Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φέριζα οι Φέριζες
      γενική της Φέριζας των Φεριζών
    αιτιατική τη Φέριζα τις Φέριζες
     κλητική Φέριζα Φέριζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φέριζα < αρβανίτικη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfe.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φέ‐ρι‐ζα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φέριζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία