Σαρανταπόταμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαρανταπόταμος | οι | Σαρανταπόταμοι |
γενική | του | Σαρανταπόταμου | των | Σαρανταπόταμων |
αιτιατική | τον | Σαρανταπόταμο | τους | Σαρανταπόταμους |
κλητική | Σαρανταπόταμε | Σαρανταπόταμοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ɾan.daˈpo.ta.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ρα‐ντα‐πό‐τα‐μος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣαρανταπόταμος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Σαρανταπόταμος