Σέκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σέκος | οι | Σέκοι |
γενική | του | Σέκου | των | Σέκων |
αιτιατική | τον | Σέκο | τους | Σέκους |
κλητική | Σέκο | Σέκοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σέκος < σέκος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σέκος αρσενικό (θηλυκό Σέκου)