Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φρεάρριος Φρεαρρί τὸ Φρεάρριον
      γενική τοῦ Φρεαρρίου τῆς Φρεαρρίᾱς τοῦ Φρεαρρίου
      δοτική τῷ Φρεαρρί τῇ Φρεαρρί τῷ Φρεαρρί
    αιτιατική τὸν Φρεάρριον τὴν Φρεαρρίᾱν τὸ Φρεάρριον
     κλητική ! Φρεάρριε Φρεαρρί Φρεάρριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Φρεάρριοι αἱ Φρεάρριαι τὰ Φρεάρρι
      γενική τῶν Φρεαρρίων τῶν Φρεαρρίων τῶν Φρεαρρίων
      δοτική τοῖς Φρεαρρίοις ταῖς Φρεαρρίαις τοῖς Φρεαρρίοις
    αιτιατική τοὺς Φρεαρρίους τὰς Φρεαρρίᾱς τὰ Φρεάρρι
     κλητική ! Φρεάρριοι Φρεάρριαι Φρεάρρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Φρεαρρίω τὼ Φρεαρρί τὼ Φρεαρρίω
      γεν-δοτ τοῖν Φρεαρρίοιν τοῖν Φρεαρρίαιν τοῖν Φρεαρρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φρεάρριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

Φρεάρριος, -α, -ον

  Πηγές επεξεργασία