Δείτε επίσης: σφενδόνη

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Σφενδόνη < γενική ενικού του αρσενικού Σφενδόνης

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Σφενδόνη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fronde (la Fronde) (σφενδόνη), από τις σφεντόνες που χρησιμοποίησε το πλήθος για να σπάσει παράθυρα αντιπάλων

Σφενδόνη θηλυκό



Ετυμολογία

επεξεργασία
Σφενδόνη < σφενδόνη

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σφενδόνη θηλυκό

  • Σφενδόνη - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven