωσηroundnessΙστορία
απόσυρσηregressionΙστορία
απόταξηpurgeΙστορία
αποτυπώματαstampsΙστορία
ΑπουλίαApuliaΙστορία
αποψίλωσηdepilationΙστορία
ΆπτιοAptianΙστορία
αραβούργημαarabesqueΙστορία
αργιλικόςargillaceousΙστορία
άργιλοςclayargilΙστορία
αρθρογραφίαjournalismΙστορία
αριστοκρατίαaristocracyΙστορία
αρκόζηςarkoseΙστορία
αρματολίκιcampΙστορία
αρματολισμόςarmatolismΙστορία
αρματολοίarmatoloiΙστορία
άροτροploughΙστορία
αρσανάςarsanasΙστορία
αρχαιοβοτανικήarchaeobotanyΙστορία
αρχαιοζωολογίαzooarchaeologyarchaeozoologyΙστορία
αρχαιολατρίαancestor-worshipΙστορία
αρχαιολογίαarchaeologyΙστορία
αρχαιοπτέρυξarchaeopteryxΙστορία
αρχείοarchiveΙστορία
αρχέτυπαarchetypesΙστορία
αρχιεπισκοπήarchbishopricΙστορία
αρχιερέαςιεράρχηςprelateΙστορία
αρχιραββινείαarch-rabbinateΙστορία
ασβεστοκονίαμαmortarΙστορία
ασβεστόλιθοςlimelimestoneΙστορία
ασβεστοποιημένοςcalcifiedΙστορία
ασβεστοποίησηαπασβέστωσηcalcificationΙστορία
ασκητισμόςasceticismΙστορία
ασπίδεςshieldsΙστορία
ασπόνδυλοinvertebrateΙστορία
αστράκιcalcestruzzoΙστορία
άστριοςfeldsparΙστορία
άστρωτοςunbeddedΙστορία
αστυφιλίαurbanisationΙστορία
ασυμφωνίαdisconformityunconformityΙστορία
ασυνέχειαdiscontinuityΙστορία
αταβισμόςπρογονικότηταatavismΙστορία
ΑττικήAtticanΙστορία
αυθυγενετικόςauthigenicΙστορία
αυθυγενήςauthigenοusΙστορία
αύλακαtroughΙστορία
αυλακώσειςripplesgroovesΙστορία
ΑυστριακήAustrianΙστορία
αυτοδιάθεσηself-determinationΙστορία
αυτοκέφαλοautocephalous statusΙστορία
αυτονομίαautonomyΙστορία
αυτονομιστέςautonomistsΙστορία
αυτόχθονοςautochthonousΙστορία
αφαίρεσηabstractionΙστορία
αφηγηματικότηταnarrative complexityΙστορία
αφοπλισμόςdisarmamentΙστορία
αφορισμόςexcommunicationΙστορία
αψίδωμαarcheΙστορία
ΒαγιόσιοBajocianΙστορία
βαθμίδαstageΙστορία
βαθμίδεςstepsΙστορία
ΒαθόνιοBathonianΙστορία
βακούφιοvanfΙστορία
ΒαλαάδεςValaadesΙστορία
ΒαλανζίνιοValanginianΙστορία
ΒαλαχικήWalachianΙστορία
βαμβάκιcottonΙστορία
ΒαρρέμιοBarremianΙστορία
βαρύτηταgravityΙστορία
βάσηbaseΙστορία
βεβαιωτήριοcertificateΙστορία
βελεμνίτηςbelemniteΙστορία
βελόναspiculeΙστορία
ΒενετοκρατίαVenetian occupationΙστορία
βενθονικόςbenthonicbenthicΙστορία
βένθοςbenthosΙστορία
βεντέταconflictΙστορία
βεράτιberatΙστορία
ΒερριάσιοBerriasianΙστορία
ΒερσίλιοVersilianΙστορία
ΒερφένιοWerfenianΙστορία
βερχοβιστήςvrhovistΙστορία
βημόθυροsanctuary doorΙστορία
ΒίζιοViseanΙστορία
βιλαέτιvilayetΙστορία
βιογεωγραφίαbiogeographyΙστορία
βιογεωλογίαbiogeologyΙστορία
βιοείδοςbiospeciesΙστορία
βιοΖώνηbiozoneΙστορία
βιοζώνωσηbiozonationΙστορία
βιοκλάστηςbioclastΙστορία
βιοκλαστικόςbioclasticΙστορία
βιοκοινωνίαβιοκοινότηταbiocoenosisbiocenosisΙστορία
βιοκοινωνιολογίαbiocoenologybiocenologyΙστορία
βιολογίαbiologyΙστορία
βιολογικόςbiologicalΙστορία
βιομικρίτηςbiomicriteΙστορία
βιοστρωματογραφίαbiostratigraphyΙστορία
βιοστρωματογραφικόςbiostratigraphicΙστορία
βιόσφαιραbiosphereΙστορία
βιότοποςbiotopeΙστορία
βιοφάσηbiofaciesΙστορία
βιοχημείαbiochemistryΙστορία
βιοχώροςbiochoreΙστορία
βιτουμενιούχοςbitoumenousΙστορία
ΒιτρουβιανόςVitruvianΙστορία
βοεβόδαςvoyvodvoivodeΙστορία
βόθροςrubbish pitΙστορία
ΒόλγιοVolgianΙστορία
βόρειοςnorthborealΙστορία
ΒουρδιγάλιοBurdigalianΙστορία
βράγχιαgillsbranchiaΙστορία
βραδυτεκτονικόςtarditectoniclate tectonicΙστορία
βραχογραφίαrock carvingrock engravingΙστορία
βριζαμιάryestrawΙστορία
βρυόζωοbryozoanΙστορία
βύθισηplungesubmergenceΙστορία
βυθισμένοςplungedsubmergedΙστορία
βυρσοδεψίαtanneryΙστορία
βωμόςaltarΙστορία
βωξίτηςbauxiteΙστορία
βωξιτικόςbauxiticΙστορία
γαζήςghaziΙστορία
γαμέτηςgameteΙστορία
γαστερόποδogastropodΙστορία
γάστραgastraΙστορία
γαστρολόγοςgastrologosΙστορία
γείσοcorniceΙστορία
γενετικήgeneticsΙστορία
γενίτσαροςjanissarosΙστορία
γένοςgenusΙστορία
γερουσίαsenateΙστορία
γεωαρχαιολογίαgeoarchaeologyΙστορία
γεωγραφίαgeographyΙστορία
γεωλογίαgeologyΙστορία
γεωλογικόςgeologicalΙστορία
γεωμορφολογίαgeomorphologyΙστορία
γεωσκώληκαςearthwormΙστορία
γεωτεκτονικόςgeotectonicΙστορία
γεώτρησηdrillingΙστορία
ΓεωφυσικήGeophysicsΙστορία
γεωφυσικόςgeophysicalΙστορία
γεωχρονολογίαgeochronologyΙστορία
γεωχρονολογικόςgeochronologicalΙστορία
γκέτοghettoΙστορία
γκριζογραφίαshading techniqueΙστορία
γλαυκονίτηςglauconiteΙστορία
γλαυκονιτικόςglauconiticΙστορία
γλύπτηςsculptorΙστορία
γλυπτικήsculptureglypticΙστορία
γλυπτόsculptureΙστορία
γλωσσολογίαlinguisticsΙστορία
γλωσσολόγοςlinguistΙστορία
γνεύσιοςgneissΙστορία
γονίδιοgeneΙστορία
γόνοςgeneΙστορία
γονότυποςgenotypegenetypeΙστορία
γράμματαlettersΙστορία
γραμμάτιοpromissory noteΙστορία
γραμμικότηταlinear compositionsΙστορία
γρανίτηςgraniteΙστορία
γρανιτοειδήςgranitoidΙστορία
γραουβάκηςgrauwackegreywackeΙστορία
γραφειοκρατίαbureaucracyΙστορία
γραφείςscribesΙστορία
γριντιάwooden beamΙστορία
γυμνόσπερμοgymnospermΙστορία
γυψόλιθοςγύψοςgypsumΙστορία
δακτύλιοςringΙστορία
ΔάνιοDanianΙστορία
δάπεδοfloorΙστορία
δείγμαsampleΙστορία
δεινόσαυροςdeinosaurusdinosaurΙστορία
δεκάτηtitheΙστορία
δενδρίτηςdendriteΙστορία
δενδροχρονολόγησηdendrochronologytree-ring datingΙστορία
δερβίσηςdervishisΙστορία
δεσποτισμόςdespotismΙστορία
ΔζούλφιοDjulfianΙστορία
δήμαρχοςmayorΙστορία
δημογεροντίαcouncil of eldersthe notablesΙστορία
δημογραφίαdemographyΙστορία
δημοπράτησηπλειστηριασμόςauctionΙστορία
δημοψήφισμαplebisciteΙστορία
διάβημαdemarcheΙστορία
διάβρωσηerosioncorrosionΙστορία
διαγένεσηdiagenesisΙστορία
διαγενετικόςdiageneticΙστορία
διαγνωστικάdiagnosticsΙστορία
διάδημαdiademΙστορία
διάδοσηdiffusionΙστορία
διάκλασηdiaclaseΙστορία
διακόνημαministrationΙστορία
διακοσμητικότηταornamentalityΙστορία
διάλυσηδιαλυτοποίησηdissolutionresolutionΙστορία
διαμελισμένοςdismembereddisruptedΙστορία
διαμελισμόςdismembermentdisruptionΙστορία
διανομήdistributionΙστορία
διαπερατότηταπερατότηταpermeabilityΙστορία
διαπραγμάτευσηnegotiationΙστορία
διάρρηξηdisruptionΙστορία
ΔιασποράDiasporaΙστορία
διαστρωμάτωσηστρωματογένεσηstratificationΙστορία
διατέμνουσαtransversalΙστορία
ΔιαφωτισμόςEnlightenmentΙστορία
διαχρονικόςdiachronousΙστορία
διάχωροcompartmentframeΙστορία
δίδυμαtwinsΙστορία
διεθνοποίησηinternationalisationinternationalizationΙστορία
διείσδυσηintrusionΙστορία
διελκυστίνδαtug of warΙστορία
δίθυροςbivalveΙστορία
δικαιοπραξίαtransactionΙστορία
δικαιοστάσιοmoratoriumΙστορία
δικτατορίαdictatorshipΙστορία
ΔιναρίδεςDinaridesΙστορία
δίνοςdinosΙστορία
διομολόγησηcapitulationΙστορία
διπλωμάτηςdiplomatΙστορία
δισκίοroundelΙστορία
ΔογγέριοDoggerΙστορία
δολίνηκαταβόθραdolinesinkholeΙστορία
δολομίτηςdolomiteΙστορία
δολομιτικόςdolomiticΙστορία
δολομιτίωσηdolomitizationΙστορία
ΔομέριοDomerianΙστορία
δομήstructureΙστορία
δομισμόςστρουκτουραλισμόςstructuralismΙστορία
δόμοςblockstone blockΙστορία
δόντιtoothΙστορία
δοξάτοςdoxatosΙστορία
δόραταspearΙστορία
δουλείαslaveryΙστορία
δραγουμάνοςdragomanΙστορία
δρύφακτοbalustradeΙστορία
δυσαρμονίαdisharmonydiscordanceΙστορία
δυσαρμονικόςdisharmonicdiscordantΙστορία
δωσιδικίαjurisdictionΙστορία
εβαπορίτηςevaporiteΙστορία
εβαποριτικόςevaporiticΙστορία
εγκληματικότηταcrimeΙστορία
εγκλιματισμόςacclimationacclimatizationΙστορία
εγχειρίδιοknifeΙστορία
έδαφοςsoilgroundΙστορία
έδραseatΙστορία
εδώλιαseatsΙστορία
εθνικισμόςnationalismΙστορία
εθνοαρχαιολογίαethnoarchaeologyΙστορία
εθνογραφίαethnographyΙστορία
εθνολογίαethnologyΙστορία
εθνοσυνέλευσηassemblyΙστορία
είδοςspeciesΙστορία
εικονισμόςillusionismΙστορία
εικονογραφίαiconographyΙστορία
εικονοστάσιstandΙστορία
ειρηνοδικείοcounty-courtΙστορία
ειρηνοδίκηςmagistrateΙστορία
εισαγωγήimportΙστορία
εισόδημαincomeΙστορία
εκβιομηχάνισηindustrializationΙστορία
εκβολήobductionextrusionΙστορία
εκθέτηςdeterminativeΙστορία
εκκλησιάρχηςecclesiarchΙστορία
εκκοκκιστήριοcotton ginΙστορία
εκλογέςelectionsΙστορία
εκλογοδικείοelectoral courtΙστορία
εκμοντερνισμόςmodernizationΙστορία
εκπατρισμόςexpatriationΙστορία
εκφυλισμόςdegenerationΙστορία
εκχρηματισμόςmonetarizationΙστορία
έκχυσηeffusionextrusionΙστορία
ελασματοβράγχιοlamellibranchiateΙστορία
ΕλληνίδεςHellenidesΙστορία
έμβασμαremittanceΙστορία
εμπόδιοφράγμαbarrierΙστορία
εμπορευματοποίησηcommercializationΙστορία
εμποροπανήγυρηfairΙστορία
εμπρησμόςarsonΙστορία
εμπροσθότυποςrectoΙστορία
εμπροσθοχώραforelandΙστορία
εμφάνισηoutcropΙστορία
εμφάνισηappearanceoccurrenceΙστορία
εμφάνισηexposureΙστορία
εναλλαγήalternationΙστορία
ενδημικόςendemicΙστορία
ενδογαμίαendogamyΙστορία
ενδοπαλιρροϊκόςintertidalΙστορία
ενδυματολογίαattireΙστορία
ενεπίγραφοςinscribedΙστορία
ένζυμαenzymesΙστορία
ενήλικοςadultΙστορία
ενότηταunitΙστορία
ένστρωσηinterstratificationΙστορία
ενσωμάτωσηintegrationΙστορία
ενταφιασμόςburialinhumationΙστορία
εξαγωγήexportΙστορία
εξαλλοιωμένοςalteratedΙστορία
εξαλλοίωσηalterationΙστορία
εξαπτέρυγοcherubΙστορία
έξαρχοςexarchΙστορία
εξάτμισηevaporationΙστορία
εξαφάνισηdisappearanceextinctionΙστορία
εξέλιξηevolutionΙστορία
εξημέρωσηdomesticationΙστορία
εξισλαμισμόςislamizationΙστορία
εξπρεσιονισμόςexpressionismΙστορία
εξωμοσίααλλαξοπιστίαconversionΙστορία
εξωνάρθηκαςexonarthexΙστορία
εορτολόγιοcalendar of holydaysΙστορία
επαναπατρισμόςπαλιννόστησηrepatriationΙστορία
επαφήcontactΙστορία
επιβιώματαsurvivalsΙστορία
επιγαμίαinter-marriageΙστορία
επιγονατίδαpatellaΙστορία
επιγραφήinscriptionΙστορία
επιγραφικήepigraphyΙστορία
επι-ηπειρωτικήepicontinentalΙστορία
επικαρπίαusufructΙστορία
επίκλυσηtransgressionΙστορία
επικλυσιγενήςtransgressiveΙστορία
επικοινωνίαcommunicationΙστορία
επίκρανοκιονόκρανοcolumn capitalΙστορία
επικυριαρχίαsuzeraintyΙστορία
επιμετάλλωσημεταλλοποίησηmetalizationΙστορία
επίπαγοςcrustΙστορία
επίπεδοlevelΙστορία
επισκοπήbishopricΙστορία
επίσκοποςbishopΙστορία
επιστασίαepistasiaΙστορία
επιστήλιοarchitraveΙστορία
επιστράτευσηmobilizationΙστορία
επιτόκιοinterestΙστορία
επιφλοιωμένοςincrustedcoatedΙστορία
επιφλοίωσηincrustationΙστορία
επιφλοιωτικόςincrustingΙστορία
επίφυτοepiphytelepiphyteΙστορία
επίχρισμαdaubslipΙστορία
επίχωσηfillingΙστορία
εποικισμόςcolonizationresettlementΙστορία
εποχήepochΙστορία
επωθημένοςoverthrustedΙστορία
επώθησηoverthrustΙστορία
επωθούμαιoverthrustΙστορία
εργαλείοtoolinstrumentΙστορία
εργαστήριworkshopΙστορία
εργόχειροhandicraftΙστορία
έρημοςdesertΙστορία
ΕρκύνιοςHercynianΙστορία
ερπετόreptileΙστορία
εσμάκιαesmakiaΙστορία
ΕσπερινόςvespersΙστορία
εστίαhearthΙστορία
εσωνάρθηκαςλιτήesonarthexΙστορία
ετεροπικόςheteropicΙστορία
ετερόχθονεςheterochthonesΙστορία
ΕττάνζιοHettangianΙστορία
εύκρατoςtemperateΙστορία
ευρήματαfindsΙστορία
εύστασηeustasyΙστορία
έφηβοςjuvenisΙστορία
εφίππευσηthrustΙστορία
εφυαλωμένοςglazedΙστορία
εχινόδερμοechinodermΙστορία
ΖάγκλιοZancleanΙστορία
ζευγαράςploughmanΙστορία
ζευγιτόσπιτοploughman's houseΙστορία
ζιαμέτιαziametsΙστορία
ζούγκλαjungleΙστορία
ζώνηzonebeltΙστορία
ζωνώδηςzonalΙστορία
ζώνωσηzonationΙστορία
ζωογεωγραφίαzoogeographyΙστορία
ζωστήραςζώνηbeltΙστορία
ζωφόροςφρίζαfriezeΙστορία
ηγεμόναςrulerΙστορία
ηγούμενοςhegumenΙστορία
ηλιακόςheliacosΙστορία
ηλικίαageΙστορία
ηλικιωμένοςsenilisΙστορία
ημι-μεταμορφωμένοςsemi-metamorphicΙστορία
ημιχώνιοpendentiveΙστορία
ήπειροςcontinentΙστορία
ηφαιστειακόςvolcanicΙστορία
ηφαιστειο-ιζηματογενήςvolcano-sedimentaryΙστορία
ηφαιστειότηταvolcanismΙστορία
ΗώκαινοEoceneΙστορία
ηωλιθικόςeolithicΙστορία
θανατοκοινότηταthanatocénosethanatocoenosisΙστορία
ΘανέτιοThanetianΙστορία
θέμαthemaΙστορία
θεματολόγιοagendaΙστορία
θεότηταdivinityΙστορία
θερμόαιμοςομοιόθερμοςwarm-bloodedΙστορία
θερμοφωταύγειαthermoluminescenceΙστορία
θέσηsitepositionΙστορία
θέσμιαcustomary lawΙστορία
θηλαστικόmammalΙστορία
θίνεςdunesΙστορία
θόλοςτρούλοςdomeΙστορία
θραύσηfracturebrakeΙστορία
θραύσμαfragmentclastΙστορία
θρησκειολογίαhistory of religionsΙστορία
θώρακαςbreastplateΙστορία
θωράκιοpanelΙστορία
ίασπηςjasperΙστορία
ιδεαλισμόςidealismΙστορία
ιδεογράμματαideogramsΙστορία
ιδεολογίαideologyΙστορία
ιεραρχίαhierarchyrankingΙστορία
ιερόsanctuaryshrineΙστορία
ιεροδικαστήςκαδήςkadiΙστορία
ίζημαsedimentΙστορία
ιζηματογένεσηsedimentationΙστορία
ιζηματογενήςsedimentaryΙστορία
ιζηματολογίαsedimentologyΙστορία
ιθαγένειαnative identityΙστορία
ιμάντωσηstrapΙστορία
ιόςvirusΙστορία
ΙούραςJuraΙστορία
ΙουρασικόJurassicΙστορία
ισνάφιesnafΙστορία
ισοζύγιοbalanceΙστορία
ισονομίαequality before the lawΙστορία
ισοπικόςisopicΙστορία
ισοπολιτείαequality of rightsΙστορία
ισόστασηisostasyΙστορία
ισότοποisotopeΙστορία
ισοχρονικόςisochronousΙστορία
ιστορικόςhistorianΙστορία
ιστοριογραφίαhistoriographyΙστορία
ιστοριογράφοςhistorianΙστορία
ιστόςtissueΙστορία
ΙχθυόσαυροςIchthyosaurusΙστορία
ιχθυοστεοανάλυσηfishbone analysisΙστορία
ιχνογράφημαsketchΙστορία
καβαλάρηςrafterΙστορία
καζάςkazaΙστορία
καθεστώςregimeΙστορία
καθολικόkatholikoΙστορία
ΚαλάβριοCalabrianΙστορία
κάλανταcarol-singingΙστορία
καλλιγραφίαcalligraphyΙστορία
ΚαλλόβιοCallovianΙστορία
ΚαλπιονέλλαCalpionelleΙστορία
καμάραvaultΙστορία
κάμβριοcambriumΙστορία
ΚαμπάνιοCampanianΙστορία
κανονιοστάσιοcannon-stationΙστορία
καπετανάτοcaptaincyΙστορία
καπιταλισμόςcapitalismΙστορία
καπρούλιαkaprouliaΙστορία
καραβάνιcaravanpack trainΙστορία
καραντίναquarantineΙστορία
ΚάρνιοCarnianΙστορία
καρστkarstΙστορία
καρτούςcartoucheΙστορία
καταβύθισηυποβύθισηsubductionΙστορία
καταγραφήrecordingregisteringΙστορία
κατακερματισμόςcrackingΙστορία
καταλογράφησηcataloguingΙστορία
καταναλωτήςconsumerΙστορία
κατασκευήstructureΙστορία
κατασκοπίαespionageΙστορία
κατάσχεσηseizureΙστορία
κατάταξηταξινόμησηclassificationΙστορία
κατάχρησηembezzlementΙστορία
καταχύστραmachicolationΙστορία
κατοικίαhabitatΙστορία
κατούναcatounaΙστορία
κάτοψηground planΙστορία
κατσούλαcowlhoodΙστορία
κατώφλιthresholdΙστορία
καύσηburningΙστορία
καφτάνιkaftanΙστορία
κελίkelliΙστορία
κέλυφοςtestshellΙστορία
ΚενομάνιοCenomanianΙστορία
κεντητικήembroideryΙστορία
κεπήνιοkepinionΙστορία
κεραμίδιshardsherdΙστορία
κεραμικήpotteryΙστορία
κερατολιθικόςchertyΙστορία
κερατόλιθοςchertΙστορία
κερκίδαradiusΙστορία
κεφάλαιοcapitalΙστορία
κεφαλόποδocephalopodΙστορία
ΚιμμερίδιοKimmeridgianΙστορία
ΚιμμέριοςKimmerianΙστορία
κίνημαrebellionΙστορία
κίοναςpillarcolumnΙστορία
κιονοστοιχίαcollonadecolonnadeΙστορία
κίστηcistΙστορία
κλαδογένεσηcladogenesisΙστορία
κλάστηςclastΙστορία
κλαστικόςclasticdetritalΙστορία
κλείδαclavicleΙστορία
κλεφταρματολοίklephts and armatolesΙστορία
κλεφτοπόλεμοςstruggleΙστορία
κληροδότημαtrustΙστορία
κλήροςclergyΙστορία
κλίβανοςkilnfurniceΙστορία
κλίμαclimateΙστορία
κλίμακαscaleΙστορία
κλιτύςslopeΙστορία
κνήμηtibiaΙστορία
κογχώδηςκελυφοειδήςconchoidconchoidalΙστορία
κοινόβιοcoenobioΙστορία
κοινότηταcommunityΙστορία
κοινοτισμόςcommunalismΙστορία
κοινωνίαsocietyΙστορία
κοίτασμαdepositore depositΙστορία
κοκκόλιθοςcoccolithΙστορία
κοκκομετρίαgranulometryΙστορία
κόκκοςgrainΙστορία
κολεόπτεραcoleopteraΙστορία
κολεόςsheathΙστορία
κολίγοςδουλοπάροικοςserfsharecropperΙστορία
κολλαγόνοcollagenΙστορία
κολλουβιακόςcolluvialΙστορία
ΚολουμβιακήColumbianΙστορία
κομιτατζήςkomitadjisΙστορία
κομιτάτοcommitteeΙστορία
κομμουνισμόςcommunismΙστορία
κονάκιkonakΙστορία
κόνδυλοςnoduleΙστορία
κονδυλώδηςnodularΙστορία
ΚονιάσιοConiacianΙστορία
κοπρολιθολογίαcoprologyΙστορία
κόρακαςdoor unlockΙστορία
κοράλλιοcoralΙστορία
κορεσμόςsaturationΙστορία
κοσμηματογράφημαcartoucheΙστορία
κουδαρέοιcoudareoiΙστορία
κουκούλιcocoonΙστορία
κουλτούραπνευματικός πολιτισμόςcultureΙστορία
κουρμπάνιkourbaniΙστορία
κούφωμαframeΙστορία
κρανίοscullcraniumΙστορία
κρατονικόςcratonicΙστορία
κρηπίδαpodiumplatformΙστορία
ΚρητιδικόCretaceousΙστορία
κρητίςcretaΙστορία
κρικέλαforged hingeΙστορία
κρινοειδέςcrinoidΙστορία
κροκαλοπαγέςconglomerateΙστορία
κρο-μανιόνcro-magnonΙστορία
κρυπτοχριστιανόςcrypto-ChristianΙστορία
κρύσταλλοςcrystalΙστορία
κρυψάναkripsanaΙστορία
κτερίσματαgrave goodsΙστορία
κτηματολόγιοproperty registerΙστορία
κτηνοτροφίαanimal husbandrypastoralismΙστορία
κυανοφύκοςblue algaΙστορία
κυβισμόςcubismΙστορία
κυκλοστρωματογραφίαcyclostratigraphyΙστορία
κυμάτιοcymatiomouldingΙστορία
κυματοθραύστηςbreakwaterΙστορία
κύνικλοςόρυγμα κύνικλοςcuniculusΙστορία
κύπελαcupsΙστορία
κυρήκειαsceptresΙστορία
κυριακόνkyriakonΙστορία
κύτταροcellΙστορία
κωδικογραφίαmanuscript copyingΙστορία
κωδικογράφοςscribeΙστορία
κωδικολογίαcodicologyΙστορία
κωνόδοντοconodontΙστορία
κώνοςconeΙστορία
κωνοφόροConiferΙστορία
ΚωυπέριοKeuperΙστορία
λαβήhandleΙστορία
λάγηνοςhydriaΙστορία
ΛαδίνιοLadinianΙστορία
λαζουρίτηςlapis lazuliΙστορία
λαθρανασκαφέςτυμβωρυχίαillegal excavationsgrave robbingΙστορία
λαθρεμπόριοsmugglingΙστορία
λαιμόςneckΙστορία
λάκκοςpitΙστορία
ΛάνγκιοLanghianΙστορία
λαογραφίαfolkloreΙστορία
λαογράφοςεθνολόγοςethnologistΙστορία
ΛαραμικήLaramideΙστορία
λατυπο-κροκαλοπαγήςbreccia-conglomerateΙστορία
λαύραlavraΙστορία
λειτουργίαfunctionΙστορία
λειτουργιστικόςφονξιοναλιστικόςfunctionalistΙστορία
λείψανοrelicΙστορία
λεκάνηbasinpelvisΙστορία
λεκανίδαbowlΙστορία
λέξηομάδα σημείωνwordsign-groupΙστορία
λεπίδαbladeΙστορία
λεπιώδηςφυλλώδηςfoliatedfoliaceousΙστορία
λεπτόκοκκοςfine-grainedΙστορία
λεπτοπλακώδηςthin-plattyΙστορία
λεπτοστρωματώδηςthin-beddedΙστορία
λευκόλιθοςleukolitemagnesiteΙστορία
ληστοπειρατείαpirate-brigandageΙστορία
ΛιάσιοLiasΙστορία
λιβάδιprairiegrasslandΙστορία
λιθάνθρακαςcoalmineral coalΙστορία
ΛιθανθρακοφόροCarboniferousΙστορία
λιθανθρακοφόροςcarboniferusΙστορία
λιθογλυπτικήstone-carvingΙστορία
λιθογραφίαlithographΙστορία
λιθοδομήmasonryΙστορία
λιθολογίαlithologyΙστορία
λιθολογικόςlithologicalΙστορία
λιθοστρωματογραφίαlithostratigraphyΙστορία
λιθοστρωματογραφικόςlithostratigraphicΙστορία
λιθοσωρόςλιθώναςtillitemoraineΙστορία
λιθοφάσηlithofaciesΙστορία
λίμνηlakeΙστορία
λιτανείαprocessionΙστορία
λογογράμματαlogogramsΙστορία
λογοθέτηςlogotheteΙστορία
λογοκρισίαcensorshipΙστορία
ΛουτήσιοLutetianΙστορία
λοφερίτηςloferiteΙστορία
λοφεριτικόςloferiticΙστορία
λύραlyreΙστορία
λυρισμόςlyricismΙστορία
λυχνάριλύχνοςoil-lampΙστορία
μαγγάνιοmanganeseΙστορία
μάζαmassmassifΙστορία
μαίανδροςmeanderGreek key motifΙστορία
ΜαιστρίχτιοMaastrichtianΙστορία
μακροαπολίθωμαmacrofossilΙστορία
μακροπανίδαmacrofaunaΙστορία
ΜάλμιοMalmΙστορία
μαντιλώματαmantilomataΙστορία
μάργαmarlΙστορία
μαργαικόςmarlyΙστορία
μάρμαροmarbleΙστορία
ΜαρξιστήςMarxistΙστορία
μάρτυραςbaulkΙστορία
ματζόλικαmajolicaΙστορία
μάτιασμαill-wishingΙστορία
μαυρόχωμαhumusΙστορία
μεγα-αιώναςυπεραιώνeonΙστορία
μεγαπανίδαmegafaunaΙστορία
μεγαπολίθωμαmegafossilΙστορία
μέγαροmegaronΙστορία
μεθοδολογίαmethodologyΙστορία
ΜειόκαινοMioceneΙστορία
μειονότηταminorityΙστορία
μέλοςmemberΙστορία
μενχίρmenhirΙστορία
ΜεσαίωναςMiddle AgesΙστορία
μεσοπαγετώδηςinterglacialΙστορία
ΜεσοπόλεμοςInter-war periodΙστορία
μεσοστρωματώδηςmedium-beddedΙστορία
ΜεσσήνιοMessinianΙστορία
μεταγραφήtranscriptionΙστορία
μεταδιαγενετικόςpost-diageneticmeta-diageneticΙστορία
μετα-ηφαιστειακόςmeta-volcanicΙστορία
μετα-ιζηματογενήςmeta-sedimentarypost-sedimentaryΙστορία
μετάλλαξηmutationΙστορία
μετάλλευμαoreΙστορία
μεταλλοτεχνίαmetal workingΙστορία
μεταμοντέρνοpost-modernΙστορία
μεταμορφωμένοςmetamorphicΙστορία
μεταμόρφωσηtransformationmetamorphismΙστορία
μετανάστευσηmigrationimmigrationΙστορία
μετα-οφιόλιθοςmeta-ophiolitemeta-ophiolitheΙστορία
μεταπώλησηresaleΙστορία
μετασωμάτωσηmetasomatismΙστορία
μετατόπισηdriftΙστορία
μεταφοράmetaphorΙστορία
μετόπηmetopecorniceΙστορία
μετωνυμίαmetonymyΙστορία
μήτραmouldΙστορία
μητρόποληdioceseΙστορία
μητροπολίτηςmetropolitanΙστορία
μίκαφεγγίτηςmicaΙστορία
μικρίτηςmicriteΙστορία
μικριτικόςmicriticΙστορία
μικροαπολίθωμαmicrofossilΙστορία
μικροβιοκλαστικόςmicrobioclasticΙστορία
μικρογραφίαminiatureΙστορία
μικρο-ήπειροςmicrocontinentΙστορία
μικροκλαστικόςmicroclasticΙστορία
μικρόκοσμοςmicrocosmΙστορία
μικρολατυποπαγέςmicrobrecciaΙστορία
μικροπαλαιοντολογίαmicropalaeontologyΙστορία
μικροπανίδαmicrofaunaΙστορία
μιλέτιmiletΙστορία
μινωικόςMinoanΙστορία
μισακάρηςmissakarisΙστορία
μνημειακόςmonumentalΙστορία
μνημείοmonumentΙστορία
μολάσσαmolasseΙστορία
μόλυνσηcontaminationΙστορία
μοναρχίαmonarchyΙστορία
μοναφίmonafiΙστορία
μοναχισμόςmonasticismΙστορία
μονοκαλλιέργειαsingle cropΙστορία
μονοπώλιοmonopolyΙστορία
μονοτυπικόςmonotypicΙστορία
μοντερνισμόςmodernismΙστορία
μοτίβοmotifΙστορία
μουκατάςmoukataΙστορία
μουρασελέςorderΙστορία
μουσάντραmousandraΙστορία
μουχταροδημογεροντίαmuhtarsΙστορία
μπαρόκbaroqueΙστορία
ΜπαρτόνιοBartonianΙστορία
μπαχτσίσιgratuityΙστορία
μπεζεστένιshopping mallΙστορία
μπέηςbeyΙστορία
μπινιάςhouseΙστορία
μπολσεβικισμόςbolshevismΙστορία
μπουγδατότειχοςslat wallΙστορία
μπουχαρίmantel-pieceΙστορία
μπρούτζοςbronzeΙστορία
μυθολογίαmythologyΙστορία
μύθοςmythΙστορία
μυλωνίτηςmyloniteΙστορία
μυστικισμόςmysticismΙστορία
μυστρίtrowelΙστορία
μωσαϊκόmosaicΙστορία
νανοαπολίθωμαnannofossilΙστορία
ναοδομίαchurch buildingΙστορία
νάρθηκαςnarthexΙστορία
νατουραλισμόςnaturalismΙστορία
νάτροnatronΙστορία
[[ναυσιπλο|α]]shippingΙστορία
ΝεβαδιακήNevadanΙστορία
ΝεογενέςNeogeneΙστορία
νεο-ιμπρεσιονισμόςneo-impressionismΙστορία
νεοκλασικιστήςneoclassicistΙστορία
νεοκλασικόςneoclassicΙστορία
ΝεομάρτυραςNeomartyrΙστορία
ΝεοτηθύςNeotethysΙστορία
νευροκράνιοcalvariaΙστορία
νηρητικόςneriticΙστορία
νησίδανησίδιoisletΙστορία
νοικοκυριόhousehold clusterΙστορία
νομάδεςnomadsΙστορία
νομαδικότηταnomadicityΙστορία
νόμισμαcoinΙστορία
νομοσχέδιοdraft lawΙστορία
ΝόριοNorianΙστορία
νταμπλάςpanelΙστορία
ΝτανταϊσμόςDadaismΙστορία
ξεροκόσκινοdry sievingΙστορία
ΞεστήXesteΙστορία
ξέστροκοπίδιscrapercutterΙστορία
ξίφοςswordΙστορία
ξυλογλυπτικήwood carvingΙστορία
ξυλογραφίαwood engravingwoodcutΙστορία
ξυλόδεσμοςwooden cross-tigΙστορία
οβορόςovorosΙστορία
ογκόλιθοςoncoliteΙστορία
οίκησηecesisoecesisΙστορία
οικίαhouseΙστορία
οικισμόςμαχαλάςsettlementmahalasΙστορία
οικοΖώνηecozoneΙστορία
οικολογίαecologyΙστορία
οικοσύστημαecosystemΙστορία
οικουμενικότηταecumenicityΙστορία
οινοχόηoinochoeΙστορία
ολιγαρχίαoligarchyΙστορία
ΟλιγόκαινοOligoceneΙστορία