Τζιμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Τζιμ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική Jim υποκοριστικό του James (Ιάκωβος)
Μεταγραφή επεξεργασία
Τζιμ αρσενικό άκλιτο
- ανδρικό όνομα στα αγγλικά, υποκοριστικό του Τζέιμς
- ↪ o τραγουδιστής Τζιμ Μόρισον είχε όσο ζούσε και έχει ακόμα ένα πολύ φανατικό κοινό ακροατών
- → δείτε και τη λέξη Τζίμι
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Τζιμ < από το Jim, ως αγγλοποιημένη εκδοχή του Dim < Dimitri(s)-(os) (Δημήτρης) με αποκοπή
Μεταγραφή επεξεργασία
Τζιμ αρσενικό άκλιτο
- χαϊδευτικό ανδρικό όνομα, για το Δημήτρης (αρχικά για τους Ελληνοαμερικανούς)
- ※ Ο Δημήτρης - Τζιμ Μάρκος πήρε τα παγκόσμια δικαιώματα για το θρυλικό Mini Moke (από ρεπορτάζ στο eirinika.gr (14 Οκτωβρίου 2014)· πρόσβαση: 2019-11-19)
- ↪ ο Δημήτρης «Τζιμ» Αποστόλου ηχογράφησε πολλά ελληνικά λαϊκά τραγούδια στην Αμερική μετά τον πόλεμο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τζιμ
|