Ρετσινόλακκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρετσινόλακκος | οι | Ρετσινόλακκοι |
γενική | του | Ρετσινόλακκου | των | Ρετσινόλακκων |
αιτιατική | τον | Ρετσινόλακκο | τους | Ρετσινόλακκους |
κλητική | Ρετσινόλακκε | Ρετσινόλακκοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾe.t͡siˈno.la.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρε‐τσι‐νό‐λακ‐κος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡετσινόλακκος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ρετσινόλακκος