Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φαρυάμπ < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή επεξεργασία

Φαρυάμπ ή Φαριάμπ θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία