Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παλαίκυθρο < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παλαίκυθρο θηλυκό

  • οικισμός της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Λευκωσίας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία