Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Χεροκέζοι
      γενική των Χεροκέζων
    αιτιατική τους Χεροκέζους
     κλητική Χεροκέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χεροκέζοι < (άμεσο δάνειο) γερμανική Cherokesen

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χεροκέζοι αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό

  • ('καθαρεύουσα', παρωχημένο, εθνωνύμιο) οι Τσερόκι, λαός αυτοχθόνων της Βορείου Αμερικής
    ※  εις τους […] περισυλλεγέντας μύθους των Χεροκέζων ο κόνικλος παίζει παρεμφερή [της αλώπεκος] ρόλον
    Βίλχελμ Βουντ, Συμβολαί εις την ψυχολογίαν και ηθικήν, μετάφραση από τα γερμανικά: Α.Γ. Δαλέζιος. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930, σσ. 126-127, υποσημείωση.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία