Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το φελέκι
      γενική
    αιτιατική το φελέκι
     κλητική φελέκι
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φελέκι < τουρκική felek (τύχη) < αραβική فلك (falak: τροχιά, σφαίρα, τύχη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φελέκι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • (οικείο) στη έκφραση γαμώ το φελέκι μου και άλλες παρόμοιες: (άσχημη) τύχη του ομιλητή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία