Σπαταίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΣπαταίος αρσενικό, θηλυκό Σπαταία
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τα Σπάτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σπαταίος
|
Αυτή η σελίδα προτείνεται στην κατηγορία των σελίδων για διαγραφή με το σχόλιο: υπάρχει τέτοια λέξη;. Σημειώνουμε αν εξελίσσεται συζήτηση στη Σελίδα Συζήτησης του άρθρου ή στο Δωμάτιο Συζήτησης Διαγραφών.
Άλλως, αν δεν υπάρχει αντίρρηση το λήμμα θα διαγραφεί σε 15 ημέρες ή νωρίτερα, με ευθύνη διαχειριστή. |
Σπαταίος αρσενικό, θηλυκό Σπαταία
|