Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Τροβάτο
      γενική του Τροβάτου
    αιτιατική το Τροβάτο
     κλητική Τροβάτο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τροβάτο < ιταλική[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾoˈva.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρο‐βά‐το

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τροβάτο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • οικισμός της Ευρυτανίας
    ※ Στην πλατεία των Βραγγιανών, που το καλοκαίρι γεμίζει με παιδιά, νομίζεις -κυριολεκτικά- ότι θα αγγίξεις τις κορυφές της Νιάλας, που στέκει ακριβώς απέναντι. Τα σπίτια του χωριού είναι μια αγκαλιά εμπρός σου και, καθώς σκοτεινιάζει, πίσω σου αρχίζουν να φαίνονται τα φώτα του Τροβάτου.
    Νίκος Λουπάκης, Αγραφα: Η πρόκληση του αυθεντικού, Η Καθημερινή, 17 Ιανουαρίου 2014

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021