Σύρμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σύρμω | οι | Σύρμες |
γενική | της | Σύρμως | των | Σύρμων |
αιτιατική | τη | Σύρμω | τις | Σύρμες |
κλητική | Σύρμω | Σύρμες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σύρμω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsiɾ.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύρ‐μω
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.