Τριπόταμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τριπόταμος | οι | Τριπόταμοι |
γενική | του | Τριπόταμου & Τριποτάμου |
των | Τριπόταμων & Τριποτάμων |
αιτιατική | τον | Τριπόταμο | τους | Τριπόταμους & Τριποτάμους |
κλητική | Τριπόταμε | Τριπόταμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾiˈpo.ta.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρι‐πό‐τα‐μος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τριπόταμος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τριπόταμος