Σαλαμίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Σᾰλᾰμῑν- | |||||
ονομαστική | ἡ | Σαλαμίς | αἱ | Σαλαμῖνες | |
γενική | τῆς | Σαλαμῖνος | τῶν | Σαλαμίνων | |
δοτική | τῇ | Σαλαμῖνῐ | ταῖς | Σαλαμῖσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | Σαλαμῖνᾰ | τὰς | Σαλαμῖνᾰς | |
κλητική ὦ! | Σαλαμίς | Σαλαμῖνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σαλαμῖνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Σαλαμίνοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. Συνήθως στον ενικό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣαλαμίς θηλυκό ενικός
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Σαλαμίν (μεταγενέστερος τύπος)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σαλαμίνα στη Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Σαλαμίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σαλαμίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.