Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σαββάτου < γενική ενικού του αρσενικού Σαββάτος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σαββάτου θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Σαββάτου

  1. (ουδέτερο) γενική ενικού του Σάββατο, Σαββάτο (όνομα ημέρας)
  2. (αρσενικό) γενική ενικού του Σαββάτος (επώνυμο)