Φολεγανδρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φολεγανδρίτης < Φολέγανδρος + -ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
Φολεγανδρίτης αρσενικό, θηλυκό Φολεγανδρίτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Φολέγανδρο.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Φολεγανδρίτης
|