Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τολουόλιο τα τολουόλια
      γενική του τολουολίου
τολουόλιου
των τολουολίων
    αιτιατική το τολουόλιο τα τολουόλια
     κλητική τολουόλιο τολουόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το μόριο του τολουολίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

τολουόλιο< λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τολουόλιο ουδέτερο

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία