Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παλαμάκια
      γενική
    αιτιατική τα παλαμάκια
     κλητική παλαμάκια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαμάκια < παλάμη + -άκια
 
χέρια που χτυπούν παλαμάκια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαμάκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η κίνηση με την οποία χτυπάμε τις δύο παλάμες μας μεταξύ τους, για να προκαλέσουμε την προσοχή κάποιου ή για να εκφράσουμε την επιδοκιμασία μας
    η καθηγήτρια χτύπησε παλαμάκια, για να ησυχάσει τα παιδιά
    αν νομίζεις ότι θα κάθομαι εδώ μόνο για να σ' ακούω και να σου βαράω παλαμάκια, είσαι γελασμένος
  2. ο ήχος που ακούγεται όταν χτυπάμε τα δυο χέρια μεταξύ τους
  3. χορός ηπειρώτικος σε ρυθμό 2/4

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία