Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταλιμπανάκι τα ταλιμπανάκια
      γενική
    αιτιατική το ταλιμπανάκι τα ταλιμπανάκια
     κλητική ταλιμπανάκι ταλιμπανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταλιμπανάκι < Ταλιμπάν + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταλιμπανάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του Ταλιμπάν ή μικρής ηλικίας Ταλιμπάν
    Δύο εξ αυτών, 22 ετών ο ένας, μόλις 19 ο άλλος, έστησαν την παγάνα τους και πέτυχαν κάποια στιγμή το θήραμά τους: ένα Αφγανάκι που ούτε ταλιμπανάκι ήταν ούτε κουβαλούσε πιστόλι ή μαχαίρι, μια σφεντόνα έστω. (*)
  2. (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση προς κάποιον που επιδεικνύει άγρια συμπεριφορά ή γενικότερη προσφώνηση
    Καλημέρα, ταλιμπανάκια μου (προσφιλής ραδιοφωνικός πρωινός χαιρετισμός δημοσιογράφου προς τους ακροατές του)

  Μεταφράσεις επεξεργασία