Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Σιγγιτικός < εννοείται κόλπος, λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα Επεξεργασία

Σιγγιτικός αρσενικό

Συνώνυμα Επεξεργασία

  • Κόλπος Αγίου Όρους

  Μεταφράσεις Επεξεργασία