Πυξαριάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πυξαριάς | οι | Πυξαριάδες |
γενική | του | Πυξαριά | των | Πυξαριάδων |
αιτιατική | τον | Πυξαριά | τους | Πυξαριάδες |
κλητική | Πυξαριά | Πυξαριάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πυξαριάς < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ksaɾˈʝas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πυ‐ξα‐ριάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠυξαριάς αρσενικό