Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τορά < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή תּוֹרָה (torá) (ο Νόμος)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τορά θηλυκό άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.