Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τζια
      γενική της Τζιας
    αιτιατική την Τζια
     κλητική Τζια
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τζια < λατινική Cea (με τσιτακισμό και συνίζηση[1]) < αρχαία ελληνική Κέως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡zʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τζια

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τζια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Κέα