Ρέματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ρέματα < ρέματα, πληθυντικός αριθμός του ρέμα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ρέματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (παλιότερα: Ρεύματα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ρέματα
|