Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ραγκαβή  οι Ραγκαβή 
      γενική της Ραγκαβή  των Ραγκαβή 
    αιτιατική τη Ραγκαβή  τις Ραγκαβή 
     κλητική Ραγκαβή  Ραγκαβή 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ραγκαβή < γενική ενικού του αρσενικού Ραγκαβής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.ɡaˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρα‐γκα‐βή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ραγκαβή θηλυκό άκλιτο

Σημειώσεις επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Ραγκαβή αρσενικό