Φλοράλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Φλοράλια | ||
γενική | των | Φλοραλίων | ||
αιτιατική | τα | Φλοράλια | ||
κλητική | Φλοράλια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φλοράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό