Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΥΠΕΝ <  : Υπηρεσία Προστασίας Εθνικού Νομίσματος

  Συντομομορφή επεξεργασία

Υ.Π.Ε.Ν. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ύπέν)