Τσούκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τσούκα | ||
γενική | της | Τσούκας | ||
αιτιατική | την | Τσούκα | ||
κλητική | Τσούκα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡su.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσού‐κα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Τσούκα < τσούκα (λόφος ή βουνοκορφή)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσούκα θηλυκό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Τσούκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Τσούκα < γενική ενικού του αρσενικού Τσούκας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσούκα θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤσούκα αρσενικό