Σιγκαπουριανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
η Σιγκαπουριανή (el) θηλυκό και (λαϊκότροπο) η Σιγκαπουρέζα (el) θηλυκό
και ορθότερα: Σινγκαπουριανή, Σινγκαπουρέζα
(λόγω του Singapore, που γράφεται και προφέρεται έτσι σε επίσημες γλώσσες της)
- γυναίκα, κοπέλα ή κορίτσι που μένει ή κατάγεται από την Σινγκαπούρη ή Σιγκαπούρη
Σημειώσεις επεξεργασία
- στην δημοτική γράφουμε συνήθως Σιγκαπουριανή
- αν καταγόμαστε από ή σεβόμαστε την Σινγκαπούρη γράφουμε Σινγκαπουριανή
(βλέπε και Βουδδισμός/Βουδισμός)
Μεταφράσεις επεξεργασία
- αγγλικά : Singaporean (en), Singaporean woman, Singaporean girl, Singaporean female
- εσπεράντο : singapuranino (eo)