Ταμπάχανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Ταμπάχανα | ||
γενική | των | Ταμπάχανων | ||
αιτιατική | τα | Ταμπάχανα | ||
κλητική | Ταμπάχανα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ταμπάχανα < ταμπάχανο στον πληθυντικό
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ταμπάχανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- παλαιά ιστορική συνοικία της Πάτρας
- παλαιά ελληνική συνοικία της Σμύρνης
- μέσα στα Ταμπάχανα / κορίτσια σαν τα λάχανα (στίχος σμυρναίικου τραγουδιού)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ταμπάχανα
|