↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρετσινόλακκος οι Ρετσινόλακκοι
      γενική του Ρετσινόλακκου των Ρετσινόλακκων
    αιτιατική τον Ρετσινόλακκο τους Ρετσινόλακκους
     κλητική Ρετσινόλακκε Ρετσινόλακκοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ρετσινόλακκος < ρετσίν(ι) + -ό- + λάκκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾe.t͡siˈno.la.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρε‐τσι‐νό‐λακ‐κος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ρετσινόλακκος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία