↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τηλιακός οι Τηλιακοί
      γενική του Τηλιακού των Τηλιακών
    αιτιατική τον Τηλιακό τους Τηλιακούς
     κλητική Τηλιακέ Τηλιακοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.ʎaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τη‐λια‐κός

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Τηλιακός < Τήλ(ος) + -ιακός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Τηλιακός αρσενικό, θηλυκό Τηλιακή

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Τηλιακός < πατριδωνυμικό Τηλιακός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τηλιακός αρσενικό (θηλυκό Τηλιακού)

Μεταγραφές

επεξεργασία