Τογκολέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τογκολέζος < Τόγκο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τογκολέζος αρσενικό (θηλυκό Τογκολέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Τόνγκο ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τογκολέζος
|