Τορά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τορά < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή תּוֹרָה (torá) (ο Νόμος)[1]
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τορά θηλυκό άκλιτο
- (ιουδαϊσμός) ο εβραϊκός ιερός νόμος, που παρέδωσε ο Μωυσής, πάνω στον οποίο βασίστηκε η χριστιανική Παλαιά Διαθήκη
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Τορά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.