Δείτε επίσης: σφενδόνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Σφενδόνη < γενική ενικού του αρσενικού Σφενδόνης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σφενδόνη θηλυκό

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Σφενδόνη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fronde (la Fronde) (σφενδόνη), από τις σφεντόνες που χρησιμοποίησε το πλήθος για να σπάσει παράθυρα αντιπάλων

Σφενδόνη θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σφενδόνη < σφενδόνη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σφενδόνη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Σφενδόνη - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven