Σφενδόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Σφενδόνη < γενική ενικού του αρσενικού Σφενδόνης
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σφενδόνη θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Σφενδόνη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fronde (la Fronde) (σφενδόνη), από τις σφεντόνες που χρησιμοποίησε το πλήθος για να σπάσει παράθυρα αντιπάλων
Σφενδόνη θηλυκό
- (ιστορία της Γαλλίας) ονομασία εξεγέρσεων αμφισβήτησης της βασιλικής εξουσίας, από το 1648 (μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας) έως το 1653, με την επικράτηση των καρδιναλίων Μαζαρίνου (Μαζαρέν) και Ρισελιέ (Richelieu)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σφενδόνη < σφενδόνη
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Σφενδόνη - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven