Φαήλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φαήλος | οι | Φαήλοι |
γενική | του | Φαήλου | των | Φαήλων |
αιτιατική | τον | Φαήλο | τους | Φαήλους |
κλητική | Φαήλε | Φαήλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φαήλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φαήλος αρσενικό