Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΠΥ <  : Πυροσβεστική Υπηρεσία

  Συντομομορφή επεξεργασία

Π.Υ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο