Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπάρος οι Σπάροι
      γενική του Σπάρου των Σπάρων
    αιτιατική τον Σπάρο τους Σπάρους
     κλητική Σπάρε Σπάροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπάρος < σπάρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σπάρος αρσενικό (θηλυκό Σπάρου)

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σπάρος οἱ Σπάροι
      γενική τοῦ Σπάρου τῶν Σπάρων
      δοτική τῷ Σπάρ τοῖς Σπάροις
    αιτιατική τὸν Σπάρον τοὺς Σπάρους
     κλητική ! Σπάρε Σπάροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σπάρω
γεν-δοτ τοῖν  Σπάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σπάρος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σπάρος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία