Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πατροπασχίτης < πατρο- + πάσχω + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Πατροπασχίτης αρσενικό

  • μέλος Χριστιανικής αίρεσης που εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα (μ.Χ.) Πατροπασχίτες, οι οποίοι αδυνατώντας να κατανοήσουν το τρισυπόστατο και αδιαίρετο της Αγίας Τριάδος, και ειδικότερα τον Πατέρα από το Υιόν, υποστήριζαν ότι κατά την ενανθρώπιση και στα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού έπαθε ο ίδιος ο Πατήρ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία