Στροφυλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στροφυλιά | οι | Στροφυλιές |
γενική | της | Στροφυλιάς | των | Στροφυλιών |
αιτιατική | τη | Στροφυλιά | τις | Στροφυλιές |
κλητική | Στροφυλιά | Στροφυλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στροφυλιά < στροφυλιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾo.fiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στρο‐φυ‐λιά
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτροφυλιά θηλυκό