↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στενημαχίτισσα οι Στενημαχίτισσες
      γενική της Στενημαχίτισσας των Στενημαχιτισσών
    αιτιατική τη Στενημαχίτισσα τις Στενημαχίτισσες
     κλητική Στενημαχίτισσα Στενημαχίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στενημαχίτισσα < Στενημαχ(ίτης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.ni.maˈçi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στε‐νη‐μα‐χή‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στενημαχίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στενημαχίτης