Οἰνοῦσαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Οἰνοῦσαι < συνηρημένη μορφή του οἰνόεσσαι (οινοπαραγωγικές), θηλυκό του οἰνόεις στον πληθυντικό < οἶνος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Οἰνοῦσαι θηλυκό πληθυντικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Οἰνοῦσαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.