Σπάρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σπάρος < σπάρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σπάρος αρσενικό (θηλυκό Σπάρου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σπάρος | οἱ | Σπάροι |
γενική | τοῦ | Σπάρου | τῶν | Σπάρων |
δοτική | τῷ | Σπάρῳ | τοῖς | Σπάροις |
αιτιατική | τὸν | Σπάρον | τοὺς | Σπάρους |
κλητική ὦ! | Σπάρε | Σπάροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σπάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Σπάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σπάρος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σπάρος αρσενικό
Αναφορές επεξεργασία
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press