Πράσινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πράσινος < πράσινος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.si.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρά‐σι‐νος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πράσινος αρσενικό (θηλυκό Πράσινου)
Δείτε επίσης : πράσινος |
Πράσινος αρσενικό (θηλυκό Πράσινου)