Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ριζκ < (μεταγραφή) αγγλική Rizk ή αραβική رزق

  Μεταγραφή Επεξεργασία

Ριζκ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο