Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φιλίσκος < φίλος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φιλίσκος αρσενικό

  1. αντρικό όνομα
  2. Φιλίσκος της Κέρκυρας ή Φίλικος (ο ίδιος προτιμούσε το δεύτερο) αρχαίος τραγικός του 3ου π.Χ. αιώνα, ένας από τους επτά της αλεξανδρινής πλειάδας ποιητών που έγραψε 42 δράματα
  3. Φιλίσκος, προσωνύμιο που πήρε ο επίσης Κερκυραίος Σπυρίδωνας Σαμαράς, ο συνθέτης του Ολυμπιακού Ύμνου -μελοποίησε αντίστοιχο ποίημα του Κωστή Παλαμά
  4. Ο Φιλίσκος της Αίγινας, κυνικός φιλόσοφος του 4ου π.Χ. αιώνα και κατά Σουΐδα δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου
  5. Ο Φιλίσκος της Θεσσαλίας, σοφιστής του 2ου ή 3ου μ.Χ. αιώνα
  6. γλύπτης και ζωγράφος του 1ου π.Χ. αιώνα που αναφέρεται από τον Πλίνιο ως δημιουργός πολλών έργων τέχνης
  7. Φιλίσκος από την Άβυδο στρατηγός των Περσών που είχε συμμετάσχει στις ελληνπερσικές διαπραγματεύσεις για ειρήνη το 368 π.Χ. και που μετά διορίστηκε διοικητής Ελλησπόντου, όπου δολοφονήθηκε





  Μεταφράσεις επεξεργασία