Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Proto-Indo-European
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή θηλυκό
- (γλωσσολογία) άλλη γραφή του πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γλώσσα)