Ονδουριανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ονδουριανός αρσενικό (θηλυκό Ονδουριανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ονδούρα ή έχει ονδουριανή υπηκοότητα
Δείτε επίσης : ονδουριανός |
Ονδουριανός αρσενικό (θηλυκό Ονδουριανή)